Σε λίγες μέρες οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων κι άλλοι επιφανείς παράγοντες της χώρας θα βρεθούν στην καθιερωμένη γιορτή στο Προεδρικό Μέγαρο, τιμώντας την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά την πτώση της Χούντας το καλοκαίρι του 1974. Πέρασε δηλαδή μισός αιώνας, και πολλά λέγονται και γράφονται. Εκδίδονται βιβλία και εργασίες, και θα πραγματοποιηθούν ημερίδες και συνέδρια γι’ αυτά τα «καταπληκτικά» 50 χρόνια της νεώτερης Ελλάδας. Για ορισμένους, πρόκειται για την πιο ήρεμη και χωρίς πολλές αναταράξεις πολιτική-κοινωνική περίοδο της χώρας. Αυτό είναι το κεντρικό μοτίβο όλων των τοποθετήσεων συστημικών κομμάτων, διανοούμενων, δεξαμενών σκέψης, κύκλων.
Δεν μπορούν βέβαια να μην εντοπίσουν προβλήματα και κωλύματα στη διάρκεια των 50 χρόνων: αυτά είναι κυρίως ο «λαϊκισμός» κι ό,τι κρύβουν πίσω από τη λέξη αυτή, και οι «χρόνιες παθογένειες» που αναφέρει ο κ. Μητσοτάκης (χωρίς να τις προσδιορίζει επακριβώς). Κάπως έτσι διασώζεται το «θαύμα» των 50 χρόνων: η Ελλάδα πλήρες μέλος της ΕΟΚ και της Ε.Ε. στη συνέχεια, χώρα διεξαγωγής μιας Ολυμπιάδας, μέλος του ΝΑΤΟ, και φυσικά πάντα στη «σωστή πλευρά» της Ιστορίας. Ναι, λένε, πέρασε η χώρα από τραντάγματα και κρίσεις, αλλά όλα ξεπεράστηκαν χωρίς τεράστιο κόστος. Μερικοί μάλιστα φτάνουν να ονειρεύονται ότι η Ελλάδα έγινε κιόλας χώρα πρώτης γραμμής για τον Δυτικό συνασπισμό, δηλαδή τη «φτερούγα» κάτω από την οποία θέλησαν οι ελίτ της χώρας να ακμάσουν και να προστατευτούν.
Κοντά σε αυτό το αφήγημα, υπάρχει και μια κάπως «θεωρητική» συζήτηση για το τι είναι η Μεταπολίτευση σαν έννοια, πόσο διήρκεσε, αν έχει τελειώσει και πότε, σε πόσες υποπεριόδους μπορεί να χωριστεί κ.λπ. Άλλοι ασχολούνται με μια οικονομική αποτίμηση της 50ετίας, άλλοι με την πορεία του πολιτικού και κομματικού συστήματος και συσχετισμού, με τον ρόλο και την πορεία της αριστεράς τα 50 χρόνια, λιγότεροι και λιγότερο για το κοινωνικό και πολιτικό κίνημα. Στο παρόν σημείωμα δεν πρόκειται να καταπιαστούμε με όλα αυτά, ούτε με μια γενική αποτίμηση των 50 χρόνων που μεσολάβησαν. Θα σταθούμε σε όσα «θάβονται» επιμελώς. Πρόκειται για ζητήματα που αφορούν ποιοτικές καταστάσεις μεγάλης σημασίας, που όχι τυχαία διαφεύγουν από τις αναλύσεις, τις οπτικές, τα γραφόμενα και όσα λέγονται.
Τα «θαμμένα» της 50ετίας. Οι δύο τεράστιες αποσιωπήσεις
Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως η 24η Ιουλίου σημάδεψε μια σημαντική καθεστωτική αλλαγή στη χώρα. Είχαμε κατάρρευση της δικτατορίας και μετάβαση σε μια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ξεπερνούσε κατά πολύ μια απλή επαναφορά στα προ χούντας πολιτικά πράγματα: κατάργηση του παλατιού, νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων, μικρής έκτασης αποχουντοποίηση, δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ) που δεν ήταν απλή συνέχεια των προδικτατορικών ΕΡΕ και Ε.Κ., διαδικασίες ενίσχυσης του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και ενσωμάτωσης στις δομές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κ.λπ.
