Διαβάστε: Μέρος Α’

Όταν εμφανίστηκαν οι πρόσφυγες στις ελληνικές ακτές, στα περισσότερα μέρη ήταν ανεπιθύμητοι. Ήταν ανεπιθύμητοι γιατί ήταν πάρα πολλοί, γιατί θύμιζαν στους γηγενείς την καταστροφή του ελληνικού στρατού και την τελεσίδικη διαγραφή της Μεγάλης Ιδέας που είχε συνεπάρει πολύ κόσμο, αλλά και γιατί ήταν με άδεια χέρια έχοντας αφήσει τα πάντα στα μέρη που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν! Ανεπιθύμητοι για τους φτωχούς και μικρομεσαίους που αποτελούσαν την πλειονότητα του ελλαδικού πληθυσμού και στις περιοχές των οποίων κατευθύνονταν τα προσφυγικά ρεύματα, καταλαμβάνοντας εδάφη για κατοικία και θέσεις εργασίας, αποσπώντας κρατικούς πόρους που χρειάζονταν και οι ντόπιοι για τον εαυτό τους. Ανεπιθύμητοι και για τους εύπορους για παραπάνω από ένα λόγους: επειδή οι πρόσφυγες ήταν εχθρικοί στην πολιτική και οικονομική ελίτ που ευθυνόταν για την καταστροφή και τον ξεριζωμό και επειδή ήταν φορείς ενός πολύ ισχυρού λαϊκού και έντεχνου πολιτισμού που η ελίτ θεωρούσε ότι αντιστρατευόταν τη δική της κουλτούρα που ήταν ένα αναφομοίωτο δυτικότροπο υβρίδιο. Έτσι, φτωχοί και πλούσιοι, αγράμματοι και μορφωμένοι, από την ίδια ή διαφορετική αφετηρία, χαρακτήριζαν τους πρόσφυγες «Ανατολίτες», «Τουρκόσπορους» και «ογλούδες» και τους αντιμάχονταν καταφεύγοντας συχνά στην ψυχολογική και σωματική βία. Οι καταγεγραμμένες ιστορίες είναι τρομακτικές για την απανθρωπιά τους. Και σε ορισμένες περιοχές υπερτερούν έναντι των περιπτώσεων θετικής αποδοχής και συνύπαρξης. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να κερδίσουν με τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά τους την αναγνώριση και αποδοχή οι πρόσφυγες ως ισότιμοι Έλληνες.

Από πράγματα, οι πρόσφυγες κουβαλούσαν μαζί τους μόνο κάτι μπόγους με κάποια χρειώδη, ό,τι μπόρεσε να αρπάξει από ένα ολόκληρο νοικοκυριό και να μεταφέρει ο καθένας. Οι πιο τυχεροί, λίγα ρουχαλάκια για τα παιδιά, καμιά κουβέρτα, μια εικόνα, δυο βραχιόλια, μια κατσαρόλα, δύο ψωμιά, τρεις οικογενειακές φωτογραφίες, τα πιστοποιητικά βάπτισης… Πολλοί μπήκαν στις βάρκες μόνο με τις βέρες τους! Και κάποιοι μουσικοί με το βιολί ή το τουμπερλέκι τους! Αλλά όλοι είχαν μπόλικα εφόδια στο μυαλό τους και στα χέρια τους! Ιστορίες, γλώσσες, συνταγές μαγειρικής, τεχνικές ραψίματος, πλεξίματος και κεντήματος, γνώσεις παραδοσιακής ιατρικής, εμπορίου, αγροτικών εργασιών, χειροποίητων κατασκευών και, βέβαια, καλλιτεχνικών ταλέντων, παραμυθιών, ψαλμών και τραγουδιών που κανένας δεν μπορούσε να τα αφαιρέσει και να τα παρακρατήσει. Με αυτά τα διανοητικά εφόδια ξαναέστησαν τις ζωές τους σε άγνωστους και αφιλόξενους τόπους, καταταλαιπωρημένοι και αποδεκατισμένοι.

