Η δρομολόγηση της συμβολικής και πραγματικής πορείας προς μία εθνική σύνταξη ίση με το επίδομα ανεργίας

Των Δημήτρη Περπατάρη  και Χρήστου Βουρλιώτη *

 

Η νέα ελληνική πρόταση όπως αποτυπώνεται στο κείμενο του υπουργού Εργασίας, Γ. Κατρούγκαλου, προς τους δανειστές που αφορά το Ασφαλιστικό, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων του ασφαλιστικού συστήματος που έρχεται να πλήξει το ήδη βεβαρυμμένο εργασιακό και ασφαλιστικό/συνταξιοδοτικό καθεστώς των ημερών μας. Επί της ουσίας, η πρόταση προς του δανειστές θέτει επί τάπητος με τρόπο άμεσο και δραστικό: α) την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, β) την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και γ) τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων.

Σύμφωνα με την πρόταση προβλέπεται ότι οι συντάξεις που θα κανονιστούν από 01/01/2016 θα υπολογίζονται με βάση το μέσο όρο αποδοχών του εργαζομένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου και όχι βάσει της καλύτερης οικονομικά πενταετίας, εντός της τελευταίας δεκαετίας, πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης που προέβλεπε έως και σήμερα το μεγαλύτερο ασφαλιστικό ταμείο της χώρας, το ΙΚΑ. Σε αντίθεση με τα μέχρι 31/12/2015 ισχύοντα, το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης ενός υποψήφιου συνταξιούχου θα ανέρχεται στο 50%-60%, ενώ το ποσοστό αυτό άγγιζε πολύ συχνά το 80% έως και το τέλος του προηγούμενου χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπει η ελληνική πρόταση για τα πρώτα 15 χρόνια ασφάλισης είναι της τάξεως του 0,8%. Από 15 χρόνια έως 18 είναι 0,92%, από 18 μέχρι 21 χρόνια, 1,04%, από 21 έως 24 χρόνια 1,16%, από 24 έως 27 1,29%, από 27 έως 30 1,42% και φτάνει στο 2% για τα 39 έως 42 ή και περισσότερα χρόνια.

Παράλληλα, η πρόταση κάνει λόγο για επανυπολογισμό όλων των συντάξεων που χορηγούνται σήμερα στη χώρα, σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Ο επανυπολογισμός αυτός, που πάντως είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο μπορεί να διενεργηθεί χρονικά άμεσα στο σύνολο των συνταξιούχων της χώρας, θα προσδώσει ασφαλώς μικρότερα ποσά συντάξεων, τα οποία προτείνεται να συμπληρώνονται έως και την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο από ένα «προνοιακό επίδομα», εν είδει προσωπικής διαφοράς. Η προσωπική αυτή διαφορά θα αντιστοιχεί στο ποσό εκείνο της σύνταξης που ελάμβανε ο συνταξιούχος πριν την 01/01/2016 και περικόπτεται με τον νέο τρόπο υπολογισμού και το οποίο θα καταβάλλεται στο συνταξιούχο έως και την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο.

Συνεχίζοντας στο ίδιο πνεύμα περικοπών, η πρόταση νομοθετικής ρύθμισης του ασφαλιστικού επιβεβαιώνει την περικοπή του ΕΚΑΣ από την 1/1/2016 και το οποίο θα βαίνει προς την πλήρη κατάργησή του από την 01/01/2020, ενώ ακόμη και η θέσπιση της νέας «εθνικής» σύνταξης που θα καταβαλλόταν σε κάθε συνταξιούχο που έχει συμπληρώσει τα ελάχιστα έτη ασφάλισης και είναι τουλάχιστον 67 ετών άνευ τινών άλλων προϋποθέσεων, φαίνεται να διαψεύδεται. Συγκεκριμένα, η εθνική σύνταξη θα καταβάλλεται σε όλους, όσους διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του 67ου έτους της ηλικίας τους ή του έτους της ηλικίας τους στο οποίο, κατά τις οικείες διατάξεις, θεμελιώνουν δικαίωμα, ενώ το ποσό της εθνικής σύνταξης θα μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου και του 67ου έτους της ηλικίας. Την ίδια μείωση θα υφίσταται το ποσό της εθνικής συντάξεως στις περιπτώσεις εκείνες που ο ασφαλισμένος θα συνταξιοδοτείται με μειωμένη σύνταξη. Η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης ή 6% κατ’ έτος.

Τέλος, αναφορικά με τις επικουρικές συντάξεις η νέα πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης προβλέπει ότι η επικουρική σύνταξη των ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑ θα καθορίζεται ως εξής:

Για τους ασφαλισμένους από την 01/01/2014 και εφεξής, το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης θα διαμορφώνεται με βάση: α) τα δημογραφικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε εγκεκριμένους αναλογιστικούς πίνακες θνησιμότητας και β) το πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο θα προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων. Πρακτικά όμως, για τους ασφαλισμένους μέχρι 31/12/2013, το ποσό της επικουρικής σύνταξης θα αποτελείται από το άθροισμα των τμημάτων:

Α) Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31/12/2014 θα υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί σε 0,45% υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών εκάστου ασφαλισμένου, όπως αυτές υπολογίζονται και για την έκδοση της κύριας σύνταξης,

Β) το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1/1/2015 και εφεξής θα υπολογίζεται σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους ασφαλισμένους από το 2014 και μετά. Ουσιαστικά, δηλαδή, με τη ρήτρα πλέον «βιωσιμότητας» που έρχεται να αντικαταστήσει την αντισυνταγματική σύμφωνα με το ΣτΕ, ρήτρα «μηδενικού ελλείμματος» των ασφαλιστικών ταμείων, θα οδηγηθούμε πολύ σύντομα σε μείωση και των επικουρικών συντάξεων.

Συνοψίζοντας: Πρόκειται, δυστυχώς, για μια δρομολόγηση περικοπών (τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις), με ποσοτική συμπίεση των ποσοστών αναπλήρωσης, ενοποίηση προς τα κάτω του ύψους των συντάξεων, στην λογική του ενός Ασφαλιστικού Ταμείου για όλους – περικοπές σε όλους και αύξηση εισφορών ανεξαρτήτως νομικού μοντέλου απασχόλησης. Και όλα αυτά στο όνομα της σωτηρίας του ενός πλέον Ασφαλιστικού Ταμείου υπό το καθοριστικό βάρος της ρήτρας βιωσιμότητας.

 

* Οι Δημήτρης Περπατάρης και Χρήστος Βουρλιώτης είναι δικηγόροι-εργατολόγοι

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!