Υπάρχουν καλοντυμένες ηλιθιότητες,
όπως υπάρχουν και ηλίθιοι ντυμένοι στην τρίχα
Σαμφόρ
1. Στο περιβάλλον της προχωρημένης μετανεωτερικότητας, όπου η ιδεολογία ζει και βασιλεύει και τους ανθρώπους κυριεύει, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ, παράλληλα με την εξάρθρωση της γνήσιας υφής της λαϊκής υποκειμενικότητας, αδυνατεί να προκαλέσει την γνήσια εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων που αποτελούν τον πυρήνα της Δημοκρατίας.
Το πολιτικό προσωπικό των ελίτ που ηγείται σήμερα, μετριέται στην ικανότητα να «αλλάζει γήπεδο», να φαντάζεται και να εφευρίσκει νέες ευκαιρίες για σύγκρουση, μέσω όμως των οποίων επιτυγχάνεται πάντοτε η συναίνεση στα προκαθορισμένα σημεία εντός ενός δεδομένου πλαισίου. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας του εκλογικού σώματος, αλλά και εντός της ίδιας της πλειοψηφίας, των κομμάτων –ή τα ρεύματα– τεστάροντας συνεχώς τα αναχώματα του αντιπάλου, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τη ροή των εξερχόμενων ψήφων.
Η πολιτική, στο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό φιλελεύθερο καθεστώς, θεμελιώνεται στην αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων, χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής. Υπ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής σε αυτό το καθεστώς είναι η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. Αποτέλεσμα το δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής να λαμβάνει την εξής μορφή: να εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να αποφασίζουν για πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούν. Με απλά λόγια καλούνται να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία επικύρωσης ήδη προαποφασισμένων λύσεων ή επιλεγμένων με προσεκτικά κριτήρια εναλλακτικών προτάσεων, που όμως καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Ο εγκλωβισμός είναι απόλυτος και θανατηφόρος.
2. Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν μετατρέψει την πολιτική, ως κυβερνητικό φαινόμενο, σε διαχειριστικό μηχανισμό συναλλαγών μεταξύ εκπροσώπων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ποικίλων εταιρειών και επιχειρήσεων.
Η «Δημοκρατία της Αγοράς» επιβάλλοντας τους κανόνες του παιχνιδιού στον τρόπο της υλικής παραγωγής, καθιστά τους εκπροσώπους της δυτικότροπης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, απλούς επ’ αμοιβή διεκπεραιωτές των βουλήσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των οικονομικών συμφερόντων τους.
Αυτό που συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια σε ολόκληρη τη Δύση και συνεπώς στην Ελλάδα, είναι η μετάλλαξη της πολιτικής δράσης σε εργαλείο εξυπηρέτησης κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων υπερεθνικών επιχειρήσεων και ισχυρότατων ομάδων πελατειακών διασυνδέσεων. Οι λομπίστες (lobbyists) αποτελούν αναπόσπαστο δυναμικό κομμάτι των σημερινών δυτικών και δυτικότροπων δημοκρατιών επιβάλλοντας τη βούληση των συμφερόντων που εκπροσωπούν﮲ συνεργάζονται άριστα με τους εκλεγμένους εκπροσώπους των διαφόρων χωρών που τελικά θα πάρουν και τις αποφάσεις.
Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται απολύτως κατανοητό το ότι τα όποια ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν και δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Βρίσκονται απολύτως ενσωματωμένα στη λογική της διαχείρισης και της διαπλοκής (1).
Παράλληλα, με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων μηχανισμών χειραγώγησης, οι πολιτικοί αναπαράγουν διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος, ακροτελεύτια πράξη διαιώνισής του. Αυτό είναι το σημείο κλειδί που επιτρέπει στο σύστημα να αναπαράγεται. Και είναι κάτι που φαίνεται (;) ότι δεν κατανοούν όσοι συνεχώς και αδιαλείπτως ομιλούν για αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Από τη στιγμή που «γίνεσαι» πολιτικός (ειρήσθω εν παρόδω: δεν γεννιέσαι «πολιτικός», γίνεσαι όμως πολύ εύκολα!) «lasciate ogni speranza voi ch’intrate». Γίνεσαι μέλος της αγέλης, και το μόνο που απασχολεί το μυαλό σου είναι πως θα διατηρηθεί η θέση σου μέσα στο σύστημα. Το να μεταβληθούν οι συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος παραχωρώντας αυτή την κυριαρχική αρμοδιότητα σε άλλους αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως για τους «πολιτικούς», δεδομένου ότι επιβουλεύεται την αυτοσυντήρησή και την επιβίωσή τους!