Ξενόφερτη μουσική

Αυτή ήταν η κατάσταση εν Ελλάδι και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει να δει κανείς τη θέση και το ρόλο της μουσικής. Επί εκατό σχεδόν χρόνια, υπό την αιγίδα των βασιλικών αυλών, του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄, οι υποστηρικτές του «δυτικού δρόμου» μονοπώλησαν το πώς παιζόταν, τι παιζόταν και τι ακουγόταν στο ελληνικό κράτος. Από τις στρατιωτικές μπάντες που έφεραν οι Βαυαροί μέχρι το ελληνικό θέατρο που πρόσφερε τη βασική σκηνή από την οποία λανσάρονταν οι μουσικές και τα τραγούδια, η μουσική των Ελλήνων ήταν αποκλεισμένη ολοκληρωτικά. Κυριαρχούσαν οι ξένες μουσικές αυτούσιες και διασκευασμένες. Το μόνο ελληνικό που μπορούσε κανείς να βρει ανάμεσα στα εκατοντάδες ξενόφερτα τραγούδια ήταν –και όχι πάντα- οι στίχοι, που κι αυτοί συνήθως ήταν μεταφράσεις των ξένων τραγουδιών. Έτσι, έφτασαν οι ευρωπαϊστές να αποκαλούν «ελληνικά» τα μεταγλωττισμένα ξένα! Τουλάχιστον μέχρι το 1922 οι συνθέτες, ενορχηστρωτές και μουσικοί της έντεχνης σχολής απέφευγαν συνειδητά κάθε ίχνος ελληνικότητας στη μουσική που έγραφαν και έπαιζαν είτε επρόκειτο για αυτοτελή μουσικά έργα, είτε για όπερες, κωμειδύλλια, δραματικά ειδύλλια, οπερέτες και επιθεωρήσεις. Κατ’ εξαίρεσιν, σε λίγα θεατρικά έργα, ενσωματώθηκαν κάποια στοιχεία ελληνικής λαϊκής μουσικής της υπαίθρου, τα οποία κι αυτά παίζονταν δυτικότροπα αλλοιώνοντας τελείως το ύφος και τη σημασία τους.

Αυτό ήταν το κεντρικά κυρίαρχο μουσικό καθεστώς κυρίως στην Αθήνα και κατά προέκταση σε άλλες πόλεις. Και αυτό βρήκαν οι πρόσφυγες με το που έβαλαν το κεφάλι τους κάτω από κάποια στέγη. Κάτι όχι άγνωστο, αλλά ξένο. Βέβαια, στην ύπαιθρο, υπήρχε το δημοτικό τραγούδι, το οποίο διατηρούσε τα «οχυρά» του, ενώ στις πόλεις, στα περίχωρα και τις λαϊκές γειτονιές, το έδαφος ήταν πιο πρόσφορο για τη μουσική των προσφύγων. Από τον προηγούμενο αιώνα είχαν ξεπηδήσει στέκια, τα καφέ αμάν και διάφορα κουτούκια, ταβέρνες και καφενεία, στα οποία μπορούσες να ακούσεις «ανατολίτικα» τραγούδια: αμανέδες, πολίτικα, σμυρνέικα, τούρκικα, αλλά και αρμένικα, εβραίικα και, από σπόντα, ελαφρά και δημοτικά.

