Αρχική πολιτισμός Άγρια ξημερώματα στη Βίλα Λαγκάρντ

Άγρια ξημερώματα στη Βίλα Λαγκάρντ


Του Μάκη Μαλαφέκα

Πάντσο Βίλα, Βίλα
Γαλήνη, Βίλα
Σαρτζετάκη, Ράντζο
Μητσοτάκη κον
κουαράντα καμπινέδε
τρων και πίνουν οι
μπινέδε, που στο λαιμό
να τους κάτσει κι ε
στους ιατρούς να τα
φάνε!..

                          Χάρρυ Κλυνν, 1987

Έξι και τέταρτο το πρωί. Μια αποπνιχτική μπόχα Chanel Νo5 αναδύεται από τις επίχρυσες ταπετσαρίες του νοτιοανατολικού ημιωρόφου καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες του χαράματος παλεύουν να διαπεράσουν τις πένθιμα ριχτές, βαριές βελούδινες κουρτίνες. Δεκάδες άδειες φιάλες σαμπάνιας Veuve Clicquot σε κάθε γωνία της έπαυλης, καθώς και χύμα πάνω στο βερνικωμένο παρκέ. Σε ένα ρωμαϊκό ανάκλιντρο κάθεται ανέκφραστη μια ντεμακιγιαρισμένη από το ολονύχτιο γλέντι κυρία κάποιας ηλικίας με χαλαρωμένη βραδυνή τουαλέτα. Γνωστός ψαρομάλλης άνκορμαν την πλησιάζει ενώ από μακρινό γραμμόφωνο ακούγονται αμυδρά πόλκες του Μεσοπολέμου. Κοντοστέκεται, την κοιτάζει, κάθεται δίπλα της ανήσυχος και της αγγίζει τους ώμους. «Μα εσύ τρέμεις… Τι συμβαίνει Όλγκα;..
– Μη λες ονόματα σου ’χω πει…
– Γιατί, τι έχουμε να φοβηθούμε;… Στο κάτω-κάτω το κτίριο είναι ασφαλές.
– Έτσι νομίζεις! Δεν ξέρω πια. Τα έχω χαμένα… Κι έχω και την εντύπωση ότι όλοι έχουν φύγει… Κάνει κρύο εδώ μέσα…
– Μα τι λες χρυσή μου, δίπλα είναι και χαρτοπαίζουν. Και πάνω ο χορός συνεχίζεται. Να, κοίτα…». Αρπάζει ένα άδειο μπουκάλι απ’ το πάτωμα και το πετάει με δύναμη στη διπλανή αίθουσα. «Ε! Είναι κανείς εκεί;!», φωνάζει.
Η βαθυπράσινη φιάλη προσγειώνεται πάνω σε μια στρογγυλή τσόχα. Το παιχνίδι όμως δείχνει να έχει σταματήσει: σκόρπια τραπουλόχαρτα, μάρκες, και ελβετικά φράγκα εδώ κι εκεί, και δυο μικρά βουναλάκια από ζάχαρη (άχνη;) κατ’ ευθείαν πάνω στο ύφασμα. Δίπλα σε κάθε χουφτιά, ένα πλαστικό καλαμάκι με τη μία άκρη τετραγωνισμένη σε στυλ «στικάκι». Στεντόρεια αντρική φωνή ακούγεται από μια πολυθρόνα: «Τι θα γίνει επιτέλους με τους θυρωρούς; Πολύ θόρυβο κάνουν…
– Ασ’ τους μωρέ, είναι κι αυτοί αγχωμένοι μ’ όλα αυτά που γίνονται», απαντάει άλλη φωνή, κολεγιακή και κατά πολύ λεπτότερη.
– Δεν κατάλαβα, τι γίνεται δηλαδή; Επειδή έχουν βγει στη φόρα δυο-τρεις μαλακίες θα πρέπει να «ανησυχούμε» κιόλας;
– Ποτέ δεν ξέρεις… Η κατάσταση είναι ρευστή…
