Από τη στήλη Όσα θάφτηκαν*
Μετάφραση: Eυτυχία. Μία ανάρτηση με τίτλο Κι αυτή η νύχτα μένει, του μπλόγκερ Old boy (Old-boy.blogspot.gr) αποδίδει βιωματικά όσα έχουν θαφτεί κάτω από την μιντιακή φαντασμαγορία της… «γιορτής του ποδοσφαίρου». Την αύρα της μέθεξης, την ίδια τη γιορτή δηλαδή! Η ανάγνωση του έξοχου κειμένου παραπέμπει συνειρμικά στα Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου του Εντουάρντο Γκαλεάνο, έκδοση του 1998. Αριστερός, αιρετικός, πολυδιαβασμένος και στη χώρα μας (Μνήμες φωτιάς, Ο κόσμος ανάποδα, ορισμένοι εμβληματικοί τίτλοι), εξομολογείται στο κεφάλαιο Το τέλος του αγώνα, τις πηγές έμπνευσης του βιβλίου:
«…Ένας δημοσιογράφος ρώτησε τη Γερμανίδα θεολόγο, Ντόροτι Σέλε: – Πώς θα εξηγούσατε σε ένα παιδί τι σημαίνει ευτυχία; – Δεν θα του εξηγούσα, απάντησε, θα του έδινα μια μπάλα για να παίζει.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο κάνει ό,τι μπορεί για να ευνουχίσει αυτή την ενέργεια της ευτυχίας, αλλά αυτή παρά τα εμπόδια επιβιώνει. Κι ίσως γι’ αυτό συμβαίνει το ποδόσφαιρο να είναι πάντα εκπληκτικό… Εκεί που κανείς δεν το περιμένει ξεπηδάει το αδύνατο, ο νάνος δίνει ένα μάθημα στο γίγαντα, ο καχεκτικός στραβοκάνης μαύρος αφήνει άναυδο τον αθληταρά με το καλοφτιαγμένο, σαν ελληνικό γλυπτό, σώμα. Υπάρχει κι ένα εκπληκτικό κενό: Η επίσημη Ιστορία αγνοεί το ποδόσφαιρο. Τα κείμενα σύγχρονης Ιστορίας δεν το αναφέρουν, ούτε καν σαν επεισόδιο, σε χώρες όπου το ποδόσφαιρο ήταν, και συνεχίζει να είναι, πρωταρχικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας. Παίζω, άρα υπάρχω. Το στυλ του παιχνιδιού αντιστοιχεί σε έναν τρόπο ζωής, που αποκαλύπτει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της κάθε κοινωνίας… Πάνε πολλά χρόνια που το ποδόσφαιρο παίζεται με διαφορετικούς τρόπους οι οποίοι αποτελούν διαφορετικές εκφράσεις της προσωπικότητας κάθε λαού, η διάσωση των οποίων, στις μέρες μας, είναι αναγκαία όσο ποτέ. Ποτέ ώς τώρα ο κόσμος δεν ήταν τόσο άνισος, ως προς τις ευκαιρίες που προσφέρει και τόσο εξισωτικός στις συνήθειες που επιβάλλει. Στην εποχή μας, στο τέλος αυτού του αιώνα, όποιος δεν πεθαίνει από την πείνα πεθαίνει από την πλήξη…
Γράφοντας επρόκειτο να κάνω με τα χέρια αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω με τα πόδια: αδιόρθωτος αδέξιος, ντροπή των γηπέδων, δεν είχα άλλη λύση από το να ζητήσω από τις λέξεις αυτό που μου είχε αρνηθεί η τόσο προσφιλής μου μπάλα… Από αυτή την πρόκληση κι αυτή την ανάγκη εξορκισμού γεννήθηκε αυτό το βιβλίο… Εγώ μένω με αυτή τη μελαγχολία που όλοι αισθανόμαστε μετά το τέλος της ερωτικής πράξης και του αγώνα». (Μοντεβιδέο, καλοκαίρι του 1995).
Το επόμενο Σαββατοκύριακο, του μεγάλου Τελικού, μία ακόμη δόση από Εντουάρντο Γκαλεάνο… προβλέπεται.
Θητεία Τυμβωρύχου «εκτελεί» η σειρά του ’69