του Νίκου Σταθόπουλου
Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα
κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα ποντικό
Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο
κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα σκύλο
Μίλτος Σαχτούρης
Πρόσφατα, σε πρωινή πολιτική εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης, παρουσιάστηκε μια «μελέτη μέσου όρου» των τελευταίων δημοσκοπήσεων. Και σε αυτή αποτυπώνεται μια παγιωμένη διαφορά 7 μονάδων υπέρ της Νέας Δημοκρατίας ενώ και ο Σύριζα συγκεντρώνει σοβαρότατο ποσοστό και το ΚΙΝΑΛ περνά το 10%. Ο εκλογικισμός είναι πια καθαυτή η «δημοκρατία» και στα «συστατικά» του πρέπει πια να ανευρίσκουμε, λέει, το «δημοκρατικό νόημα»: Μετά απορείτε που υπουργεύουν χωροδεσποτικά ο Άδωνις και το «Τσεκούρι»;
ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΜΕΝΟΙ στην ουσία, θα διαπιστώσουμε ότι το «εκλογικό σώμα» (η πιο παραπλανητικά φενακισμένη αντίληψη του λαού…) «διαχειρίζεται» την ιστορικοπολιτική συγκυρία με το «πνεύμα κανονικότητας» που συνήθως διέπει τις εκλογικές συμπεριφορές. Δηλαδή, εκδηλώνεται μια οργανική πειθαρχία στη συστημική πολιτική τάξη που εδράζεται στην αναπαραγωγή του καθιερωμένου πολιτικοκοινοβουλευτικού στάτους και, παρά τις ποικίλες «ενστάσεις» και ψευδολόγες αντιθέσεις, που διαιωνίζει την πολιτική αλλοτρίωση και την πολιτική ψυχολογία της ηττοπαθούς κακομοιριάς.
Δεν είναι καν κάποια χειραγωγημένα μεγέθη, είναι οι ίδιοι αγύρτες του εξωνισμού, της εκποίησης, της εθνικής, κοινωνικής κ πολιτικής προδοσίας. Κάθε συζήτηση περί «πολιτικής διεξόδου», κάθε προβληματισμός «προοπτικής», δε μπορεί παρά να εκκινεί από την απελπισία μιας πολιτικής διαγωγής βαθιά «χαραγμένης» από την υποτέλεια και το μαρασμό του όποιου αγωνιστικού φρονήματος.
Ο Βάρναλης ήταν ιδιαίτερα καυστικός, με ένταση επιθετικός, ως προς τις εκλογικοπολιτικές επιλογές του λαού, δημιουργώντας το μνημειώδες πορτρέτο του «κυρ Μέντιου» που, έτσι συμπαθής μέσα στις χίλιες τυράγνιες από τα αφεντικά του, παραμένει εμβληματικό «θύμα και ψώνιο», ένας περιλάλητος («σύμβολο αιώνιο») κακομοίρης που τον εξοντώνουν στις αγγαρείες κι αυτός σχεδόν καμαρώνει για την «αρετή της υπομονετικής εργατικότητας» που τον διακρίνει! Μοστράρονται ως «σκεπτόμενοι πικραμένοι είρωνες» στο Διαδίκτυο ποστάροντας τους βαρναλικούς στίχους, αλλά μετέχουν κανονικότατα στην όλη σκηνοθεσία δημοκρατίας που χαρακτηρίζει, σαν στοιχειωμένη παράδοση, την Αποικία.
Σε μια εποχή όπως η τρέχουσα, εποχή Μαζικής (Καταναλωτικής) Δημοκρατίας, το να κολακεύεις ή να εκλογικεύεις την πνευματική και ηθικοψυχική κατάπτωση του λαού δεν είναι μόνο ένας άθλιος πολιτικός ευτελισμός, αλλά είναι και μια συνέργια με τη συστημική «κουλτούρα της χειραγώγησης», αφού η υποτακτική συναίνεση δεν είναι πλέον μια «εξαίρεση» (αυτό που λένε «παγίδευσαν το λαό»..) αλλά ένα θεσμοποιημένο έθος, μια οργανική παράδοση. Το Διαδίκτυο, εμπεδώνοντας μια λειτουργική αυταπάτη «φόρουμ με προνόμιο γνώμης σε ευρύ ορίζοντα», καθιστά και τον πιο κοινότοπο καφενόβιο έναν «δημόσιο παράγοντα», άρα μια «φωνή» που πρωτίστως καλείται να υπερασπίσει το «σύστημα» αφού πια δε νιώθει σε παρανομία αλλά σε μια φυσιολογική αποδεκτή δραστηριότητα (είναι η δημοκρατία ΜΑΣ, είμαστε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, έχω κι εγώ ΛΟΓΟ…).
