Όπως έχω ξαναγράψει, δεν είμαι απλά άσχολ. Είμαι πολυάσχολ. Προς απάντηση, ωστόσο, των απανταχού επικριτών μου, θα ήθελα να επαναλάβω ότι δεν το κάνω από επιτήδευση το κάνω από ανάγκη για επιβίωση. Ο άρτος είναι επιούσιος, δεν χωρεί αμφιβολία. Όμως ο άνθρωπος είναι αδύνατον να ζήσει μόνο με άρτο (και για τον άρτο). Ο άνθρωπος πρέπει επίσης να θρέψει την ψυχή του. Και η ψυχή –άτιμο πράγμα– δεν θρέφεται με ετοιματζίδικο φαγητό από delivery. Η ψυχή χρειάζεται φροντίδα: μία φροντίδα, την οποία η άτεγκτη επαγγελματική μας ρουτίνα και η αιώνια ανακύκληση της καθημερινότητάς μας είναι ανίκανες να της προσφέρουν. Εξ ου και η πάγια πεποίθησή μου ότι όποιος επιθυμεί να φροντίσει την ψυχή του, πρέπει να μεταμορφωθεί σε έναν μικρό εξερευνητή και να προσανατολίσει την ύπαρξή του πέρα από την επικράτεια του προφανούς και του κοινότοπου. Καθένας μας πρέπει να ανακαλύψει τον δικό του Λαβύρινθο του Πάνα, τη δική του ντουλάπα της Χλόης, το δικό του ιπτάμενο χαλί. Αλλιώς, δεν μας περιμένει τίποτε άλλο στην άκρη του δρόμου, πέρα από μία χούφτα ψυχοφάρμακα.
Μιλώ για φυγή –αλλά όχι για οποιαδήποτε φυγή. Μιλώ για απόδραση– αλλά όχι με οποιοδήποτε κόστος (τα ναρκωτικά, ο τζόγος και η πορνεία είναι επίσης φυγή). Υπερασπίζομαι μάλλον μια φυγή δημιουργική και ποιητική, μια φυγή προς τον ουρανό, που μεταμορφώνει τον κόσμο και αυγατίζει τον εαυτό. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο όμως, υπερασπίζομαι μία φυγή την οποία καμία «κανονικότητα» δεν μπορεί να σου προσφέρει –και κατά τούτο, πρέπει να την ανακαλύψεις μονάχος (ή το πολύ, με μια παρέα συντρόφων). Μέχρι τώρα, η εμπειρία μου έχει αποδείξει ότι οι άνθρωποι δυσανασχετούν απέναντι στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας φυγής. Και κάθε φορά που εισηγείσαι τη σημασία της, σε κατηγορούν ως «αιθεροβάμονα» «γραφικό» ή «ονειροπόλο». Μιλάς σε μαθητές γυμνασίου και λυκείου για την ανάγκη να φτιάξουν το δικό τους παραμύθι, και σε ρωτούν σε τι «ωφελεί» και τι «χρειάζεται». Σιγοψιθυρίζεις τη διαίσθησή σου σε συναδέλφους, και οι περισσότεροι εξ αυτών σε κοιτούν σαν να είσαι UFO. «Εγώ είμαι πρακτικός ανθρώπος», σου λένε. «Ωραία όλα αυτά, αλλά τους λογαριασμούς της ΔΕΗ δεν θα τους πληρώσει η ποίηση». Πολύ σωστά, υποκόπανε. Μείνε λοιπόν στη ζεστασιά του στάβλου και τους λογαριασμούς σου. Και το βραδάκι, μην ξεχάσεις να παραγγείλεις σουβλάκια και να δεις τηλεόραση.
Δεν έχω τίποτε, φυσικά, με την «κανονικότητα». Όταν μάλιστα απευθύνεται στους ελάχιστους αδελφούς μας –τους πρόσφυγες, τους άνεργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους– θα έλεγα ότι η κανονικότητα συνιστά ήδη μία υπέρβαση – ένα προοίμιο της ουτοπίας. Το πρόβλημα εκκινεί από τη στιγμή που το αίτημα της «κανονικότητας» παύει να αφορά σε εκείνους που πραγματικά τη χρειάζονται, και γίνεται έβλημα του κεντροδεξιούλη και του κεντροαριστερούλη, του μικροαστού, του σταλινίσκου και του χρυσαύγουλου.
Εκείνων, δηλαδή, που ήδη την έχουν σε περίσσεια. Και που τους έχει θάψει ζωντανούς, χωρίς να το ξέρουν.