3. Τα κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε υπέρμετρο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο την υλική αποκατάσταση ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ. Έχοντας απωλέσει την ικανότητά τους να προασπίζουν συλλογικά αιτήματα μεταλλάχθηκαν σε οργανισμούς προσοδοφόρων οικονομικών επιχειρήσεων. Δημιουργώντας «θεατρικότητα στην επικοινωνία» (2), αναπτύσσουν μια ακατάσχετη ρητορεία που επί της ουσίας πάντοτε ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν (3).
Καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού στα μέτρα τους, διαπληκτιζόμενα «θεατρικά» για ζητήματα που αυτά έχουν επιλέξει, και προτείνουν «λύσεις» το ένα έναντι του άλλου, που ουσιαστικά διαφοροποιούνται στο «φαίνεσθαι» και καθόλου στην ουσία.
Αδιαφορούν παντελώς για το τι πραγματικά χρειάζεται ο τόπος, αντιμαχόμενα ρητορικά για παραλείψεις του ενός ή του άλλου όταν ήταν στην κυβέρνηση. Αδυνατούν να χαράξουν εθνική στρατηγική και με βάση αυτήν να αντιμετωπίσουν κρίσεις χαμηλής ή υψηλής έντασης (4). Στελεχώνονται από πρόσωπα δίχως κοινωνική καταξίωση, δεδομένου ότι η απόλυτη πλειοψηφία τους αποτελείται από άτομα χωρίς στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία, γαλουχημένα στα κομματικά θερμοκήπια όπου ανθούν μόνον οι δολοπλοκίες και οι βυζαντινισμοί. Η έννοια της πολιτικής συρρικνώνεται στο πώς θα εξασφαλίσουν την εκλογή τους ή το προσωπικό τους συμφέρον.
Η συντελεσθείσα αποδόμηση του πόλου της λαϊκής υποκειμενικότητας συμπαρασύρει στην αποσύνθεση τις όποιες πολιτικές προτάσεις έχουν μέχρι σήμερα δει το φως της δημοσιότητας. Η κατάργηση του δημόσιου χώρου και ο ευτελισμός του καθετί που απλά αναφέρεται ως δημόσιο συμπαρασύρει ένα δικαιϊκό και πολιτικό πολιτισμό, ο οποίος παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματά του αποτελούσε ένα πρόχωμα στη κατακλυσμιαία επίθεση του αδηφάγου κεφαλαίου.
Συγχρόνως, ίσως το σημαντικότερο, συνεισφέρουν τα μέγιστα, στη μετάλλαξη του λαού σε κατακερματισμένη κοινή γνώμη, στο πέρασμα από την εξέγερση των μαζών στον ατομικό ναρκισσισμό, στη λατρεία του εφήμερου, στον ολοκληρωτισμό μιας ελευθερίας χωρίς ισότητα και χωρίς αδελφοσύνη. Τελικά στη δημιουργία ενός κατακερματισμένου ατόμου! (5)
Η ανασύνθεση του λαϊκού πόλου μπορεί να γίνει μόνο σε μία κατεύθυνση και με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε όξυνση τις αντιθέσεις του υπάρχοντος καθεστωτικού συστήματος
4. Πρωτεργάτες προς αυτή την κατεύθυνση, ναι πρωτεργάτες, ήταν τα λεγόμενα κόμματα της κεντροαριστεράς. Τα λεγόμενα κεντροαριστερά κόμματα όχι μόνο άνοιξαν την πόρτα στο νεοφιλελευθερισμό και παράλληλα και στον άκρατο δικαιωματισμό, αλλά ενστερνίσθηκαν και συμμετείχαν στη δημιουργία του βασικού «ατσάλινου» θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του ευρωπαϊκού μορφώματος.
Με τον όρο κεντροαριστερά (ή μετριοπαθή αριστερά) εννοούμε έναν πολιτικό χώρο που γεννήθηκε από τη συμμαχία των αριστερών κομμάτων με κόμματα του λεγόμενου κέντρου (;) που βασίζονται στις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, του εργατισμού, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του φιλελεύθερου σοσιαλισμού, του κοινωνικού φιλελευθερισμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και του δικαιωματισμού. Θα έλεγα και της πολιτικής ορθότητας με ό,τι αυτό σημαίνει…
Θεωρητικά πάντα, τα κόμματα αυτά υποστηρίζουν τη βελτίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και προωθούν κάποιο βαθμό κοινωνικής ισότητας που πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί μέσω της προώθησης των ίσων ευκαιριών. Η κεντροαριστερά αντιτίθεται σε ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και υποστηρίζει μέτρια μέτρα για τη μείωση του οικονομικού χάσματος, όπως προοδευτικό φόρο εισοδήματος, νόμους που απαγορεύουν την παιδική εργασία, νόμους για τον κατώτατο μισθό, νόμους που ρυθμίζουν τις συνθήκες εργασίας, περιορισμούς στις ώρες εργασίας και νόμους για τη διασφάλιση του δικαιώματος οργάνωσης των εργαζομένων. Στην Ευρώπη, η κεντροαριστερά περιλαμβάνει σοσιαλδημοκράτες, εργατικούς, πράσινους, τη χριστιανική αριστερά, και κοινωνικούς φιλελεύθερους.
