του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας δημιουργός που ως τις μέρες μας εξακολουθεί να προκαλεί όχι μόνο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά και το ευρύτερο καλλιτεχνικό, με κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Επανεκδίδονται τα έργα του, ενώ πολλές είναι οι μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Διαβάζουμε σχετικά ότι η «Φόνισσα» κατέχει και τη μερίδα του λέοντος στις μεταφράσεις του στο εξωτερικό. Έχει μεταφραστεί στ’ αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικὰ και τα ιταλικά, αλλά και στα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα καταλανικά, τα δανέζικα… Γενικότερα, για τα πεζογραφήματα του Παπαδιαμάντη στο σχετικό αρχείο του (καταργηθέντος το 2014) ΕΚΕΒΙ, αναφέρονται 41 ξένες εκδόσεις, για το διάστημα 1968-2009.
Αναμφίβολα, αποτελεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έναν κλασικό νεοέλληνα συγγραφέα, με ιδιαίτερο ήθος και ύφος.
Η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Ο Παπαδιαμάντης στην εποχή του. Φυλλομετρώντας τα τεκμήρια αλλιώς», Gutenberg, Αθήνα 2014, σημειώνει: «Δεν επέλεξε, εξάλλου, ποτέ τον ρόλο του συγγραφέα των θεσμών και των διακρίσεων. Δεν μετείχε σε διαγωνισμούς, δεν ζήτησε την προστασία παλαιοτέρων συναδέλφων του, δεν αφιέρωσε σε κανέναν μυθιστόρημα ή διήγημά του, προσπάθησε, αλλά μάλλον δεν είχε τον χρόνο και την ικανότητα, να εκδώσει βιβλίο, δεν διεκδίκησε βραβεία (παρασημοφορήθηκε σε μια ομαδική απονομή την προηγουμένη του θανάτου του), και δεν μετήλθε στρατηγικές για να κατασκευάσει το λογοτεχνικό του status».
Από τα πεζογραφήματά του (μυθιστορήματα 3, νουβέλες 4, διηγήματα περίπου 170), επιλέξαμε το μυθιστόρημα «Γυφτοπούλα» 1884, τη νουβέλα «Φόνισσα» 1903 και το διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» 1892.
***
Η «Γυφτοπούλα» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη (21.4-11.10.1884). Στην πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματος (2012) στην Εστία, στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
«Η δράση τοποθετείται στη Λακωνική κατά τις παραμονές της Άλωσης της Πόλης και έχει ως πυρήνα της τον έρωτα της Αϊμάς και του Μάχτου. Το κεντρικό ωστόσο πρόσωπο του έργου είναι ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο μεγάλος εθνικός φιλόσοφος του ΙΕ’ αιώνα […] Το έργο πολύ περισσότερο από θρηνωδία για την Άλωση είναι, παραδόξως, ύμνος για το αρχαίο κάλλος».
Ένα δείγμα γραφής:
«Ὅσον ἄπειρος τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καὶ ἂν ἦτο ὁ Μάχτος, τῷ ἐφαίνετο, ὅτι τὰ πράγματα ἅτινα ἔβλεπε καὶ ἤκουε δὲν ἦσαν συνήθη, καὶ μυστήριόν τι ἐκρύπτετο ὄπισθεν τοῦ προσωπείου, ὅπερ ἐφόρει ὁ ξένος. Ὁ Μάχτος ἐβασάνιζεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν τὴν κεφαλήν του καὶ τὴν φαντασίαν του, προσπαθῶν νὰ διΐδῃ τι ἐν μέσῳ τοῦ σκότους, τοῦ ἐκτεινομένου πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. Εἰς μάτην. Οὐδὲν κατώρθου νὰ μαντεύσῃ. Μόλις τῷ ἐφαίνετο ὅτι ἔλαμπε φωτεινή τις ἀκτὶς εἰς τὴν ὄψιν του, καὶ πάραυτα τὸ σκότος ἐπυκνοῦτο καὶ καθίστατο δεινότερον».
Η «Φόνισσα» δημοσιεύθηκε στα Παναθήναια σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Η πλοκή εκτυλίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα.
Ηρωίδα του έργου είναι η Χαδούλα, χήρα Ιωάννου Φράγκου-Φραγκογιαννού, που καταπιεσμένη από την ανδροκρατούμενη κοινωνία, επαναστατεί φονεύοντας τα μικρά κορίτσια για να τα γλιτώσει. Όπως παρατηρεί ο Λίνος Πολίτης «Η “Φόνισσα” είναι ένα δυνατό έργο ψυχογραφικό· η γυναίκα αυτή με την αβυσσαλέα ψυχολογία, που τοποθετείται έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, είναι ένα πρόσωπο αινιγματικό και ολότελα ξένο από τους αφελείς (πονηρούς πολλές φορές, αλλά καλόκαρδους πάντα) νησιώτες που γεμίζουν τα άλλα του διηγήματα».
«Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ’ είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν· είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ’ ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον».
Το διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1892. Αναφέρεται στην προσπάθεια του ιερέα και λίγων συντοπιτών του να ταξιδέψουν την παραμονή των Χριστουγέννων με καράβι, παρά τον άσχημο καιρό, στο Κάστρο της Σκιάθου για να σώσουν δυο συγχωριανούς τους που είχαν αποκλειστεί από το χιόνι. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει την επιχείρηση διάσωσης, τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία και το γλέντι που ακολούθησε.
«Ἔμειναν σύμφωνοι νὰ ἔλθῃ ὁ λεμβοῦχος νὰ τοὺς δώσῃ εἴδησιν εἰς τὰς τρεῖς, διὰ νὰ ἑτοιμασθοῦν, καὶ εἰς τὰς τέσσαρας νὰ ἐκκινήσωσιν. Ὁ παπα-Φραγκούλης διέταξε νὰ τεθῶσιν εἰς σάκκους αἱ προσφοραὶ ὅσας εἶχε, καί τινα δίπυρα, καὶ εἰς δύο μεγάλα κλειδοπινάκια ἔθεσεν ἐλαίας καὶ χαβιάρι. Ἐγέμισε δύο ἑπταοκάδους φλάσκας μὲ οἶνον ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν του. Ἐτύλιξεν εἰς χαρτία δύο ἢ τρία ξηροχτάποδα, καὶ μικρὸν κυτίον τὸ ἐγέμισεν ἰσχάδας καὶ μεγαλόρραγας σταφίδας. Τὰ δύο παπαδοκόριτσα, μὲ τὰ παράπονα καὶ τοὺς γογγυσμούς της ἡ μία, μὲ τοὺς κρυφίους γέλωτας καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς τοῦ ταξιδίου ἡ ἄλλη, ἔβρασαν ὅσα αὐγὰ εἶχαν, ἕως τέσσαρας δωδεκάδας, καὶ τὰ ἔθεσαν εἰς τὸν πάτον ἑνὸς καλαθίου, τὸ ὁποῖον ἀπεγέμισαν εἶτα μὲ δύο πρόσφορα τυλιγμένα εἰς ὀθόνας, μὲ κηρία καὶ μὲ λίβανον. Προσέτι ὁ παπα-Φραγκούλης εἶχε παρακαλέσει τὸν μπαρμπα-Στεφανὴν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ σπίτια δύο ἐμποροπλοιάρχων φίλων του, ἐκ τῶν παραχειμαζόντων μὲ τὰ πλοῖά των εἰς τὸν λιμένα, νὰ τοὺς παρακαλέσῃ ἐκ μέρους του νὰ τοῦ στείλουν, ἂν τοὺς εὑρίσκετο, ὀλίγον κρέας σαλάδο*, ἐξ ἐκείνου τὸ ὁποῖον μαγειρεύουν εἰς τὰ πλοῖα τὰ ἐκτελοῦντα μακροὺς πλοῦς. Ἐκεῖνοι φιλοτιμηθέντες ἔστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, ἕως πέντε ὀκάδας τὰ δύο».
***
Ο M. Z. Κοπιδάκης, που τον είχα συναντήσει στα φοιτητικά μου χρόνια στο ΑΠΘ, στο εξαίρετο έργο του «Εν λόγω ελληνικώ…» (Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003), γράφει για τον Παπαδιαμάντη: «Ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία με περιπετειώδη ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά εγκαίρως στράφηκε προς το «ρεαλιστικόν» διήγημα, όπου και διέπρεψε. Η στροφή αυτή οφείλεται στην ευτυχή συγκυρία περιρρέουσας ατμόσφαιρας και εσωτερικής παρόρμησης. Η προκήρυξη από την Εστία στα 1883 του διαγωνισμού για το «ελληνικόν διήγημα» που θα έτερπε, θα δίδασκε και θα εξήγειρε το αίσθημα της προς τα πάτρια αγάπης, […] ενεθάρρυνε τους νέους διηγηματογράφους να ασχοληθούν με θέματα από τον λαϊκό βίο και πολιτισμό. Ο αποφασιστικός ωστόσο παράγοντας για τη στροφή στάθηκε η ανάγκη του συγγραφέα, που ένιωθε εγκλωβισμένος μέσα στην αποπνικτική αστική ζωή της Αθήνας, να ξαναβρεί τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, να αναζητήσει μέσα από λυρικές αναδρομές τον χαμένο χρόνο της αθωότητας».
Στην επόμενη ενότητα θα παρουσιάσουμε το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής