Και ενώ ήδη αντιμετωπίζουμε τις μη αναστρέψιμες συνέπειες του παρόντος, ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, με στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον, δημιουργεί με τη νέα του ταινία «Ο διάβολος δεν υπάρχει» (Αργυρός Λέοντας Βενετίας) μια σοφή, ελεγειακών ρυθμών οικολογική παραβολή, για τη βία του ενστίκτου επιβίωσης, απέναντι στην ανθρώπινη ασυδοσία στη φύση.
Οι λιγοστοί κάτοικοι ενός γιαπωνέζικου χωριού επιβιώνουν αρμονικά με το ειδυλλιακό περιβάλλον, ώσπου μια εταιρία παρουσιάζει ως τετελεσμένο γεγονός τη δημιουργία κάμπινγκ για εύπορους τουρίστες, στον τόπο τους. Η εσπευσμένη ενημέρωση γι’ αυτό το «γκλάμπινγκ» εξοργίζει τους κατοίκους, που αντιλαμβάνονται ότι με μοναδικό στόχο το κέρδος, η επιχείρηση αδιαφορεί για τις επιπτώσεις στη φύση. Στην παρθένα αυτή περιοχή, όπου κυκλοφορούν και ελάφια, οποιαδήποτε αλόγιστη εξάντληση φυσικών πόρων με παράλληλη παραγωγή ρύπων θα είναι καταστροφική, όχι μόνο για τις καλλιέργειες, αλλά και για την υπόλοιπη χλωρίδα και πανίδα. Επιπλέον, οι κάτοικοι διερωτώνται για την επάρκεια της σηπτικής δεξαμενής, για ένα τέτοιο έργο, επισημαίνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς, ενώ δηλώνουν ότι δίχως μελέτη αποχέτευσης, υπάρχει κίνδυνος να μολυνθούν τα πηγάδια τους. Αδιαφορώντας για τις ανησυχίες τους, οι δυο ανίδεοι υπάλληλοι της εταιρίας -πρώην κυνηγοί ταλέντων τηλεοπτικού σώου- προσπαθούν με ένα διαφημιστικό βίντεο να πείσουν για τα οικονομικά οφέλη μιας τέτοιας εγκατάστασης, με την προέλκυση τουριστών. Κάτω από τη χρονική πίεση της εταιρίας, οι υπάλληλοι επιχειρούν να προσεγγίσουν τον Τακούμι, τον μάστορα του χωριού, που ζει εκεί, με την 8χρονη κόρη του Χάνα. Οι υπερβολικές φιλοφρονήσεις τους δεν επηρεάζουν τον Τακούμι, όμως όλα αλλάζουν, όταν η μικρή Χάνα αγνοείται, μετά από μια βόλτα στο δάσος.
Το φαινόμενο του εξευγενισμού, με την αναβάθμιση υποβαθμισμένων αστικών περιοχών επεκτείνεται πλέον επικίνδυνα στις εκτός πολεοδομικής εκμετάλλευσης ζώνες, ακόμα και σε δασικές εκτάσεις, που θεωρούνται εν δυνάμει εκμεταλλεύσιμες, για εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή για τις νέες επιταγές ενός πολυτελούς εναλλακτικού τουρισμού στη φύση.
Ο Χαμαγκούτσι συνεχίζει εδώ την εγχώρια κινηματογραφική παράδοση της οπτικής δύναμης της εικόνας, αποτυπώνοντας με ευαισθησία φύση και παιδιά. Πριμοδοτώντας ήρεμους ρυθμούς, επιλέγει μακρινά πλάνα, που εντάσσουν τη μικρή ανθρώπινη κλίμακα μπρος στο μεγαλείο της φύσης. Σε πλάνα κοντρ-πλονζέ συχνά απεικονίζονται κλαριά δέντρων, υπονοώντας το βλέμμα του μικρού κοριτσιού που κοιτάει ψηλά, σαγηνευμένο από το τοπίο, ενώ σε σταθερά μακρινά πλάνα μεταφέρεται το δέος ανάμεσα στη μικρή εύθραυστη σιλουέτα της Χάνα, μπροστά από
το απειλητικό σκοτεινό δάσος, μια αρχικά αρμονική συνύπαρξη, που ωστόσο ελλοχεύει κινδύνους.
