Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν χρεοκοπία της κυβερνητικής προπαγάνδας, αναζήτηση και λαϊκή διαθεσιμότητα. Του Δημήτρη Υφαντή
Τα γκάλοπ, πέρα από την καθιερωμένη αξιοποίησή τους ως μέσα χειραγώγησης, έχουν αποκτήσει βαρύνοντα ρόλο σε μια εκχυδαϊσμένη πολιτική αγορά. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός (κατε)στημένου παιχνιδιού, με κανονικότητα, προβλεπόμενη αναπαραγωγή στα ΜΜΕ και τον τελετουργικό σχολιασμό από «αμερόληπτους» αναλυτές και εναλλασσόμενους «κερδισμένους και χαμένους» κομματικούς εκπροσώπους.
Είναι ο κυριότερος λόγος που ο κόσμος, σε μεγάλα ποσοστά, κλείνει το τηλέφωνο ή βρίζοντας αρνείται να απαντήσει στις έρευνες. Οι ιθύνοντες της διαπλοκής έχουν κάθε λόγο να επιδίδονται στην υψηλή τέχνη διεύρυνσης και εκμετάλλευσης του κοινωνικού «κενού». Η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να εγκλωβίζεται στις προσθαφαιρέσεις μονάδων και δεκαδικών για την πολυπόθητη «πρωτιά».Τέτοια κριτήρια δεν απηχούν στοχεύσεις ανατροπής και διεξόδου. Αντιθέτως, η ουσιαστική ανάλυση των ευρημάτων με τους προφανείς περιορισμούς, μπορεί να φωτίσει και τις δυναμικές τάσεις και τις απαιτήσεις που αντίστοιχα προκύπτουν.
Τα δεδομένα
Στην «κινούμενη» ισορροπία μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ στον άξονα των εκλογικών τους ποσοστών, προβάλλει σαφής η κυβερνητική φθορά σε όλα τα επίπεδα. Στην εκλογική επιρροή λιγότερο. Όμως, προσωπικά, στο Σαμαρά ως «καταλληλότερο», στην παράσταση νίκης και στο δίδυμο Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητική επιλογή, η υποχώρηση είναι εμφανέστατη κατά 4 έως 6 μονάδες. Η εικόνα συνάδει με τα ποιοτικά στοιχεία της στάσης απέναντι στο Μνημόνιο, της γνώμης για την Ε.Ε. και το ευρώ και των προσδοκιών για ένα νέο γύρο αγώνων. Τα ποσοστά ξεπερνούν κατά πολύ ακόμη και αυτά του Σεπτέμβρη του 2012, όταν η εικόνα της τρικομματικής τότε, βρισκόταν στο χειρότερο σημείο της.
Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται πρώτος στην εκλογική προτίμηση, με οριακή μόνο άνοδο. Το κυριότερο που αναδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις της Pulse και της Public Issue από όπου αντλούμε τα στοιχεία, είναι πως η κυβερνητική φθορά διοχετεύεται προνομιακά όχι στην πολιτική πτέρυγα του αντι-Μνημονίου, που προνομιακά θέλει να εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στη γκρίζα ζώνη του «κανένα», των «αναποφάσιστων», της αποχής και του άκυρου/ λευκού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, καταγράφει και οριακές απώλειες προς την κατεύθυνση αυτή. Επιπόλαιες ερμηνείες εδώ δεν βοηθούν. Πολύ περισσότερο που τα καθεστωτικά ΜΜΕ έτσι ενορχηστρώνουν την επικοινωνιακή τους επίθεση απαξίωσης: «Δεν πείθετε», «είστε κολλημένοι», «θα έπρεπε να είστε δέκα μονάδες μπροστά».
Σιγά μη δεν άρπαζαν την ευκαιρία. Για το πολιτικό κατεστημένο δεν είναι μικρό αγκάθι η μονιμοποίηση της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ στο 30% εδώ και ένα χρόνο, εν μέσω πρωτοφανούς συκοφαντικού πολέμου. Όλα τούτα τα συσκοτίζει το επικοινωνιακό marketing και τα φώτα πέφτουν στη Χρυσή Αυγή. Ορίστε, λένε οι «έγκυροι», ποιος συγκεντρώνει τη δυσαρέσκεια. Δεν έχουν άδικο, ούτε η Αριστερά είναι άμοιρη ευθυνών, όσο δεν ξεκαθαρίζει οριστικά τη στάση απέναντι στο πολιτικό σύστημα, για τη διόγκωση της επιρροής του ναζιστικού μορφώματος.
Και οι προκλήσεις
Όμως, πλέον, τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Το καλοκαίρι ο γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, ο έμπιστος του πρωθυπουργού κ. Τάκης Μπαλτάκος, και τώρα η «φωνή» του Σκάι, ο κ. Μπάμπης Παπαδημητρίου, αμφότεροι πρόβαραν το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης Ν.Δ.-Χ.Α.! Να πώς οι δημοσκοπήσεις αποτελούν πλέον συστατικό παράγοντα των πολιτικών διεργασιών. Κι ένα σάπιο πολιτικό σύστημα, που απειλείται, δεν θα διστάσει να πειραματιστεί με τις πιο φρικώδεις τερατογενέσεις, που το ίδιο εξέθρεψε, προκειμένου να επιβιώσει. Σύμφωνα με την Public Issue το Μνημόνιο απορρίπτει το 76% (65% ένα χρόνο πριν), η κυβερνητική λύση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ χάνει 6%, που διοχετεύεται στην επιλογή «καμία», ο Σαμαράς χάνει επίσης 6%, που καταλήγει στον «κανένα». Η Ε.Ε. και το ευρώ συγκεντρώνουν 55% και 47% αντίστοιχα αρνητικές γνώμες, πάνω από δέκα μονάδες περισσότερο συγκριτικά με ένα χρόνο πριν. Είναι αναμφίβολο πως ο «κανένας» έχει και πρόσημο και περιεχόμενο αναζήτησης και προβληματισμού. Έχει εκφραστεί αυτό ανοιχτά σε ποικίλες μαζικές πρακτικές που έλαβαν και παλλαϊκά χαρακτηριστικά την τελευταία τριετία. Η ένταση και το βάθος της κυβερνητικής επίθεσης, μαζί με τη συσσώρευση των αδιεξόδων των μνημονίων συνηγορούν πως βρισκόμαστε ξανά σε μία κρίσιμη καμπή για την πλειοψηφική λαϊκή συμπεριφορά. Η δυναμική πολιτικών επιταχύνσεων είναι ξανά ορατή.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν αυτό το άρωμα κοινωνικής διαθεσιμότητας. Η Αριστερά, τα ηγετικά επιτελεία και το πλατύ δυναμικό της αντίστασης, έχουν ολοκάθαρες μπροστά τους τις προκλήσεις. Πλατιά λαϊκά και νεολαιίστικα στρώματα εξακολουθούν να εκδηλώνουν την εμπιστοσύνη τους στην Αριστερά. Και την προσμονή τους όμως. Αυτά δεν ήταν δεδομένα λίγους μήνες πριν, γι’ αυτό σήμερα μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο ανταπόκρισης στην ευθύνη, όχι της διαχείρισης της καταστροφής, αλλά της έκφρασης των βαθύτερων αναγκών και πόθων της κοινωνίας για μια ριζικά διαφορετική πορεία διεξόδου της χώρας.
Η αγχώδης αυτοεπιβεβαίωση, όταν επί της οθόνης η μπάρα του ποσοστού υπερβαίνει κατά τι τη γαλάζια της Ν.Δ., είναι αυτονόητο πως ουδεμία σχέση έχει με τα παραπάνω.