«Η κρίση του ελληνικού ποδοσφαίρου έχει τις ίδιες αιτίες που έχει η οικονομική κρίση ολόκληρου του κράτους. Αυτή η χώρα προδόθηκε από τους πολύ πλούσιους και τους πολιτικούς, που το επέτρεψαν αυτό και επωφελήθηκαν απ’ αυτό…»

Έβαλντ Λίνεν,
προπονητής της ΑΕΚ,
στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine

Εμείς, οι Κωνσταντινουπολίτες, ΑΕΚ δεν γίναμε. Ήμασταν. Και η κιτρινόμαυρη ήταν μία από τις λίγες αγκαλιές που μας υποδέχτηκαν όταν καταφθάσαμε καραβοτσακισμένοι στην Ελλάδα, μετά την τραγική εμπειρία των «Σεπτεμβριανών» του 1955, που οδήγησαν στον ξεριζωμό μας από την Πόλη.
Στη δεκαετία του ’60, το ποδόσφαιρο ήταν ένα άθλημα που περισσότερο το παίζαμε και λιγότερο το βλέπαμε. Παίζαμε στη χωματένια πλατεία Καλλιγά, κάτω από την Πατησίων στο ύψος της στάσης Καλλιφρονά, γνωστής και ως «πλατεία Καραμανλάκη» λόγω της ταβέρνας του Σαμπάνη στην ομώνυμο οδό. Παίζαμε στους άδειους από αυτοκίνητα γύρω δρόμους που μόλις είχαν ασφαλτοστρωθεί, παίζαμε στη μεγάλη αυλή με τα ψηλά κυπαρίσσια του Η΄ Γυμνασίου στην Κολιάτσου, παίζαμε στις αλάνες μπροστά στη σχολή Ευελπίδων, στου Προμπονά στο τέρμα Πατησίων και στα νταμάρια στα Τουρκοβούνια. Παίζαμε με τους προσκόπους στις αμμουδιές, στο Σχοινιά και το Αλεποχώρι που ήταν άκτιστα μέρη και παρθένα. Παίζαμε ξυπόλητοι, παίζαμε με το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια που φορούσαμε όλη μέρα-κάθε μέρα, παίζαμε με ένα ζευγάρι λευκές ελβιέλες που είχαμε όσοι συμμετείχαμε στις ετήσιες γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου. Το ποδόσφαιρο, όπως η θάλασσα, το τραγούδι, το σινεμά και το φλερτ, ήταν μέρος της ζωής μας. Δεν ήμασταν θεατές, ήμασταν παίχτες. Κι όταν γινόμασταν θεατές, δεν καθόμασταν σε ένα καναπέ με τηλεόραση και πίτσα, αλλά στην τσιμεντένια κερκίδα του γηπέδου, φωνάζαμε, κλαίγαμε, πανηγυρίζαμε, χειροκροτούσαμε και αποθεώναμε όρθιοι τους ήρωές μας, που καμιά φορά τους συναντούσαμε τυχαία και στο λεωφορείο.
Για μένα, ο Κώστας Νεστορίδης ήταν ο δικός μας Τζίμι Γκριβς, ο παιχταράς της Τότεναμ, ο μεγαλύτερος σκόρερ στο αγγλικό πρωτάθλημα που έβαζε τα πιο μαλακά γκολ στο αντίπαλο τέρμα. Και ο μικρόσωμος Μίμης Παπαϊωάννου που κάρφωνε τα δίχτυα με το κεφάλι και έπαιζε μπουζούκι με το αριστερό του χέρι δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη, ήταν η προσωποίηση της ήπιας δύναμης. Όταν ο Σοφιανίδης άνοιξε προποτζίδικο στην πλατεία Αμερικής, τον είχαμε καθημερινά κοντά μας και συμπληρώναμε κανένα δελτίο μόνο και μόνο για να ακούμε τις συζητήσεις που γίνονταν με τον Σταματιάδη, τον Σκευοφύλακα και τον Σεραφείδη που περνούσαν από το κατάστημα για τα νέα της βδομάδας. Συζητήσεις που μεταφέρονταν ως αποκλειστικές πληροφορίες και σχολιάζονταν στην καφετέρια του Σαραφείδη, στην πλατεία μας.

