Της Έλενας Πατρικίου

Πιστεύοντας πως ο γυναικείος λόγος, ακόμα κι όταν είναι εντελώς προσωπικός, είναι βαθιά πολιτικός και ριζικά επαναστατικός, διαλέξαμε, γι’ αυτό το πρώτο αφιέρωμα του Δρόμου στο γυναικείο κίνημα και την παγκόσμια μέρα του, να δημοσιεύσουμε, για πρώτη φορά στα ελληνικά, αποσπάσματα από κείμενα γυναικών που αγωνίστηκαν για τα γυναικεία δικαιώματα, διακινδυνεύοντας τη ζωή, την ασφάλεια, την ακεραιτότητα και, κυρίως, την «αξιοπρέπειά» τους. Κείμενα από διαφορετικές εποχές του γυναικείου κινήματος, που αφηγούνται όχι ηρωικές στιγμές, αλλά στιγμές προσωπικής αγωνίας και προσωπικού αγώνα. Κείμενα που μας επιτρέπουν, μέσα ακριβώς από την προσωπική τους αφήγηση, να συνειδητοποιήσουμε την κοινότητα των εμπειριών που μας ενώνουν.

 

«Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι». Αυτή η φράση της Σιμόν ντε Μποβουάρ, που συνοψίζει το Δεύτερο Φύλο, αποτελεί ίσως την εμβληματικότερη φράση του 20ού αιώνα. Γραμμένη το 1949, συμπύκνωσε τα 100 χρόνια φεμινισμού που προηγήθηκαν και προανήγγειλε τις θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες των 50 ετών φεμινισμού που ακολούθησαν. Πολύ περισσότερο, έκανε χιλιάδες γυναίκες σε όλον τον κόσμο να συνειδητοποιήσουν πως η απελευθέρωση δεν είναι αρκετή, το ζητούμενο είναι η ελευθερία.

Αυτό που απέδειξε η Μποβουάρ είναι πως, προσπαθώντας να υποτάξουν τις γυναίκες σε συγκεκριμένες διαδικασίες γίγνεσθαι, προκειμένου δηλαδή να αναγκάσουν τις γυναίκες να «γίνουν» γυναίκες στις κοινωνίες της πατριαρχίας, οι θεωρητικοί της υποταγής (γιατροί, φιλόσοφοι και νομικοί, βιολόγοι, ποιητές και πολιτικοί, ψυχολόγοι, θεολόγοι και επαναστάτες), επικαλούνται πάντα μια «φύση», που εκ γενετής μεταφυσικά καθορίζει το θηλυκό ως πλάσμα με συγκεκριμένα ψυχοκοινωνικά αναπόδραστα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που το καθηλώνουν στην θέση του «δεύτερου φύλου». Κάτι λιγότερο από άνθρωπος ή κάτι περισσότερο από άνθρωπος, η γυναίκα είναι το «άλλο», το αποκλίνον, το έκκεντρο, με βάση το οποίο μετριέται και επιβεβαιώνεται η ανδρική, δηλαδή η ανθρώπινη, κανονικότητα.

Καμία κοινωνία δεν είναι τόσο αυτοκτονική, που να μην αποδίδει κάποια «τιμή» στις γυναίκες. Το μισογυνικό όνειρο του Ησίοδου για μια ανθρωπότητα απαλλαγμένη από γυναίκες ήταν πάντα ένα «αστείο», που η ίδια η πατριαρχία έσπευδε να καταδικάσει. Αλλά, εξυμνητικός ή σκωπτικός, απροκάλυπτα σεξιστικός ή εμπειρικά ρεαλιστικός, ακόμα και συμπονετικός, ο ανδρικός λόγος, ήταν πάντα ο λόγος του καταπιεστή που θεμελιώνει το δικαίωμά του στην καταπίεση. Αυτόν τον λόγο που, αν και υποκείμενος στην ιστορικότητα κάθε κοινωνίας, ισχυριζόταν πως είναι ανιστορικός και αιώνιος, ανέτρεψαν αμετάκλητα οι γυναίκες, στην μεγαλύτερη και ριζικότερη επανάσταση της ανθρώπινης ιστορίας. Γιατί η επανάσταση αυτή δεν ήταν μόνο κοινωνική, ούτε μόνο οικονομική, ούτε απλώς πολιτισμική. Ήταν όλα αυτά και κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν επανάσταση στα θεμέλια του ανθρώπινου λόγου, όπως τον ήξερε ώς τότε η ιστορία. Ήταν η επανάσταση που έθεσε, μια για πάντα, σε άλλη βάση τους όρους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να ορίζουν, άρα να διανοούνται, το αρσενικό και το θηλυκό.