Θα «πέσουν να σε φάνε» αν διανοίξεις μονοπάτια κριτικής η οποία ακριβώς θα αποκαλύπτει την εξουσιαστική ανάθεση πίσω από το Θέαμα «συμμετοχής» και «αυτοδιαχείρισης». Ειδικά η Αριστερά θα «φρυάξει» περισσότερο, διότι η «λαολαγνία» της επιτρέπει να κάνει απενοχοποιημένα τις διακρίσεις σε «εθνικιστικούς όχλους» και «προοδευτικές μάζες»: Αν ο «λαός» ήταν συνολικά «συστημικός παράγων», τότε οι εξηγήσεις θα γίνονταν ιδιαίτερα πολύπλοκες και απαιτητικές και θα ξεπερνούσαν κατά πάρα πολύ τους μεταφυσικούς διαχωρισμούς της εξουσιαστικής ψευδοχειραφέτησης.
Κάπου εδώ «προσγειώνεται» στην πνευματική μας έρημο ο Καβάφης γράφοντας «Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία. / Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια; / Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός» [Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.]. Είναι η διαχρονική «επιχειρηματολογία» της ενδοτικότητας, της συνείδησης που έχει συμβιβαστεί. Ήταν η «επιχειρηματολογία» του ΣΥΡΙΖΑ όταν ξεπούλησε και την ελάχιστη ιδέα «αριστερής απάντησης», ήταν η «ανάλυση» της Δεξιάς διαχρονικά όταν ασκούσε την υποτέλεια ως «εθνική πολιτική», είναι η «διαλεκτική» της κατακερματισμένης παρούσας μάζας που κανένα αγώνα δε μπορεί να πάει στα άκρα και πάντα καταφεύγει σε κάποια «εγγενή ανεπάρκεια» ή κάποια «μεταφυσική» για να δώσει «κύρος αναγκαιότητας» στο πνευματικό και ηθικό χάος που τη διακρίνει.
Ο υποτελής, με την πεποίθηση της αξεπέραστης δουλικότητας, ο ραγιάς, θα επινοήσει πλείστα όσα ιδεολογήματα προκειμένου να απενοχοποιηθεί. Και μέσα στη διαδικασία αυτή, βέβαια, κύρια θέση κατέχει η, πάντα «ρεαλιστική» και «αντικειμενική» εκτίμηση ότι «όπως και να το κάνουμε υπάρχει πρόοδος και έτσι, υπάρχει συγκριτικά μια βελτίωση.» Πρέπει να είμαστε μεθοδικά καχύποπτοι σε κάθε «open mind» που «επαναλέθει» τις ιστορικές «κοινοτοπίες»: Από το απλούστατο «ό,τι κι αν επικαλεστείτε, ο κουκουλοφόρος της Κατοχής ήταν προδότης και άξιος μόνο ατιμωτικού θανάτου» μέχρι τις σημερινές ενδοτικότητες απέναντι π.χ. στον τουρκικό επεκτατισμό.
Οι θεμελιώδεις έννοιες της κοινωνικής κριτικής (εκμετάλλευση, ανισότητα, διακρισιακότητα, κυριαρχία) πρέπει να επανατοποθετηθούν σε μια πλατιά ανθρώπινη βάση με στόχο όχι την αναίρεση της ταξικοπολιτικής αναγωγής (στη διαλεκτική της σχετικότητα) αλλά την αποοικονομιστικοποίηση και αποϋλιστικοποίηση της ανατρεπτικής σκέψης
ΓΙΑΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, έχει «αποσυρθεί» αυτός ο λαός; Νομίζω πως τέσσερις είναι οι αιτίες:
Πρώτα είναι η αίσθηση ματαίωσης από την αποτυχία πολλών κινητοποιήσεων. Καμιά δεν υπεράσπισε δραστικά το στόχο της.
Ακολούθως είναι η απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα και τις «πρωτοπορίες». Τα Μνημόνια, το Δημοψήφισμα, οι Πρέσπες και η εμφαινόμενη Χάγη, είναι μείζονα τεκμήρια προδοσίας της λαϊκής βούλησης.
Επίσης, βασική αιτία «απόσυρσης» είναι η κόπωση και ο φόβος. Οι συνεχείς «δρόμοι» με σκόπιμο πηγαινέλα χωρίς στόχο και το κλίμα θανάτου που εμπεδώθηκε σταδιακά (και με τη συνεχή τάχα «τυχαία» χρήση αστυνομικής βίας, και με την «απαγορευτική δημοκρατία» επί Πανδημίας με το θάνατο πανκυρίαρχο στην καθημερινότητα).
Τέλος, καταλυτικό ρόλο στον κοινωνικό παροπλισμό έχει η γενική ιδεολογική ατμόσφαιρα της ναρκισσιστικής διαχείρισης του βίου. Πλέον η αυτοαναφορικότητα δεσπόζει και διαλύει κάθε συλλογική βίωση και δράση.
