Να μη συνηθίσουμε στην ιδέα ενός κράτους «ικανού και αποτελεσματικού» να ελέγχει, να επιβάλει, να καταστέλλει
Του Τάσου Βαρούνη
Η βία του κράτους απέναντι στους πρόσφυγες είναι εξοργιστική. Πρέπει να παραμείνουμε ως χώρα με τις φωτογραφίες των γιαγιάδων της Μυτιλήνης και όχι των ΜΑΤ που χτυπούν ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Όσο οι πρόσφυγες είναι απλώς «αντικείμενα διαχείρισης», τόσο θα γενικεύονται οι κάθε λογής «μηχανισμοί».
Δεν είναι, βέβαια, το ίδιο εάν θα οργανώνονται «προγράμματα» περίθαλψης και στήριξης ή αντιθέτως καταστολής και εγκλεισμού. Δεν είναι ίδιο το να περιμένεις στη σειρά ενός μαζικού εμβολιασμού και το να μπαίνεις στη βάρκα της «επαναπροώθησης» φορώντας χειροπέδες. Πάντως, και στις δυο περιπτώσεις, άνθρωπος δεν είσαι. Πόσο μπορούν να αντέξουν κοινωνίες γεμάτες με «μηχανισμούς» χωρίς να αυτοκαταστρέφονται; Και τι μπορεί να χτιστεί κοινωνικά, όσο η ανθρώπινη ζωή θα υποβαστάζεται και θα συντηρείται «τεχνικά» αντί να ξεδιπλώνεται;
Η βία απέναντι στους πρόσφυγες δεν είναι εξοργιστική μονάχα ως μια απάνθρωπη πράξη. Είναι και η ενδυνάμωση ενός κράτους «ικανού κι αποτελεσματικού» να ελέγχει, να επιβάλει, να καταστέλλει. Η αστυνόμευση ήρθε για να μείνει. Ξύλο και δακρυγόνα στα νησιά. Σε τέτοιες «εικόνες» καλούμαστε να συνηθίσουμε. Το τοπίο του Αιγαίου, αφού πρώτα έγινε υγρός τάφος, τώρα μετατρέπεται σε πεδίο για ΝΑΤΟϊκές φρεγάτες. Ο «μπάτσος του χωριού» δίνει τη θέση του σε διμοιρίες ρόμποκοπ από τη Γαλλία. Χωρίς πολλά-πολλά. Τα «συμφωνηθέντα» θα επιβάλλονται. Δεν υπάρχει ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος για «συζήτηση». Οι αποφάσεις θα έχουν κι αυτές το χαρακτήρα του έκτακτου κι εδώ δεν χωρά καμιά δημοκρατία. Είναι για κλάματα ότι αυτή η κυβέρνηση κατάργησε τα κάγκελα από την Πλατεία Συντάγματος και τώρα ούτε καν την… καταστολή δεν θα έχει στην αρμοδιότητά της. Μεταμοντέρνοι «Τσολάκογλου».
Δεν είναι απίθανο οι σύγχρονοι της «γης οι κολασμένοι» ν’ αρχίζουν να διεκδικούν λίγη από την «τύχη» μας να έχουμε ένα πιάτο φαΐ (οι περισσότεροι). Ούτε να ξεφυτρώσουν μισαλλόδοξες αντιλήψεις μέσα στη μάχη τους για το «στοιχειώδες». Ίσως ν’ αναπτυχθούν και φαινόμενα βίας και κανιβαλισμού ανάμεσα στους πρόσφυγες. Και σίγουρα μέσα στις μάζες των «έγκλειστων» ή των «περιφερόμενων» είναι ευκολότερο να δουλέψουν και να δουλευτούν φανατικοί πυρήνες. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους η Ελλάδα είναι, έτσι κι αλλιώς, μια φυλακή (αφού δεν ήρθαν για να μείνουν). Πόσο μάλλον τα στρατόπεδά της. Και ακόμα παραπάνω, όταν το ελληνικό κράτος θα παραχωρεί (ως συνήθως) γη και ύδωρ σε κάθε πολεμική εκστρατεία των μεγάλων παικτών στη Μέση Ανατολή. Απέναντι στην ισλαμοφοβία και τον ρατσισμό που θα οργανωθεί με κάθε μέσο από την εξουσία, η απάντηση δεν είναι «δεν υπάρχει πρόβλημα». Όπως ισχύει το «χρυσαυγίτης δε γεννιέσαι, γίνεσαι» το ίδιο ισχύει και για τους Τζιχαντιστές. Όταν, λοιπόν, οι πρόσφυγες εξεγερθούν -με τον τρόπο που θα «αποφασίσουν ή που θα τους «απομένει»;- ενάντια στη μοίρα τους, τότε θα γίνει πιο δύσκολο το «welcome» και το (πολιτικά) ανεύθυνο, αν όχι ύποπτο «Καλώς τους»…
Όποιος αντιδρά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι ρατσιστής ή φασίστας. Αξίζει το χλευασμό μας το «μέλος» του ΣΥΡΙΖΑ που στηρίζει τις αποφάσεις της κυβέρνησης και ας συμμετέχει στην «αλληλεγγύη» και όχι ο κάτοικος του νησιού που βλέπει να απειλείται η υπόσταση του τόπου του. Η κυβέρνηση είναι αυτή που στρώνει το έδαφος στις πιο κλασικές ακροδεξιές αντιλήψεις και δυνάμεις, πέραν του ότι η ίδια τις υλοποιεί πάντα με πρωτότυπα… ευρωπαϊκά διαφωτιστικά ιδεώδη. Θα προκύψουν -συν θα κατασκευαστούν- διάφορα δίπολα που δεν ξεπερνιούνται με ευκολίες: «Είσαι με τον τουρισμό ή με τους πρόσφυγες»; «Αυτοί δεν έχουν να φάνε, η βρόμικη πλατεία σε μάρανε»; «Φοβάσαι να κυκλοφορήσεις το βράδυ»; κ.ο.κ.
Γι’ αυτό μαζί με την καθημερινή προσπάθεια και στάση «να μη φαγωθούμε μεταξύ μας», να απομονωθεί κάθε ρατσιστική συμπεριφορά, να αυτοοργανωθεί η κοινωνία, να «ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» χρειάζονται πολιτικοί στόχοι. Χωρίς αυτούς οι ενότητες που χρειαζόμαστε θα κατακερματίζονται στη «σκοπιά του καθενός». Και οι «μεγάλοι», ως συνήθως, θα χασκογελούν από ψηλά.
Φωτογραφία : Μάριος Λώλος