Με τα Τουρκάκια
Είχα αρχίσει να παίζω ποδόσφαιρο από την Πόλη. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, στα Ταταύλα, σε μια μεγάλη αλάνα, κατέβαινα με τη μπάλα μου και παίζαμε με τα Τουρκάκια που υποστήριζαν τη Φενέρ Μπαχτσέ κόντρα στους άλλους που υποστήριζαν τη Γαλατά Σεράι. Μάλλον έπαιζα καλή μπάλα· δυναμικός τριπλαδόρος. Μου το τόνιζε πολλά χρόνια αργότερα ο Αλέξης Κούγιας, ο οποίος -μπαλαδόρος κι αυτός- φλέρταρε την ομάδα που είχα δημιουργήσει στη γειτονιά, την τοπική ΑΕΚ, δηλαδή την Αθλητική Ένωση Καλλιγά! Είχαμε στρογγυλή σφραγίδα με το σκίτσο ενός ποδοσφαιριστή στη μέση και κοινό ταμείο, που βάζαμε δεκάρες και ενίοτε δραχμούλες, για να μαζέψουμε το ποσό που χρειαζόταν για τις εμφανίσεις της ομάδας. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που πήγαμε στην Ομόνοια για να αγοράσουμε ομοιόμορφες φανέλες, σορτς και κάλτσες για την ομάδα μας. Ήμασταν ευτυχισμένοι.
Αυτές είναι συγκινήσεις που έχω την αίσθηση ότι χάθηκαν μαζί με το πιο άμεσο, συμμετοχικό και συναισθηματικό τοπίο της δεκαετίας που η ΑΕΚ, έπαιρνε πρωταθλήματα και κύπελα, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο μπάσκετ. Όταν, το 1968, με τους αερόβιους Μόσχο, Ζούπα, Αμερικάνο, Τρόντζο και λοιπούς, έφτασε, στον τελικό του Κυπέλου Κυπελούχων και νίκησε τη Σλάβια Πράγας 92-89 σε ένα συγκλονιστικό αγώνα στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, όλη η οικογένειά μας πανηγύριζε μαζί με ογδόντα(;) χιλιάδες φιλάθλους που κατέρριψαν κάθε ρεκόρ προσέλευσης σε αγώνα μπάσκετ παγκοσμίως!
Μπάλα συνέχισα να παίζω στην ομάδα που φτιάξαμε στη Νομική σχολή στα χρόνια της χούντας και αργότερα με τους αδελφούς Φαληρέα, μέχρι που κατάλαβα ότι οι μεγάλοι παίζουν πιο σκληρά και άγρια από τους μικρούς και εγκατέλειψα τα γήπεδα με λίγο στραβά πόδια και πολλά σημάδια από κλοτσιές και πεσίματα. Τελευταίες εμπλοκές ήταν ο ποδοσφαιρικός αγώνας στο γήπεδο του Απόλλωνα με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και άλλους καλλιτέχνες, ΑΕΚτζήδες και μη, πριν από από μία μεγάλη συναυλία ελληνικού τραγουδιού που οργάνωσε το περιοδικό Ντέφι, το 1984, και, αργότερα, η συμμετοχή μου στην Ένωση 1924 με παρότρυνση του Γρηγόρη Ψαριανού.
Στην οικογένεια, παραδοσιακά, ήμασταν όλοι ΑΕΚ εκτός από την ανιψιά μου, τη Χρύσα, που μας βγήκε Παναθηναϊκός λόγω της παιδικής της προτίμησης στον Ρότσα και τον Σαραβάκο. Και από το πειραιώτικο παρακλάδι που έχει το καππαδοκικό σόι μας, διασκορπισμένο από τη Μικρασιατική Κ αταστροφή, διακρίθηκε σαν πλεϊμέικερ του Ολυμπιακού και της Εθνικής ομάδας μπάσκετ, ο γρήγορος και ευφάνταστος Σταύρος Ελληνιάδης.