Αποσιώπηση πρώτη: ο πόλεμος που χάθηκε
Όντως, έγιναν αυτά. Όμως προσπερνιέται ένα θέμα: το καλοκαίρι του 1974, τέσσερις μέρες πριν τη Μεταπολίτευση και μέχρι τέλος Αυγούστου, γίνεται ένας πόλεμος στην Κύπρο. Ένας πόλεμος που χάνεται για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Το Κυπριακό συνδέεται με μια προδοσία που έγινε από ελληνικής πλευράς με αμερικάνικη καθοδήγηση, και το ζήτημα του Κυπριακού και της ήττας στον πόλεμο αποτέλεσε ένα μεγάλο στίγμα στην υπόθεση της αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ένα στίγμα που έπρεπε να κρυφτεί κάτω από το χαλί, να ξεχαστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να αποσιωπηθεί. Δεν υπάρχει πιο τρανή απόδειξη γι’ αυτό από το ότι ο «φάκελος της Κύπρου» έμεινε επτασφράγιστο μυστικό για δεκαετίες, και μέχρι τώρα πολύ λίγα έχουν δημοσιευτεί από το υλικό που υπάρχει. Κανένας χουντικός δεν δικάστηκε για την προδοσία της Κύπρου, και όλο το πολιτικό προσωπικό που ανέλαβε μετά την πτώση της Χούντας ξέπλυνε τις ευθύνες του διαχρονικά (π.χ. για τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, ή για το τι έκανε ή τι δεν έκανε το καλοκαίρι του 1974). Ο Καραμανλής δεν είπε μόνο το «Ανήκωμεν εις την Δύσιν» αλλά και το «Η Κύπρος κείται μακράν». Το είπε στις 12 Αυγούστου 1974, δηλαδή τρεις μέρες πριν τον Αττίλα 2…
Κι όλα αυτά ενώ υπήρχε μια ανάμικτη κατάσταση στην Ελλάδα και μια τραγική κατάσταση στην Κύπρο. Στην Ελλάδα ο κόσμος ένοιωθε την προδοσία της Κύπρου, έκφραζε την αλληλεγγύη του, αλλά και πανηγύριζε για την πτώση της χούντας και την ανάσα δημοκρατίας που έπαιρνε. Στο δεύτερο Αττίλα η οργή είναι μεγάλη, αλλά ο Καραμανλής κάνει τον ελιγμό: αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στην Κύπρο ζουν ένα δράμα: 200.000 πρόσφυγες, χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι. Η Κατοχή του 40% της Κύπρου είναι γεγονός, με παρότρυνση Αμερικάνων και Άγγλων και μικρότατη διαφοροποίηση των Σοβιετικών. Χωρίς δηλαδή σοβαρή αντίδραση. Μάλιστα ο ραδιοσταθμός Μόσχας ανήγγειλε ότι ο στρατός του Ετσεβίτ φέρει κλάδο ελαίας…
Αποσιώπηση δεύτερη: Η οικονομική κρίση και η χρεοκοπία της χώρας
Το «ελληνικό θαύμα» της ανάπτυξης των αρχών της δεκαετίας του 1960 (ρυθμοί ανάπτυξης περίπου 7% ετησίως) ανακόπτεται το τελευταίο δίχρονο της δικτατορίας. Την υπερθέρμανση της οικονομίας των ετών 1972-74 διαδέχεται μια ανοικτή οικονομική κρίση το 1974-75, οπότε καταγράφεται μια απότομη πτώση 4-5%. Από τότε η χώρα μπαίνει σε έναν σημαντικό υφεσιακό κύκλο, τον οποίο έπρεπε να διαχειριστεί το πολιτικό προσωπικό και οι ελίτ με ειδικές πολιτικές. Ο Καραμανλής οδηγείται στην επιλογή της κρατικοποίησης τομέων της οικονομίας για να τους διασώσει (θα κατηγορηθεί για «σοσιαλμανία»), ενώ στη συνέχεια θα επιβάλλει τα πρώτα μεγάλα πακέτα λιτότητας. Ο όρος «λιτότητα» τότε καθιερώθηκε στην πολιτική ορολογία. Οι εγχώριες ελίτ θα επωφεληθούν από ορισμένα γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, που θα δώσουν ανάσα σε διάφορες διαμετακομιστικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, και θα το παίζουν προς ευρωπαϊκή πλευρά σαν θύμα που επιζητεί μια κάποια στήριξη για να βγει από τις δύσκολες καταστάσεις.
