Του Σταύρου Γεωργά. Τη νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου 2008 (τη θυμάται ακόμη κανείς;), η θεσπεσία, ωσάν ρομαντικής παρθένου, ωχρότης του Προκόπη Παυλόπουλου (που τραύλιζε κι έκανε λάθη ολοένα) ήταν απλώς ο κατεξοχήν γκροτέσκ τρόπος να γίνει ορατό το προσωρινό έλλειμμα κυριαρχίας.
Κι επειδή, κατά τον πιο κλασικό ορισμό, η κυριαρχία έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα να αποφασίζεις για έκτακτα μέτρα, η πεποίθηση ότι θα ληφθούν ήταν διάχυτη. Ο Καρατζαφέρης, μάλιστα (τον θυμάται ακόμη κανείς;), το εισηγήθηκε ευθέως, χαρούμενος σαν παιδί που ο Άγιος Βασίλης του έφερε την αναστολή μερικών, έστω, άρθρων του Συντάγματος…
Ωστόσο, η ιδέα περί εκτάκτων μέτρων ήταν γελοία και συγχρόνως ανησυχητική, πρωτίστως επειδή το πλήθος που ξεχύθηκε στους δρόμους ζούσε ήδη -και συνέχισε να ζει όταν το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν- σαν να έχουν επιβληθεί κιόλας έκτακτα μέτρα: στη θολή, γκρίζα ζώνη όπου τα δικαιώματά του «φλουτάρουν» και ένα-ένα, σιγά-σιγά, παραγράφονται. Κι αν κοιτάξουμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, μπορούμε αυτήν την παρατήρηση να την αναδιατυπώσουμε ως εξής: Η περί εκτάκτων μέτρων ιδέα είχε αρχίσει να «εμφανίζεται» (όπως εμφανιζόταν το φιλμ κάποτε, πριν την ψηφιακή εποχή) σε άλλοτε άλλη πτυχή του δημόσιου βίου και βαθμηδόν να νομιμοποιείται τείνοντας να χάσει κάθε τι το «έκτακτο» και να υποκατασταθεί στο ισχυρό μέχρι προχθές «δημοκρατικό παράδειγμα»: ολοένα συχνότερα προτεινόταν ως η μόνη λύση και σιγά-σιγά ως η μόνη φυσιολογική – εξού και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν: το πλήθος αυτοδιαλύθηκε, σαν να είχαν ήδη επιβληθεί με την έγκρισή του έκτακτα μέτρα…
Από το ΑΙDS, όπου την ομάδα υψηλού κινδύνου συγκροτούσαν κατ’ αρχήν οι σεξουαλικά παρεκκλίνοντες, ώς τον ιό Η1Ν1, οπότε επικίνδυνη θεωρήθηκε πλέον η απλή χειραψία και η απαγόρευση των συγκεντρώσεων νομιμοποιήθηκε ως μέτρο υγιεινής -μέσα σε μια εικοσιπενταετία δηλαδή, που συμπίπτει με τη βασιλεία του life style-, διδαχτήκαμε να οργανώνουμε τον καθ’ ημέραν βίο μας έτσι που να είναι φυσιολογικός μόνο υπό καθεστώς πανδημίας… Και καθώς το πεδίο έτεινε να ενοποιηθεί, το ίδιο μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος παντού: οι θερμικές κάμερες στα αεροδρόμια, κι έπειτα οι κάμερες παντού κι η διάχυση της καταστολής, κι εντέλει το γενικό, αμεταγλώττιστο μούδιασμα, προϋπέθεταν μορφές πανδημίας και αποτελούσαν πτυχές της γενικευμένης, νομιμοποιημένης επιβολής έκτακτων μέτρων.
Η κυριαρχία εκχωρήθηκε σε μιθριδατικές δόσεις – κι ώς τα όρια ενός μεταμοντέρνου πραξικοπήματος. Βεβαίως, «η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή εξακολουθούσαν κανονικά να συνέρχονται, αλλά έπαιρναν μόνο τις αποφάσεις που ήσαν αρεστές στους συνωμότες, και οι μοναδικοί που έπαιρναν τον λόγο ήσαν εκείνοι ή τελοσπάντων από εκείνους ερχόταν η εκ των προτέρων συγκατάθεση προς την όποια τοποθέτηση. Υπό το κράτος του τρόμου, κανείς από τους άλλους δεν τολμούσε να εκφράσει διαφωνία, βλέποντας ότι οι συνωμότες ήσαν πολλοί».
Ώστε η συρροή Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, η επίσημη πλέον εκχώρηση της κυριαρχίας και η μετατροπή της χώρας σε αποικία χρέους είναι, από τη μια πλευρά της, όπως το θέταμε άλλοτε, «η μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα». Η «κρίση» άλλωστε εμφανίστηκε ευθύς εξ αρχής σαν μάστιγα του Θεού για τις αμαρτίες μας – και σαν πανδημία, εννοείται. Οπότε η αλληλεγγύη θεωρήθηκε τρόπος μετάδοσης – κι όπως στους λοιμούς που καταγράφουν οι χρονικογράφοι, καθένας ελπίζει ότι αυτός κατ’ εξαίρεσιν, δηλαδή μόνος του, θα σωθεί.
Κι αυτή η αποπνικτική, αδιέξοδη μοναξιά, η απόσυρση κι η ζωή από μέρα σε μέρα παίρνει τη μορφή ερμηνευτικού σχήματος αυτόχρημα παρανοϊκού: Αφού τα πάντα γίνονται χωρίς να βουλευόμαστε και ν’ αντιδρούμε, ερήμην μας, η μόνο εκδοχή συλλογικότητας που μπορεί πια καθένας μόνος του να σκεφτεί είναι ότι μας ψεκάζουν όπως τα χωράφια για τα παράσιτα – εν σώματι, όλους.