Μια εφημερίδα είναι –όπως συνηθίζουν να λένε– μια «φωνή». Αυτό ποτέ δεν δήλωνε και πολλά πράγματα. Έπρεπε κανείς να ρωτήσει για την πηγή αυτής της φωνής: Ποιος την έχει; Σε ποια θέση βρίσκεται; Σε ποιους απευθύνεται; Ήταν η παραδοσιακή αριστερή ανίχνευσάη της ταυτότητας εκείνου που μιλούσε. Η έρευνα είναι βέβαιο ότι κάποιες φορές απέδιδε καρπούς. Έδειχνε πως το τι λεγόταν, το τι γραφόταν, το τι κυκλοφορούσε δημοσίως ως άποψη ή γνώμη είχε μια καταγωγή που καθόριζε το περιεχόμενό του. Αλλά, συχνά, αυτά τα ευρήματα αντί στη συνέχεια να ανοίγουν τον δρόμο για διαλόγους πιο γόνιμους και ειλικρινείς, κατέληγαν να καθηλώσουν –να βιδώσουν σχεδόν– όποιον μιλούσε στην κοινωνική του θέση: αντί γι’ αυτόν μιλούσε το εισόδημά του, η ιδιοκτησία του, το επάγγελμά του. Από το στόμα του εργάτη έβγαινε το ιδίωμα της τάξης του και το ανάλογο συνέβαινε με τον αγρότη , τον μικροαστό, τον αστό.

Μια από τις πιο βαριές μομφές στους κύκλους της αριστεράς ήταν ότι κάποιος ήταν «φερέφωνο». Μήπως, όμως, υπό μία έννοια, δεν ήταν όλοι εκτεθειμένοι σ’ αυτή την εξάρτηση, σ’ αυτή την αρρώστεια των εγγαστρίμυθων; Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς δόθηκαν ορισμένες μάχες για μεγαλύτερη ελευθερία. Δεν εννοώ την τυπική ελευθερία του λόγου, αλλά εκείνη που δίνει το δικαίωμα και την άνεση σε κάποιον να τοποθετεί τη σκέψη του στο επίπεδο του κοινωνικού ή του εθνικού συνόλου και όχι ενός μέρους του. Άλλοτε, η ανάλυση του συνόλου χρησίμευε συνήθως στη συνείδηση του επαναστάτη ή και του αμφισβητία μόνο για να φωτιστεί καλύτερα η όποια προοπτική για τις τάξεις των καταπιεζομένων. Σήμερα, όμως, είναι το ίδιο το σύνολο που καταπιέζεται, και από τους ξένους και από τον εαυτό του. Οι διαιρέσεις, οι αντιθέσεις των συμφερόντων, φυσικά, δεν έχουν εκλείψει – κάθε άλλο. Όμως όταν το όλο μικραίνει και φτωχαίνει δεν είναι παράλογο οι σοσιαλιστές ή οι φιλελεύθεροι, οι ριζοσπάστες ή οι συντηρητικοί να νοιάζονται αποκλειστικά για το τι μερίδιο από το Λίγο θα πάρει ο καθένας;

Παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση του παραλογισμού δεν είναι ακόμα αναπτυγμένη στη χώρα μας. Όποτε τη συναντάμε, πρέπει να την ενισχύουμε, ώστε και μέσα μας να ενισχυθεί η πεποίθηση ότι σε έναν τέτοιο τόπο το να ζεις στα τυφλά είναι σαν να φτύνεις στο πιάτο σου. Πάντως είναι καλό σημάδι που αυτή η εφημερίδα αντιστέκεται σθεναρά σε τούτη τη σκόπιμη τρέλλα. Της ευχόμαστε να αντέξει, να συνεχίσει να έχει μια φωνή που δεν θα βιάζεται να κραυγάσει.

* Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάσκει Φιλοσοφία του Πολιτισμού

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!