Αυτοί οι «συνδυασμοί» θα αποτελέσουν στην πρώτη φάση (1974-81) τη μορφή διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα. Θα ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ με την περίφημη διαχείριση των προβληματικών επιχειρήσεων αρχικά, και έπειτα το πρόγραμμα σταθεροποίησης με διαχειριστή τον Σημίτη. Αυτά μας οδηγούν ίσαμε το 1989-90, τις συγκυβερνήσεις και τα ανοικτά επιθετικά νεοφιλελεύθερα προγράμματα «καταγραφής και διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας. Ο υπερδανεισμός, άρα και το χρέος, συνεχίζεται ως κύρια μορφή οικονομικής πολιτικής. Θα μπούμε στο ευρώ, θα παραδώσουμε τα κλειδιά άσκησης οικονομικής πολιτικής, θα έχει ήδη αποβιομηχανοποιηθεί και αφελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό η ελληνική οικονομία, για να φθάσουμε στην κρίση του 2008-10, δηλαδή την ανοικτή χρεοκοπία της χώρας και το πέρασμα σε ένα άλλο καθεστώς: των Μνημονίων, της Τρόικας, του Χίλτον και της μετατροπής της Ελλάδας σε μεταμοντέρνα αποικία και ορμητήριο.
Ο «θετικός» απολογισμός γίνεται από (και αφορά) την άρχουσα τάξη και όσους επωφελήθηκαν από αυτήν την πορεία, και φυσικά από τον ευρωατλαντικό παράγοντα, που «έδεσε» ακόμα περισσότερο τη χώρα στο άρμα του – ενώ σε κρίσιμες στιγμές φοβήθηκαν ότι τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν από τις προκαθορισμένες ράγες
Ποιος «θετικός» απολογισμός;
Η παγκόσμια κρίση, η διασύνδεση και οι επιπτώσεις της στην ελληνική περίπτωση, η συμπληρωματικότητα της Ελλάδας στις δομές της Ε.Ε., όχι μόνο δεν δημιούργησαν δυνατότητες διεξόδου και απεμπλοκής από την κρίση, αλλά τη βάθυναν και οδήγησαν μέχρι τη Χρεοκοπία της χώρας, που συνιστά μια τεράστια ποιοτική τροποποίηση – βαθύτερη και οξύτερη όσο αφορά τα άμεσα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της από τη «διάσωση» του 1974 και τη λύση Καραμανλή. Το να χάσει μια χώρα απότομα το 24% του ΑΕΠ της και να υποθηκεύσει για 99 χρόνια όλο τον δημόσιο και εθνικό πλούτο δεν είναι μια «επιτυχία». Ούτε «όλοι μαζί» τα φάγαμε ή οδηγήσαμε προς τα εκεί. Η εξαρτημένη και μέχρι τα μπούνια μεταπρατική ολιγαρχία της χώρας και το πολιτικό σύστημα που υπηρετεί το καθεστώς της εξάρτησης σε όλες του τις μορφές (ακόμα και τις πιο εκσυγχρονισμένες) χρεώνονται το συντριπτικό μέρος των ευθυνών αυτής της κατάντιας.