Η αιώνια γαλήνη του χειμωνιάτικου τοπίου κινηματογραφείται πότε με σταθερά πλάνα, πότε σε τράβελινγκ που καταγράφουν τις διαδρομές των ηρώων στο δάσος, ανάμεσα από κορμούς δέντρων, παιχνίδι συγκάλυψης και αποκάλυψης, που είχε αναδείξει και ο Κέντζι Μιζογκούτσι. Ο Χαμαγκούτσι ακολουθεί με αδιάκοπα μονοπλάνα αυτή την υπερβατική εμπειρία της φύσης, αναδύοντας ωστόσο μια ελεγειακή αμφισημία προς το τέλος, που μετατρέπει την ταινία σε προφητική παραβολή, στα όρια του μεταφυσικού.
Ο χρόνος που απαιτούν οι επίπονες εργασίες της υπαίθρου γίνεται αντιληπτός μέσα από πλάνα διαρκείας, όπως το γέμισμα δοχείων νερού από το ρυάκι και το κοπιαστικό φόρτωμά τους στο αμάξι, αλλά και το κόψιμο και στοίβαγμα των ξύλων, σε αντιπαραβολή με την επιτακτική βιασύνη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στις σύγχρονες κοινωνίες. Όσο εξελίσσεται η αντίδραση των κατοίκων στην ενημέρωση της εταιρίας, αντιπαραβάλλονται πλάνα με την Χάνα που περιηγείται στη φύση. Το άγριο πτηνό που πετάει πάνω από το ανυπεράσπιστο κορίτσι και ο μυστηριακός ήχος ανέμου, λειτουργούν ως οιωνοί, όπως αντίστοιχα και οι πυροβολισμοί των κυνηγών, στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, ως ηχητικό προειδοποιητικό στίγμα επικείμενου κινδύνου, εντείνοντας την απειλή. Μετά τον πυροβολισμό της αρχής ακολουθεί η ενημέρωση, που ξεσκεπάζει μια προδιαγεγραμμένη περιβαλλοντική καταστροφή, ενώ ο δεύτερος πυροβολισμός σηματοδοτεί την τραγική κατάληξη, που πυροδοτείται με την εξαφάνιση της Χάνα.
Η τρυφερή σχέση πατέρα-κόρης ξεδιπλώνεται μέσα από τα μακρινά πλάνα των περιπάτων τους στη φύση, όπου ο πατέρας τής μαθαίνει να αναγνωρίζει τα δέντρα, ενώ μέσα από κοντινά, αποτυπώνονται μικρές στοργικές χειρονομίες τους. Στο διάβα τους βλέπουν κουφάρι ελαφιού, χτυπημένου με σφαίρα στην κοιλιά, ενώ μπροστά τους απλώνεται η χιονισμένη λίμνη, όπου τα ελάφια πίνουν νερό, σκηνές που ανακαλούν την υπερβατική αίσθηση στον Σοκούροφ.