Πέρα όμως από άκοπες θεωρητικές συζητήσεις, στην πράξη και στην ασκηθείσα πολιτική, από την δεκαετία του 1990, όλα τα κόμματα με αναφορά στη κεντροαριστερά που ήλθαν στην εξουσία ήταν οι πρωτεργάτες στην πλήρη εγκατάσταση της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης, και μάλλον συνεχίζουν να έχουν τις ίδιες απόψεις ακόμη και σήμερα.
Την περίοδο αυτή θεσμοθετήθηκε, με βάση τις συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ, ολόκληρο το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Στο πλαίσιο αυτό ενσωματώθηκαν, αναφορικά με την οικονομία, η λογική και οι αποφάνσεις που προκύπτουν από το νεοκλασικό οικονομικό υπόδειγμα (6) στις σύγχρονες εκδοχές του –Μονεταρισμός, Νέα Κλασική Μακροοικονομία, Νέα Συναίνεση– συν επιπλέον οι νεοφιλελεύθερες απόψεις περί ιδιωτικοποιήσεων των πάντων.
Αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο οι πολιτικές επιλογές των κομμάτων της κεντροαριστεράς (7) ακολούθησαν βήμα-βήμα όλες τις αποφάνσεις που προκύπταν από την υιοθέτηση του κυρίαρχου νεο-κλασικού οικονομικού υποδείγματος, και των αντιλήψεων της Νέας Δεξιάς τη δεκαετία του 1980, στην οποία πρωτοστάτησαν ο Ρέηγκαν και η Θάτσερ, που υποστήριξαν ότι το κράτος πρόνοιας αρνείται την ατομική ευθύνη, καταπνίγει τη δημιουργικότητα και περιορίζει την αποδοτικότητα.
Εγκαινιάστηκε έτσι μια περίοδος εξαέρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, απαρτίωσης του «κράτους πρόνοιας», αύξησης των ανισοτήτων με πρωτεργάτες τις κεντροαριστερές-σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Βρετανίας (Μπλερ), Γερμανίας (Σρέντερ), Ιταλίας (Ντ’ Αλέμα), Γαλλίας (Ολάντ) και Ελλάδας (Σημίτης, Γ. Παπανδρέου) (8). Οι αυξανόμενες ανισότητες της αγοράς δεν μειώνονται από κάποια σοβαρή αναδιανεμητική πολιτική.
Επίσης τα κεντροαριστερά κόμματα πρωτοστάτησαν στην υιοθέτηση και στην ακραία υποστήριξη όλων των πολιτιστικών προτύπων της μεταμοντέρνας μετανεωτερικότητας (9), με κύριο μοτίβο την αυτοπραγμάτωση του εαυτού με μοναδικό κριτήριο… τον εαυτό.
Σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο τίποτε δεν διέκρινε πλέον με σαφήνεια τη κεντροαριστερά από τη δεξιά, τουλάχιστον ως προς τις υπέρτατες αρχές, τις οποίες επικαλούνται τα δύο ρεύματα για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες υποστηρίζουν το ίδιο πλαίσιο θεμελιωδών ελευθεριών. Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν η συνεχής προσπάθεια αναδιοργάνωσης των κομματικών μηχανισμών, αλλά χωρίς καμία διαφορετική άποψη στους πολίτες. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν τους πολίτες να συνεχίσουν να προσανατολίζονται στο πολιτικό πεδίο, όπως προσανατολίζονται στο τηλεοπτικό πεδίο: άλλοτε αποβάλλουν τον αδύναμο κρίκο, και άλλοτε θα αποφασίζουν στην τύχη κάνοντας zapping. Οι συχνές πολιτικές εναλλαγές που προέκυψαν ήταν τυχαίες όσο η επιλογή ενός ψυχαγωγικού προγράμματος. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση επιτρέπονταν τα πάντα – αρκεί να αλλάζει η εκάστοτε ηγεσία. Τα επιχειρήματα περιορίζονταν στο αν ο ένας υποψήφιος είναι νέος και χαμογελαστός, ενώ ο άλλος πραγματικά ή υποθετικά γερασμένος.
5. Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν «ανασύνθεση της κεντροαριστεράς;», ενός όρου με πολύ συγκεκριμένη πολιτική πρακτική και ιστορική εμπειρία που συμβολίζει στο μυαλό των λαϊκών ανθρώπων εξαπάτηση, ψεύδος και συνεχείς κωλοτούμπες;
Μάλλον κάτι άλλο πρέπει να πάρει τη θέση του, και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την ανασύσταση της Λαϊκής Υποκειμενικότητας που έχει ριχτεί στα Τάρταρα από τις ενέργειες όλων αυτών των κομμάτων.
Μόνο η ανασύνθεση της λαϊκής υποκειμενικότητας στον ελληνικό χώρο μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν τα προβλήματά του αντιμετωπισθούν ως προβλήματα που γεννιούνται από τον ύστερο πολυεθνικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Στην ουσία, χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που γεννά η μετανεωτερικότητα και το εκτεχνικευμένο, εμπορευματοποιημένο σύμπαν του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η αδυναμία των λεγομένων εκφραστών των λαϊκών συμφερόντων να εκφράσουν πολιτικό λόγο συγκροτημένο, επιθετικό και συνάμα ενταγμένο σε ένα παρεμβατικό πλαίσιο μεταρρυθμιστικό της σημερινής τάξης πραγμάτων με συγκεκριμένο στόχο την υπέρβασή του, την καθιστά δέσμια του πολιτικού συστήματος που ήδη κατάρρευσε μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα αλλά και της συμπεριφοράς των λαϊκών στρωμάτων που αυτό προσδιόριζε.
Η κατάρρευση ενός συστήματος πολιτικής διαχείρισης που έχει κατά κόρον υποστεί έντονη και δριμεία κριτική δεν μπορεί σήμερα να ζητείται να διατηρηθεί με παρεμβατικές διορθωτικές κινήσεις, οι οποίες αναφέρονται σε εποχές περασμένες και ανύπαρκτες σήμερα. Αν συνεχιστούν αυτού του είδους οι παρεμβάσεις το επερχόμενο σύστημα, παρά τις διαδηλώσεις, την οργή και τα κινήματα, θα είναι σαφώς χειρότερο.
Μπορεί να ανατραπεί αυτή η πορεία που φαντάζει αναπότρεπτη; Εξαιρετικά δύσκολο για να μην πω σχεδόν αδύνατον. Όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Κανείς δεν γνωρίζει πόσο βάρος αντέχει μια πόρτα αν δεν την σπρώξεις με όλη σου τη δύναμη.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι η ανασύνθεση του λαϊκού πόλου μπορεί να γίνει μόνο σε μία κατεύθυνση και με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε όξυνση τις αντιθέσεις του υπάρχοντος καθεστωτικού συστήματος. Θα πρέπει να ενσκήψουμε πάλι στις κληρονομημένες εκδοχές της προοδευτικής ιδεολογίας όπου κατά καιρούς συναντήθηκαν κοινωνικές ελπίδες, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και λαϊκές προσδοκίες, δίνοντας ένα περιεχόμενο που κατά κάποιο τρόπο συνάδει με την εικόνα ενός καλύτερου κόσμου.
Όλες οι άλλες προσπάθειες είναι φανερό ότι καταλήγουν σε αδιέξοδη ενσωμάτωση με τις βουλήσεις των φορέων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας. Δηλαδή με τις βουλήσεις των πολιτικών δυνάμεων της καθεστωτικής Δύσης που υπηρετούν με τρόπο πλέον αηδιαστικό τα συμφέροντα των πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους φορείς της παγκοσμιοποίησης.
Παραπομπές
1) Ξαφνικά η λέξη διαπλοκή έπαψε να χρησιμοποιείται στον πολιτικό διάλογο. Ξεχάστηκαν όλες οι αναφορές και οι, έστω ρητορικές, συγκρούσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας 2000.
2) Γ. Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2000.
3) Λ. Κάνφορα, Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005.
4) Π. Κονδύλης, «Επίμετρο» στο Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1992.
5) Κ. Μελάς, Ο κατακερματισμός του υποκειμένου στον ύστερο καπιταλιστικό κόσμο. Ο αγοραίος ατομικός ηδονισμός, Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Νο 008, Ιανουάριος 2023,mag.frear.gr
6) Κ. Μελάς, Η φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων διαφέρει από τη Νεοκλασική προσέγγιση; www.kostasmelas.gr
7) Κ. Μελάς, Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκ
ατία: από την Πολιτική στη Νεοφιλελεύθερη Διαχείριση, www.kostasmelas.gr
8) Την ίδια πολιτική άσκησε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την περίοδο 2015-2019.
9) Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Το ανυπόφορο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017. Ειδικά το πρώτο μέρος.