Σε πρώτο χρόνο «διασώζουν» έναν κρατικό χώρο και μηχανισμό από μια πλήρη κατάρρευση (1974) και μια προδοσία, τιθασεύουν και λειτουργούν ως κυματοθραύστες του λαϊκού ριζοσπαστισμού, εφαρμόζουν πολιτικές που ευνοούν ορισμένα τμήματα της άρχουσας τάξης και των μεγάλων επιχειρηματικών πολυεθνικών συμφερόντων, προχωρούν σε απαράδεκτες υποχωρήσεις σε μια σειρά εθνικά ζητήματα. Και βεβαίως πλουτίζουν με μίζες, αρπαχτές, ιδιωτικοποιήσεις, αντεργατική πολιτική, και κάθε είδους μεταπρατική δραστηριότητα εντός της χώρας ή στην ευρύτερη περιοχή (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή κ.λπ.). Το μόνο σχέδιό τους είναι η προώθηση ενός «εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού» που διαχειρίζεται την κρίση, επιβάλλει πολιτικές που κοινωνικοποιούν τις ζημιές και ιδιωτικοποιούν τα κέρδη, και μετατρέπει την Ελλάδα σε συμπληρωματικό χώρο της ευρωκρατίας (οικονομικά) και των Αμερικάνων (κυρίως στρατιωτικά).
Δεν προβάλλουν σε καμία στιγμή των 50 χρόνων ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας, ένα σοβαρό σχέδιο παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Τα συνθήματα του «εκσυγχρονισμού» και «εξευρωπαϊσμού» στόχευαν μόνο στο να δημιουργηθεί μια συναίνεση ευρύτατων στρωμάτων σε αυτόν τον τύπο προσαρμογής του μοντέλου του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού. Ο μεταπρατισμός δεν ακυρώνει το στοιχείο της πολλαπλής κλασικής (αλλά και με σύγχρονες μορφές) προώθησης της εξάρτησης, και η συσσώρευση στοιχείων στη βάση αυτού του μοντέλου οδήγησε στο διαχρονικό έγκλημα της χρεοκοπίας του 2010. Στο εσωτερικό αυτού που συμβατικά μπορούμε να αποκαλέσουμε «ελληνικό αστισμό» έγιναν ανακατατάξεις χωρίς να θιγούν βασικοί πυλώνες, αλλά ξέσπασε και διαμάχη για το ποιοι και πόσο θα επωφεληθούν σε κάθε συγκυρία και στροφή αυτά τα 50 χρόνια.
Όποιος θέλει να παρακολουθήσει σημάδια της πολιτικής κρίσης στα 50 χρόνια, θα δει ότι από πίσω κρύβονταν τέτοιες διαμάχες (1985, 1989, 1993, Σημιτισμός, Χρηματιστήριο κ.λπ.). Μετά το 2010 έχουμε άλλου τύπου πολιτικές κρίσεις, με πιο εμφανές χαρακτηριστικό την εχθρότητα του λαϊκού παράγοντα προς τον δικομματισμό (που γκρεμίστηκε από τα θηριώδη ποσοστά του 80-85%) και συνολικά το πολιτικό σύστημα (κόμματα, ΜΜΕ, Δικαιοσύνη κ.λπ.). Η δύναμη που έχουν συσσωρεύει οικονομικές ολιγαρχικές ελίτ στη χώρα και η εξάρτηση ή διασύνδεση του πολιτικού κόσμου με αυτές δεν έχει προηγούμενο σε όλη την ιστορία των 50 χρόνων.
