Του Λεωνίδα Βατικιώτη.
Η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης συζήτησης και παραπέρα της ενδελεχούς διερεύνησης των όρων υπό τους οποίους είναι δυνατή η παύση πληρωμών και η παραγραφή του χρέους γίνεται εμφανής από τις απειλητικές διαστάσεις που έχει προσλάβει το δημόσιο χρέος.
Μάλιστα η θεραπεία–σοκ που προτείνεται από το ΔΝΤ ως τελική κατάληξη θα έχει την ακόμη μεγαλύτερη αύξησή του, συγκεκριμένα από το 125%, που ήταν πέρυσι, στο 149%, όταν (ποτέ) λήξει το Μνημόνιο. Και αυτό πριν ανακοινωθεί η νέα αναθεώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους από τη Γιουροστάτ, η οποία θα γίνει γνωστή στις 22 Οκτώβρη και (ω! του θαύματος) θα καταστήσει ανεπαρκή και “λίγα” τα μέτρα περικοπών που έχουν μέχρι στιγμής ανακοινωθεί από την κυβέρνηση. Συμπερασματικά, η συνέχιση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν αποδεικνύεται μόνο λαιμητόμος για τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και ένας δρόμος χωρίς τέλος, καθώς η λιτότητα φέρνει ύφεση και αυτή με τη σειρά της καταβύθιση των κρατικών εσόδων και νέα ελλείμματα που εκτοξεύουν το δημόσιο χρέος. Προς επίρρωση όλων των ανωτέρω, η συζήτηση που μόλις ξεκίνησε, με πρωτοβουλία του ΔΝΤ, για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα φέρει νέα, ακόμη πιο επώδυνα για τους εργαζόμενους Μνημόνια.
Σε αυτό το φόντο η παύση πληρωμών και η πάλη για διαγραφή του δημόσιου χρέους αποδεινύεται μονόδρομος για τους εργαζόμενους και την Αριστερά. Οι προϋποθέσεις ωστόσο ξεφεύγουν από το πεδίο της οικονομίας και εδράζονται στο χώρο της πολιτικής. Μάρτυρας το παράδειγμα της Αργεντινής, όπου η λαϊκή πάλη ήταν που ανάγκασε ακόμη και την κεντροαριστερή κυβέρνηση των Κίρτσνερ να προβεί σε παύση πληρωμών, οδηγώντας τις τράπεζες και τους θεσμικούς επενδυτές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η μεταβλητή που θα κρίνει επομένως το αν και τους όρους υπό τους οποίους θα γίνει η επαναδιαπραγμάτευση είναι οι αγώνες των εργαζομένων.