Μάνα Αεκτζού
Αλλά, απ’ όλους πιο αφοσιωμένη στην ΑΕΚ, ήταν η μητέρα μας, η κυρία Χρυσούλα για τους φίλους, η οποία παρακολουθούσε ανελλιπώς την ομάδα ώς τα 93 της που αποχώρησε από τον παρόντα κόσμο. ΑΕΚτζού, με παράπλευρες συμπάθειες τον ΠΑΟΚ λόγω δικεφάλου αετού και τον Πανιώνιο λόγω Σμύρνης, άκουγε, κάθε Κυριακή, τη ραδιοφωνική αναμετάδοση των αγώνων με ένα ιδιόμορφο τρόπο που φανέρωνε όλη την αγωνία της για το αποτέλεσμα. Άνοιγε και έκλεινε συνεχώς το ραδιόφωνο, ακούγοντας αποσπάσματα από τη μετάδοση, για να κρατάει υπό έλεγχο το καρδιοχτύπι που της προκαλούσαν οι επικίνδυνες για την ΑΕΚ φάσεις! Κι όταν έβαζε γκολ ή κέρδιζε το παιχνίδι η ΑΕΚ, μου τηλεφωνούσε ενθουσιασμένη, για να με ενημερώσει και να μοιραστεί μαζί μου τη χαρά της. Όταν πάλι η ομάδα τα έκανε μούσκεμα, όχι ασυνήθιστο τα τελευταία χρόνια, εξέφραζε την απογοήτευσή της λέγοντας περίλυπα αλλά τρυφερά «η γαϊδούρα έχασε», μιλώντας για τις χαμένες ευκαιρίες, σχολιάζοντας τις αδικαιολόγητες ήττες από μικρές ομάδες, ενώ θύμωνε με τα πέναλτι που πίστευε ότι συστηματικά χαρίζανε οι διαιτητές στον ακατονόμαστο.
Δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει ότι κάποιο από τα «τομάρια», όπως αποκαλούσε τους μεγαλοπαράγοντες στους οποίους ξέπεφτε διαδοχικά η ΑΕΚ, είχε γκρεμίσει το γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια, τη συνοικία με τα ωραία δίπατα σπίτια των προσφύγων, το διάσπαρτο πράσινο, τις πρωτομαγιάτικες γιορτές και τις πολίτικες ταβέρνες που μας πήγαινε ο πατέρας μας από μικρά παιδιά. Εκεί, που βλέπαμε τα ντέρμπι ακόμα και όρθιοι, χωρίς κιάλια, με την ανιψιά στους ώμους να μας περιγράφει τις φάσεις σαν περισκόπιο για όση ώρα διαρκούσε το ματς.
Η μητέρα συμπαθούσε τον Μπάγεβιτς, την ενοχλούσε πολύ η λήθη και η αχαριστία, και απογοητευόταν από τις συμπεριφορές των νεαρών οπαδών που χουλιγκάνιζαν. Αυτοί δεν είναι ΑΕΚ, έλεγε με πικρία. Η δική της ΑΕΚ είχε ιστορία, στιλ και φινέτσα. Γι’ αυτό και μεις, φεύγοντας για το μακρινό της ταξίδι, βάλαμε στις αποσκευές της ένα CD του Καζαντζίδη και ένα σημαιάκι της ΑΕΚ με το δικέφαλο, τραγουδώντας όλοι μαζί το «Δυο πόρτες έχει η ζωή».

Στέλιος Ελληνιάδης

(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο που επιμελήθηκε
ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης «Κίτρινο και Μαύρο»
με αφορμή μια έκθεση με έργα του εμπνευσμένα
 από την ομάδα μας, το 2010.)

Υ.Γ. Ας ευχηθούμε και ας προσπαθήσουμε
να φτιάξουμε την καινούργια ΑΕΚ χωρίς τα κουσούρια
και τα λαμόγια της προηγούμενης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!