Είναι λίγο να πούμε πως ο φεμινισμός, απαιτώντας από το 1848 και κατακτώντας τελικά το δικαίωμα στην ψήφο, άλλαξε τη μορφή των κοινωνιών ριζικά, γιατί επέβαλε το ώς τότε διανοήσιμο μόνο στα πλαίσια μιας αριστοφανικής κωμωδίας, δηλαδή την επί ίσοις όροις συμμετοχή των γυναικών στις πολιτικές αποφάσεις. Είναι λίγο να πούμε πως ο φεμινισμός, κατακτώντας το δικαίωμα στην εκπαίδευση, άλλαξε ριζικά τους ανθρώπινους πολιτισμούς, γιατί επέβαλε το ακόμα και στην κωμωδία αδιανόητο, δηλαδή τη συμμετοχή των γυναικών στην ίδια εκπαιδευτική και εξεταστική διαδικασία, από την οποία οι άντρες κατοχύρωναν την αντρική τους ταυτότητα, άρα την αντρική τους υπεροχή.

Είναι λίγο να πούμε πως ο φεμινισμός, απαιτώντας και σχετικά κατακτώντας, ίση αμοιβή για ίση εργασία, επέβαλε το ως τότε όχι απλώς αδιανόητο αλλά και ηθικά απαράδεκτο, δηλαδή την παραδοχή πως η γυναικεία εργασία είναι πηγή πλούτου και υπεραξίας. Είναι λίγο να πούμε πως ο φεμινισμός, διεκδικώντας και κατακτώντας, έστω ως ψήγμα, το δικαίωμα των γυναικών να ελέγχουν το σώμα τους, άρα την αναπαραγωγική τους δυνατότητα και την ερωτική τους επιθυμία, και τελικά την ίδια την αρτιμέλειά τους, επέβαλε το νομικά, θεολογικά, φιλοσοφικά και πρακτικά αδιανόητο, δηλαδή πως οι γυναίκες είναι άνθρωποι με θέληση και με δικαίωμα στην άσκηση αυτής της θέλησης.

Αυτά τα «λίγα» άλλαξαν διά παντός τη ζωή μας. Αλλά αυτό που άλλαξε την ίδια την ανθρώπινη ιστορία είναι πως ο φεμινισμός διεκδίκησε το δικαίωμα των γυναικών να αρθρώνουν λόγο: έναν λόγο γυναικείο, που στο εξής θα αποτελεί κτήμα ες αεί του καθολικού ανθρώπινου λόγου. Έναν λόγο γυναικείο που έθεσε τις νοητικές βάσεις, πάνω στις οποίες οι ίδιες οι γυναίκες θα ορίζουν στο εξής, τη «φύση» και τον εαυτό τους, τις «φύσεις» και τους πολλούς εαυτούς τους.

Δεν υπάρχουν «πετυχημένες» γυναίκες που να μην ερωτώνται κάποτε δημοσίως αν είναι φεμινίστριες. Η συντριπτική τους πλειοψηφία απαντούν ευθαρσώς: «Εγώ; Ούτε κατά διάνοια!». Γιατί δεν σκέφτονται πως η επιτυχία δεν θα ήταν, όχι εφικτή, ούτε καν διανοήσιμη, αν κάποιες «φεμινίστριες» δεν είχαν θυσιάσει τα πάντα, προκειμένου κάθε γυναίκα να μπορεί, ενδεχομένως, να πετύχει. Προκειμένου κάθε γυναίκα να μπορεί να ονειρεύεται πως ίσως και να πετύχει.