Επομένως, αν κανείς κάνει έναν ποιοτικό και απολύτως πρακτικό απολογισμό των 50 χρόνων, δεν μπορεί να αποτιμήσει αυτήν την περίοδο ως την «καλύτερη και ομαλότερη» του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους. Αυτός ο «θετικός» απολογισμός γίνεται από (και αφορά) την άρχουσα τάξη και όσους επωφελήθηκαν από αυτήν την πορεία, και φυσικά από τον ευρωατλαντικό παράγοντα, που «έδεσε» ακόμα περισσότερο τη χώρα στο άρμα του – ενώ σε κρίσιμες στιγμές (1974, 1981, 1989, 2010, 2015) φοβήθηκαν ότι τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν από τις προκαθορισμένες ράγες. Ας δούμε πώς μπορεί να κρίνει όλη αυτήν την πορεία π.χ. ο αμερικάνικος παράγοντας ή η ευρωκρατία. Σίγουρα είναι ευχαριστημένοι. Ευχαριστημένοι είναι κι όσοι πλούτισαν εντός της χώρας από αυτή τη διαχείριση. Διότι πολέμησαν τον ριζοσπαστισμό, τον «αριστεροχουντισμό», την αμφισβήτηση της ΕΟΚ, τον λαϊκισμό, την ιδέα της αυτοδυναμίας της χώρας, τα «ρετιρέ» και τις «συντεχνίες», τους «αγανακτισμένους», τον «εθνολαϊκισμό», τους «ψεκασμένους». Τώρα, αντί να ακούσουν τη βουή της αποχής και τον υπόκωφο θόρυβο της δυσαρέσκειας και οργής, αισθάνονται «καβάλα» και έτοιμοι για νέες εξορμήσεις υποτέλειας και αντιλαϊκότητας.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά: Η μεγάλη έλλειψη και η μεγάλη αφαίρεση…
Σε όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν δυνάμεις, και κυρίως διαθέσεις, να μην πάνε έτσι τα πράγματα, να μην ξαναεδραιωθεί (όπως έγινε) ένα αστικό καθεστώς εξάρτησης. Ζήσαμε μεγάλα κινήματα και πολλούς μικρούς ή μεγάλους αγώνες σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Αν έλειπαν αυτά τα στοιχεία, πιθανά τα σημάδια ενός δυστοπικού παρόντος να ήταν πιο έντονα. Όμως δεν εμφανίστηκε και δεν προβλήθηκε μια συνολική πρόταση για τη χώρα, που να αμφισβητεί τα δομικά στοιχεία του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού και της ιμπεριαλιστικής και αστικής κυριαρχίας. Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, και είναι καθοριστικής σημασίας η απάντησή του. Στα πλαίσια μερικών γραμμών θα αρκεστούμε στα ακόλουθα:
Ο λαϊκός ριζοσπαστισμός αποτέλεσε κοιτίδα και του κομματικού φαινομένου στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αλλά οι δυνάμεις που τον «εισέπραξαν» δεν είχαν μια στρατηγική προαγωγής του και αξιοποίησής του προς μια ποιοτική κατεύθυνση διαφορετική από την επιβαλλόμενη. Όλοι ανεξαιρέτως το 1974 αποδέχθηκαν το «συμβόλαιο Καραμανλή» και ό,τι αυτό εξέφραζε. Στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σε διαχειριστική δύναμη, αλλοιώνοντας νοήματα και ταυτίζοντας τη διαχείρισή του με κάποια «δικαίωση» του αγώνα για ανεξαρτησία και δημοκρατία. Γρήγορα θα μετατραπεί σε ανοικτό πυλώνα του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού, εφαρμόζοντας τις νεοφιλελεύθερες συνταγές. Η Αριστερά, περισσότερο προσκολλημένη στο «συμβόλαιο Καραμανλή» σε πρώτη φάση, ανέλαβε να «συνετίσει» τους απείθαρχους σε διάφορους κοινωνικούς χώρους. Πολιτικά λειτούργησε ως συμπληρωματική δύναμη της «Αλλαγής», προσκολλώμενη σε μια πολιτική ουράς προς το ΠΑΣΟΚ. Μετά το 1989 θέλησε να «συγκυβερνήσει» με τη Ν.Δ., και συνέδραμε ώστε να μπει πιο γρήγορα ο νεοφιλελευθερισμός α λα ελληνικά στην ημερήσια διάταξη.