Η «προοδευτική σκέψη», ας πούμε η Αριστερά, ανέκαθεν θεμελίωσε την κοινωνική της φιλοσοφία στην «αποθέωση του Λαού» και, μαζί με τα στερεότυπα μιας θετικιστικής Κοινωνιολογίας όπου καταργείται ο άνθρωπος ως υπαρκτική μονάδα, αντιλαμβανόταν την αρνητική λαϊκή συμπεριφορά ως συνάρτηση της ιδεοπαγίδευσης, της πνευματικής χειραγώγησης, της παραπλάνησης, της αστυνομικής τρομοκρατίας, κ.λπ.: Ποτέ ο «λαός» δεν αναγνωριζόταν ως ενεργά υπαίτιος για τα κοινωνικά δεινά, λες και είναι απών από τις διεργασίες του συστήματος και λες και δεν αναπαράγει το σύστημα με το όλον της ύπαρξής του όπως προσφυώς εντόπιζε ο ίδιος ο Μαρξ.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας «πολιτισμικός μηχανισμός» συνολικού αναπροσδιορισμού της ανθρώπινης κατάστασης, και σε αυτό το «ενεργειακό πεδίο» δε μπορεί να ισχύουν οι παλιές σχηματικότητες: Οι θεμελιώδεις έννοιες της κοινωνικής κριτικής (εκμετάλλευση, ανισότητα, διακρισιακότητα, κυριαρχία) πρέπει να επανατοποθετηθούν σε μια πλατιά ανθρώπινη βάση με στόχο όχι την αναίρεση της ταξικοπολιτικής αναγωγής (στη διαλεκτική της σχετικότητα) αλλά την αποοικονομιστικοποίηση και αποϋλιστικοποίηση της ανατρεπτικής σκέψης. Σε αυτή τη βάση ο παραδοσιακός λαϊκισμός τής έτσι κι αλλιώς εργατίστικης αριστεράς πρέπει να αυτοαναθεωρηθεί με όρους ελευθερίας της βούλησης, παιδείας, πολιτισμικής πολυσυνδεσιμότητας.
Θα εξηγήσουμε σε άλλο άρθρο το πώς ακριβώς εννοείται λειτουργικά κ πολιτικά η σύνδεση με τον Πολιτισμό και τον Άνθρωπο, αλλά εδώ στεκόμαστε μόνο στο φόβητρο της «ευθύνης του λαού» που μουδιάζει την κριτική διάθεση και πάντα καταλήγει σε πολιτικά νεφελώματα χωρίς τον δυναμισμό της σύγκρουσης παρά με τη νοθεία της ερμηνευτικής ασάφειας και με τη σκοτεινιά από το «θυμίαμα» στο «λαϊκό άβατο». Στην πραγματικότητα, η διάχυτη «κυρίαρχη ιδεολογία», υποβάλλει σε κάθε περίπτωση μια πονηρή αυτοδικαίωση: «Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη / για το αψήφιστο της εκλογής / Βλάπτουν κι οι τρεις τους τν Συρία το ίδιο. / Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ; / Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ. / Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί / να δημιουργήσουν τον τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν» γράφει με προφητική οξυδέρκεια ο μοναδικός Αλεξανδρινός στο «Ας φρόντιζαν»!
ΈΤΣΙ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ σήμερα ακόμα και ο παρών στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» των δημοσκοπήσεων όπου ευδοκιμεί το «άνθος της αποχής ή της αμφιταλάντευσης». Το κρίσιμο βήμα απομυθοποίησης είναι η εγκατάλειψη των «ελαφρυντικών», η «ανάγνωση» της περιρρέουσας πολιτικότητας ως έχει, κι αυτό σημαίνει να μην κάνεις επιλεκτική «αιτιοκρατία» αλλά σφαιρική.
Το ενεργό «δια ταύτα» είναι «ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ», και γι’ αυτό ο Μητσοτάκης της ιεροποιημένης μίζας θα επανεκλεγεί μέσω του πιο χυδαίου και προσβλητικού «επιδοματικού βαλκανοκαπιταλισμού».
Σε αυτό το ίδιο «δια ταύτα» εγγράφεται το «ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί…» και γι’ αυτό θα παραμείνει υψηλά ο εξευτελισμένος ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν κάνουμε αναλύσεις μόνο για «να καταλάβουμε» αλλά, βασικά, για να πολιτικοποιήσουμε την κατανόηση, δηλαδή να ολοκληρωθεί η κατανόηση στην πράξη της εφαρμογής. Η σχέση του «λαού» με την κοινωνική αλήθεια και εμπειρία έχει βαθιά αλλοιωθεί σε σχέση και με τα «πρότυπα» και με τις πρόσφατες ακυρωμένες προσδοκίες. Το πρόβλημα είναι ότι επιμένουμε σε σκέπτεσθαι εντελώς αυτοαναφορικά, δηλαδή σα να υπάρχει ο καταπιεζόμενος ερήμην της ιστορίας που γράφει άμεσα και καθολικά το σύστημα.
Πότε θα καταλάβουμε ότι η σωστή εκτίμηση για την «λαϊκή παρουσία» στην εξελισσόμενη ιστορία αφορά την ίδια την «εξελισσόμενη ιστορία» και συνεπώς τη «στρατηγική» και το «πρόγραμμα»;