Ο Χαμαγκούτσι δημιουργεί σχήματα αντιπαράθεσης για να εκφράσει ασυδοσία και επιθετικότητα του σύγχρονου κόσμου, ενάντια στην πραότητα και τους αργούς ρυθμούς της φύσης. Σε μια ταινία που τα πάντα λέγονται μέσα από την αγνότητα του τοπίου, εξελίσσονται προοδευτικά τρεις αποκαλυπτικές σκηνές διαλόγων. Αρχικά η αντιπαράθεση των κατοίκων στα προκαθορισμένα σχέδια της εταιρίας, που αποκαλύπτει την μη αναστρέψιμη ζημιά στο περιβάλλον. Στη συνέχεια, η τηλεδιάσκεψη των υπαλλήλων με το αφεντικό, όπου διαφαίνεται η αδιαφορία της εταιρίας για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και φανερώνεται ο εργασιακός εκβιασμός των υπαλλήλων, με μείωση μισθού και απόλυση. Ο διάλογος στο αμάξι μεταξύ των δυο υπαλλήλων αποκαλύπτει συνθήκες άγριου ανταγωνισμού. Στη συνέχεια, απογυμνώνεται η σύγχρονη νοοτροπία απάθειας, δίχως την παραμικρή ένδειξη σεβασμού των υπαλλήλων για τη φύση, παρά τις υποκριτικές φιλοφρονήσεις, ενώ αποτυπώνεται ο εργασιακός τους ζήλος σε βαθμό εμμονής. Μέσα από αυτές τις τρεις σκηνές διαλόγων αποδομείται η αντίληψη της σύγχρονης κοινωνίας, καθώς καταδεικνύονται βήμα-βήμα οι μηχανισμοί δράσης-αντίδρασης, από την επίθεση στην αυτοάμυνα. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει ίδιο μετά από μια τέτοια επέμβαση, με τους κατοίκους να γνωρίζουν καλά τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες. Το φιλήσυχο ελάφι, επισημαίνει ο Τακούμι, μπορεί να γίνει ενστικτωδώς ανεξέλεγκτα επιθετικό με μια σφαίρα στην κοιλιά, λίγο πριν ξεψυχήσει, καθώς στα πρόθυρα θανάτου, ενεργοποιείται το ένστικτο επιβίωσης.
Ο Χαμαγκούτσι επιχειρεί μια ταινία γύρω από το πένθος της φύσης, μιας προδιαγεγραμμένης οικολογικής καταστροφής, όταν συνεχίζεται η αλόγιστη εκμετάλλευσή της από τον άνθρωπο, με βασικό κίνητρο το κέρδος. Σε αυτή τη μακάβρια ελεγεία ενός επιθανάτιου ρόγχου της φύσης, η ανεξήγητη κατάληξη, βουτηγμένη στην πάχνη της αυγής, αποκαλύπτει αποκρύβοντας το τελεσίδικα δραματικό τέλος, τελική πράξη μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Αξιοσημείωτη η πρωτότυπη μουσική της Γιαπωνέζας συνθέτριας Άικο Ισιμπάσι, στη δεύτερη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη, που ντύνει με μυστηριακή απόκοσμη αίσθηση τα υπερβατικά φυσικά τοπία της ταινίας, πότε με συνοδεία εγχόρδων σε μίνιμαλ μουσικές φόρμες, στα μακρινά πλάνα αδιασάλευτης ηρεμίας του τοπίου, πότε με έγχορδα συμφωνικής ορχήστρας να μεταφέρουν αίσθηση κινδύνου, ενώ μέρος της περιήγησης πατέρα-κόρης στο δάσος συνοδεύεται από μελαγχολικό πιάνο. Υπό ήχους άμπιεντ μουσικής αρχικά, καταγράφεται η πορεία του Τακούμι σε τράβελινγκ, καθώς βαδίζει ανάμεσα στα δέντρα, ενώ θλιμμένο ηχόχρωμα βιολιού εκφράζει την αναστάτωση του Τακούμι, μετά την εξαφάνιση της Χάνα. Το μακρινό πλάνο, με το κορίτσι ακίνητο αντίκρυ σε ένα λαβωμένο ελάφι, υποστηρίζεται με ηλεκτρική κιθάρα και τζαζέ ντραμς που υπογραμμίζουν την ένταση που επικρατεί μετά, στα πλάνα ομίχλης, με την ενστικτώδη αντίδραση του φυσικού κόσμου, ως έσχατη λύση, ενάντια στην απροκάλυπτη επίθεση του σύγχρονου πολιτισμού.
* Από το τραγούδι «Άκου μάνα» των Active member
** Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]