– Ρευστή; (και βάζει τα γέλια) Θα σου πω εγώ τι είναι ρευστό… Πρόσεξέ με λίγο.
Σηκώνεται και βγαίνει στον διάδρομο. Από ’κει ανεβαίνει με δυσκολία μια σκάλα με μοβ χαλί αλλά σύντομα επιβραδύνει γιατί κατεβαίνουν δύο κυρίες. Χειροφίλημα. «Τι γίνεται Μπίμπη, είναι ο ξάδελφός μου κάτω;», ρωτάει η μία. «Βεβαίως, κάτω και σας περιμένει…» και συνεχίζει μειδιάζοντας προς τον πάνω όροφο.
Σκληρή παρακμή με πεταμένα ρούχα και ακριβά εσώρουχα παντού στο κεντρικό σαλόνι, ανοιχτές βαλίτσες με πάκους εκατοδόλαρα, έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, συμβόλαια στρατιωτικών εξοπλισμών, και λευκές βενετσιάνικες μάσκες τύπου «Eyes Wide Shut»… Πάνω απ’ το αλαβάστρινο τζάκι, μια πελώρια ελαιογραφία με αποθεωτικό πορτρέτο του Ζακ Ντελόρ. Τρεις κλειστές πόρτες και πολλές αποκοιμισμένες σε καναπέδες προσωπικότητες αργότερα, το αινιγματικό πρόσωπο φτάνει σε μια ιδιότυπη αίθουσα τηλεπικοινωνιών. Πατάει δύο ψηφία ενός καντράν και μιλάει κατ’ ευθείαν στο ακουστικό: «Ναι; Το Κέντρο παρακαλώ». Κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα: «Έλα Τόνι… Ναι, κοίτα, εκείνη η ιδέα με τους αναρχικούς και την τρομοκρατία… Ναι… ναι… Όχι, έλεγα μήπως το επιταχύναμε λίγο γιατί… Ναι… ναι… Α, τι μου λες; Σοβαρά; Απόψε κιόλας; Α, έκτακτα… ναι… Εντάξει, έγινε, θα τους το πω… ναι… Φιλιά Τόνι μου, πολλά, ναι… κι εγώ».
Ο εύσωμος τενόρος επιστρέφει με μπρίο στις αίθουσες μία-μία χτυπώντας παλαμάκια. «Παρακαλώ! Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι! Παρακαλώ! Στο μεγάλο σαλόνι!». Φτάνει στην κεντρική αίθουσα και ανεβαίνει πάνω σε ένα τραπέζι Λουί ΙΓ΄. «Γγχμ, γκχμ. Ήθελα να σας πληροφορήσω ότι αυτή η θλιβερή για όλους σεκάνς των τελευταίων εβδομάδων λαμβάνει τέλος από αυτήν κιόλας τη στιγμή». Επιφωνήματα ανακούφισης. «Ετοιμαστείτε παρακαλώ να παρακολουθήσετε ένα απολαυστικό θέαμα που θα φέρει τα πάνω-κάτω!». Ζητωκραυγές. «Eh tote vale nah to doume sto television…», λέει μια χρυσοποίκιλτη γραία· νύφη, χήρα και μάνα κυβερνητών. «Βεβαίως, μαντάμ. Τώρα σε λίγο θα αρχίζουν τα πρώτα έκτακτα δελτία… Που ’σαι, εσύ!» και δείχνει έναν εξηνταπεντάρη μπάτλερ με υπεύθυνο αριστερό μουστάκι. «Έχεις το τηλεκοντρόλ;
– Βεβαίως. Ποιο κανάλι να βάλω κύριε;
– Ε, δεν ξέρω παιδί μου… δεν παίζει ρόλο… οποιοδήποτε…».

Σχόλια

Exit mobile version