Όμως η προσκόλληση όλων αυτών των πτερύγων στο άρμα του οικοδομούμενου εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, στον χώρο του ΠΑΣΟΚ γίνεται με την εγκατάλειψη κάθε ιδέας για μια αυτοδύναμη πολιτική ανάπτυξης της χώρας. Σε ολόκληρο δε τον χώρο της Αριστεράς (φιλοευρωπαϊκής, φιλοσοβιετικής και σκληρής, εξωκοινοβουλευτικής, ριζοσπαστικής κ.λπ.) υπήρξε η εγκατάλειψη αρχικά της θέσης περί εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό χώρας, και εξαρτημένου χαρακτήρα της οικονομίας και της πολιτικής ζωής, και στη συνέχεια ο πόλεμος εναντίον αυτής της θέσης. Η Ελλάδα καταχωρήθηκε θεωρητικά και πρακτικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες (χωρίς καμία ιδιομορφία), μάλιστα χαρακτηρίστηκε και ιμπεριαλιστική. Κατά συνέπεια ξεχάστηκαν τα βαρίδια των εθνικών ζητημάτων, κι όλα μετατέθηκαν σε μια «αντικαπιταλιστική επανάσταση», σε μια «λαϊκή οικονομία με λαϊκή εξουσία», σε έναν μελλούμενο σοσιαλισμό. Ένα άλλο τμήμα της προσχώρησε με μεγάλη ευκολία στην παγκοσμιοποιητική λογική: το έθνος-κράτος είναι ξεπερασμένο και αναχρονισμός, η αλληλεξάρτηση μια πραγματικότητα, ζήτω η παγκοσμιοποίηση και ο απόλυτος ατομικός αυτοπροσδιορισμός.
Η ίδια η ζωή με τη χρεοκοπία, τα Μνημόνια, την τρόικα, το καθεστώς Χίλτον κ.ο.κ. έδειξε πόσο «ανεπτυγμένη καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστική» είναι η χώρα, και πόση απόσταση έχουν τέτοιες απόψεις από αυτό που ο λαός αντιλαμβανόταν διαισθητικά, και εξέφραζε με μεγάλες κινητοποιήσεις, τις στιγμές που αυτά συνέβαιναν. Σε γενικές γραμμές είχαμε μια μεγαλειώδη υπαγωγή της Αριστεράς, της κεντροαριστεράς κ.λπ. στην αστική παγκοσμιοποιητική αντίληψη και τα στερεότυπά της. Η υπαγωγή αυτή δεν αμφισβήτησε βέβαια τον χαρακτήρα του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού της χώρας. Ακόμα χειρότερα, σταμάτησε κάθε σοβαρή θεωρητική απόπειρα διαλεύκανσης των σχέσεων και του χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και των διασυνδέσεών του, των ποιοτικών του χαρακτηριστικών, του τρόπου συνάρθρωσης των διάφορων τομέων και κοινωνικών διαστρωματώσεων κ.λπ.
«Φυσικά», δεν υπήρξε απολύτως καμία θεωρητική και πολιτική αποσαφήνιση της σημασίας που έχει η συμπλοκή του εθνικού και πολιτικού στοιχείου σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. Ούτε και η παραμικρή αναφορά στο θεμελιώδες και δομικό «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα». Προφανώς δεν υπήρξε και απολύτως καμία διερεύνηση του τι θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος της χώρας από την ποιοτική κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί. Κάποια σοβαρή τεκμηριωμένη και επιχειρηματολογημένη εναλλακτική πρόταση. Όλα αυτά καταγράφονται σαν άλλη μια μεγάλη χρεοκοπία πολιτικής και συνείδησης. Οι ευθύνες δεν απαλλάσσουν ούτε όσους το διαπιστώνουν. Αλλά τουλάχιστον η διαπίστωση ίσως είναι η απαρχή μιας αντίστροφης πορείας.