Οι πετυχημένες, σπάνια συνειδητοποιούν ότι η επιτυχία τους δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικών ικανοτήτων, όπως οι «αποτυχημένες» σπάνια συνειδητοποιούν ότι η αποτυχία τους δεν είναι συνέπεια προσωπικών ελλειμμάτων. Και πως «φεμινίστρια» είναι η γυναίκα που αντιλαμβάνεται ότι η κάθε γυναικεία εμπειρία και το σύνολο των γυναικείων εμπειριών που συναποτελούν μια γυναικεία ζωή δεν είναι «προσωπικό πρόβλημα» της κάθε γυναίκας. Ο φόβος μου όταν κυκλοφορώ νύχτα, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Η καθήλωσή μου σε δουλειές κακοπληρωμένες και άχαρες, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Η αγανάκτηση που πνίγω κάθε φορά που ένας δάσκαλος, καθηγητής, προϊστάμενος, καθοδηγητής, συνεργάτης, με πατρονάρει και (μεταφορικά έστω) μου τσιμπάει το μαγουλάκι προστατευτικά, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Η ντροπή που πνίγω όταν ψωνίζω στο περίπτερο περιτριγυρισμένη από εικόνες διαθέσιμων γυναικείων σωμάτων κρεμασμένων στα μανταλάκια, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα».

Το ξύλο ή η απειλή του δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Ο βιασμός ή η απειλή του δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Το αν θα καταφέρω να θηλάσω το μωρό μου, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Το αν γέννησα με καισαρική, χωρίς να ξέρω τον λόγο, το αν μου έκαναν υστερεκτομή άνευ λόγου, το αν παίρνω ορμόνες στην εμμηνόπαυση χωρίς να ξέρει κανείς τον λόγο, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Το αν συντηρούμαι ή παριστάνω ότι συντηρούμαι μόνο με μαρουλόφυλλα, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Το αν ο πρώην μου δεν πληρώνει τη διατροφή για τα παιδιά μας, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Το αν αντέχω, ψυχικά και σωματικά, τα ανελαστικά ωράρια εργασίας στην δουλειά μου και τα εξίσου ανελαστικά ωράρια εργασίας στο σπίτι, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα». Το αν μεταναστεύω κατά χιλιάδες, για να φροντίσω ξένα παιδιά, να καθαρίσω ξένα σπίτια, να εκπορνευτώ σε ξένους δρόμους, και να μένω αόρατη κι ανύπαρκτη, δεν είναι «προσωπικό μου πρόβλημα».

Φεμινισμός είναι η συνειδητοποίηση πως το προσωπικό είναι πολιτικό. Φεμινισμός είναι να τολμάς να εκθέσεις το προσωπικό, χτίζοντας έναν λόγο ταυτοχρόνως προσωπικό και πολιτικό. Ως τώρα, γινόμασταν οι γυναίκες που άλλοι είχαν ορίσει και επιβάλει. Ας γίνουμε, επιτέλους, οι γυναίκες που εμείς επιλέγουμε να γίνουμε. Όχι για μια ναρκισσιστική αυτοεκπλήρωση, όχι για να πετύχουμε. Αλλά σε μια πορεία αυτοπροσδιορισμού του φύλου μας. Από όλες τις γυναίκες και για όλες τις γυναίκες. Σε μια επώδυνη και χαρούμενη πορεία συνάντησης με τις κοινές μας εμπειρίες, με τις άλλες γυναίκες, με τους εαυτούς μας. Σε μια μακριά, δύσκολη και γόνιμη πορεία ελευθερίας.α

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!