Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

Σώμα με Σώμα, είναι ο τίτλος της νέας ταινίας του 60χρονου Ζακ Οντιάρ, τρία χρόνια μετά τον συγκλονιστικό Προφήτη.

Ο άνεργος Βέλγος Αλί πηγαίνει με τον 5χρονο γιο του στον Νότο της Γαλλίας και βρίσκει δουλειά πορτιέρη σε ένα μπαρ, όπου κάποιο βράδυ γρονθοκοπείται μια κοπέλα, η Στεφανί, που είναι εκπαιδεύτρια φαλαινών. Όταν, μετά από τραγικό ατύχημα, ακρωτηριάζεται και στα δυο της πόδια, η Στεφανί προσφεύγει στο ρωμαλέο Αλί. Μεταξύ τους, αναπτύσσεται μια σχέση αλληλοϋποστήριξης, που εξελίσσεται σε σαρκική έλξη, δίνοντας αφορμή στον σκηνοθέτη να θίξει και το θέμα-ταμπού της σεξουαλικότητας των ανάπηρων. Ο Αλί, όμως, μπλέκεται σε κυκλώματα του υποκόσμου, συμμετέχοντας σε παράνομους αγώνες μποξ. Ο βιωμένος πόνος των δύο βασανισμένων ψυχών ενσωματώνεται στο πετσί τους. Η σακατεμένη Στεφανί αποδέχεται την κατάστασή της, ενώ ο Αλί καταντάει σάκος του μποξ, σε σκηνές φοβερής βίας.
Σκουριά και κόκαλα είναι κατά λέξη ο γαλλικός τίτλος της ταινίας, και ο Οντιάρ, σκηνοθέτης που δημιουργεί κινηματογραφημένα πορτραίτα ανθρώπινων σχέσεων, που μυρίζουν σάρκα και αίμα, προσπαθεί να αναδείξει, μέσα από λούμπεν καταστάσεις, αυτή την περίεργη χημεία που δένει με πάθος τους ανθρώπους. Η ταξική τους διαστρωμάτωση, κοινωνικό σχόλιο για την αυξανόμενη εξαθλίωση του προλεταριάτου, εκδηλώνεται και με την ομιλούσα γαλλική αργκό.
Ο Ματιάς Σενέρντς ενσαρκώνει πειστικά τον επιπόλαιο και γεροδεμένο Αλί, ενώ τα σκήπτρα κρατά η Μαριόν Κοτιγιάρ, που ταυτίζεται με την σακατεμένη Στεφανί.
Η εμπεριστατωμένη σκηνοθεσία, σε ατμόσφαιρα ιμπρεσιονιστικού ρεαλισμού, τονίζει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των πληγωμένων χαρακτήρων. Τα κοντινά και κοφτά πλάνα, σε ποικιλία γωνιών λήψης, συραμμένα με γρήγορο μοντάζ, μεταφέρουν τη νευρικότητα και την ένταση των προσώπων. Τα ανετάριστα πλάνα μαρτυρούν τη σύγχυση, ενώ οι μελετημένοι φωτισμοί και ιδιαίτερα ο τρόπος που το φως του ήλιου μπαίνει στην κάμερα, προσδίδουν αισιοδοξία.
Η χρήση δυνατών ήχων και η αιφνίδια διακοπή τους τονίζουν τη σωματική αίσθηση, ενώ οι δυνατές ανάσες, συμπληρώνουν τα ζωώδη ένστικτα.
Σημαντική είναι και η ενορχήστρωση της πρωτότυπης μουσικής του Αλεξάντρ Ντεπλά, μόνιμου συνεργάτη του σκηνοθέτη, με μια εμπνευσμένη ποικιλία μουσικών οργάνων, προσαρμοσμένη στα συναισθήματα συγκεκριμένων στιγμών. Το ηλεκτρικό μπάσο αντανακλά τη σκληρότητα, ένα ξύλινο πνευστό υπογραμμίζει ένα χάδι, ενώ ένα σχήμα από χάλκινα πνευστά, σε δοξαστικούς τόνους, δημιουργεί μια αισιόδοξη τροπή, με τη θλίψη και την ανασφάλεια να τονίζονται από έγχορδα. Παράλληλα, κάποιες σκηνές ανάτασης ή ακόμα και σκληρής μάχης, πλαισιώνονται από ποπ-ροκ τραγούδια, όπως το κοντινό πλάνο σε αργή κίνηση σε ένα δόντι που πέφτει ξεριζωμένο στο πάτωμα, από βίαιο ξυλοδαρμό.
Την προσεγμένη σκηνοθεσία, όμως, ζημιώνει η τροπή του σεναρίου, που συνθλίβει συγκινησιακά τον θεατή, με μια τάση υπερβολής. Αντίθετα, στον Προφήτη, η συγκρατημένη και υπόκωφη βιαιότητα του εγκλεισμού που διαμορφώνει τον ψυχισμό του χαρακτήρα, αποδίδεται σοφά και απέριττα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!