Επιβολή κι αποτυχία

Στο ελληνικό κράτος που όλα εκπορεύονταν από την Αθήνα, η κουλτούρα των προσφύγων από την Ανατολή ήταν εκ προοιμίου απωθητική και ανεπιθύμητη. Αυτοί που κυριαρχούσαν στην πολιτική, στον Τύπο και στα πολιτιστικά ήταν αρνητικοί σε κάθε τι που προερχόταν από την Ανατολή. Είχαν αγωνιστεί επίμονα και συστηματικά από τη δεκαετία του 1830 να αποβάλλουν από το ελλαδικό κράτος οτιδήποτε θεωρούσαν ότι είναι ανατολίτικο ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανατολικοφέρνει. Στη μουσική, αυτό συμπεριλάμβανε ακόμα και το δημοτικό τραγούδι. Θεωρείτο κι αυτό κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας. Ήταν μονοφωνικό και εντελώς ασύμβατο με την ευρωπαϊκή πολυφωνική μουσική. Ήταν γέννημα της καθυστερημένης Ανατολής και όχι της πεφωτισμένης Δύσης. Κάθε προσπάθεια ορισμένων μουσουργών και παραγωγών του θεάτρου να εξευρωπαϊστεί η μονοφωνική μουσική είχε, στην καλύτερη περίπτωση, πρόσκαιρα και πενιχρά αποτελέσματα.

Οι μουσικές και τα τραγούδια που έρχονταν απευθείας είτε από την Πόλη είτε από τη Σμύρνη, την Καππαδοκία, την Ανατολική Θράκη ή τον μικρασιατικό Πόντο, θεωρούνταν εκ γενετής μολυσμένα και ήταν ανεπιφυλάκτως απορριπτέα. Και πέρα από το μουσικολογικό γενετικό τους μειονέκτημα, ήταν και στη δημοτική γλώσσα η οποία επίσης θεωρείτο χαμηλής υποστάθμης!

Βέβαια, το «ευρωπαϊκό» οικοδόμημα στη μουσική και το τραγούδι, που πίσω από τη βιτρίνα του έκρυβε ένα ετοιμόρροπο κτήριο, είχε ήδη παρουσιάσει ρωγμές. Πρώτα-πρώτα δεν είχε καταφέρει ούτε στο ελάχιστο να αποκτήσει μια ελληνικότητα. Ακόμα και η ελίτ που έβλεπε το νεότερο ελληνικό πολιτισμό ως συνέχεια του αρχαίου, είχε περιέλθει σε αδιέξοδο στο ζήτημα της μουσικής και είχε παραμείνει, εκατό χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, στη στείρα μίμηση που είχε πλέον εξελιχθεί σε κακοφωνία από τις υπερβολικές καταχρήσεις. Ενώ στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική υπήρχαν ενδιαφέροντα δείγματα ενός μείγματος, νεοκλασικού ή νεοευρωπαϊκού, ο κανόνας στη μουσική και το τραγούδι ήταν η μίμηση, η αντιγραφή και η κλοπή από τα ευρωπαϊκά πρότυπα που δεν είχαν κανένα στοιχείο ελληνικότητας. Και μερικές γενναίες προσπάθειες που έγιναν διαφοροποίησης από το κυρίαρχο ρεύμα είχαν μείνει ορφανές και άτεκνες.

Οι ευρωπαϊστές που έβλεπαν και τον αρχαίο πολιτισμό μέσα από την ευρωπαϊκή πρόσληψη και εκδοχή του, δεν κατάφεραν να επινοήσουν μια νέα ελληνική μουσική και ένα νέο ελληνικό τραγούδι με έρεισμα και απήχηση. Παρομοίως, παρ’ όλη την επί εκατό χρόνια επικράτησή τους, απέτυχαν πλήρως και στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν την αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα στον ελληνικό λαό.

Οι προσφυγοπούλες αμείβονταν με το ένα τρίτο του μισθού των εργατών

Αθλιότητα

Το 1922, η ευρωπαϊκή μουσική και η καθαρεύουσα ήταν μονοδιάστατα εδραιωμένες. Στο γλωσσικό ζήτημα αντιρρήσεις και αντιστάσεις είχαν εκδηλωθεί εντονότατα και αποτελεσματικά από τον Παλαμά, τον Ψυχάρη κ.ά., αφού η γλώσσα του Σολωμού -από την εποχή της Επανάστασης- δεν είχε υιοθετηθεί. Αντίστοιχα, στη μουσική, οι «ενστάσεις» ήταν μικρότερες, μιας και το δημοτικό τραγούδι ήταν απομονωμένο στην ύπαιθρο επηρεάζοντας ελάχιστα τις αστικές ελίτ και το λαϊκό αστικό τραγούδι που ερχόταν από την Πόλη, τη Σμύρνη και ζυμωνόταν στα χαμηλότερα στρώματα των ελλαδικών πόλεων, ήταν οριοθετημένο στο περιθώριο. Κι αυτό αντανακλούσε το στάτους στο οποίο ήταν καταδικασμένα τα λαϊκά στρώματα.

Ένα αιώνα μετά την Επανάσταση, η ζωή των μη πλουσίων σε όλη την Ελλάδα ήταν από οριακά ανεκτή έως άθλια. Κι αυτός σίγουρα ήταν ένας από τους λόγους που η κουλτούρα του εποικοδομήματος δεν έλεγε να ριζώσει στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Το πίεζε, αλλά δεν το διαπερνούσε. Ούτε την καθαρεύουσα ούτε τη δυτική μουσική υιοθετούσαν τα λαϊκά στρώματα, αλλά ούτε η φωνή τους ακουγόταν έξω από τους μαχαλάδες και τα χωριά. Πολιτισμικά, ήταν δύο κόσμοι παράλληλοι, με λίγα κοινά στοιχεία. Ο ένας κόσμος, του εποικοδομήματος, που έλεγχε το κράτος, την οικονομική ζωή και τα μέσα έκφρασης και επικοινωνίας, ήταν πολύ επιθετικός και εξαναγκαστικός και ο άλλος, της βάσης, ήταν σε κατάσταση άμυνας και κλεφτοπολέμου μέσα στα δικά του ανθεκτικά πολιτισμικά χαρακώματα. Εκατό χρόνια πλύσης εγκεφάλου στην κατεύθυνση του δυτικού μονόδρομου δεν είχαν αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς. Πολιτισμικά, η κοινωνία ήταν βαθιά διαχωρισμένη. Οι ντοπιολαλιές, τα δημοτικά τραγούδια, τα καφέ αμάν, οι χοροί, ο Καραγκιόζης, οι ενδυμασίες, τα φαγητά, τα πανηγύρια, τα παραδοσιακά επαγγέλματα, οι γειτονιές, τα ήθη και τα έθιμα κάθε κοινωνικής μονάδας, τα παραμύθια, οι παροιμίες, τα παιχνίδια, τα μοιρολόγια και τα κεντήματα, διατηρούσαν τη συνοχή και συνάφεια των λαϊκών συλλογικοτήτων όσες διαβρώσεις κι αν υφίσταντο εκ των άνω.

Όταν κατέφθασαν οι πρόσφυγες, μαζικά, μονοκόμματα και σε πολύ μεγάλες ποσότητες, εξαθλιωμένοι, απένταροι και απελπισμένοι, διαπίστωσαν ότι μεγάλα τμήματα του εντόπιου πληθυσμού δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ’ αυτούς που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και ξεριζωθεί από τον πόλεμο και την ήττα. Μπορεί το ελληνικό κράτος να μεγάλωνε και η αστική του τάξη να ζούσε πλουσιοπάροχα, αλλά αυτό ελάχιστα είχε ευεργετήσει τα λαϊκά στρώματα της υπαίθρου και των πόλεων που παρέμεναν φτωχά και μίζερα. Κι ας ήταν αυτά που είχαν πληρώσει ξανά με το δικό τους αίμα το δεκαετή πόλεμο που διεξήγαγαν από κοινού, πέρα από τις μεταξύ τους συγκρούσεις, τα δύο ανταγωνιστικά τμήματα της ελίτ, το βασιλικό και το βενιζελικό.

Αυτή η παραμέληση και αθλιότητα των εντόπιων λαϊκών στρωμάτων τροφοδοτούσε και την πικρία και αντίθεσή τους με τα προσφυγικά κύματα που απειλούσαν, αρχικά τουλάχιστον, με το μερίδιο που χρειάζονταν για την επιβίωσή τους και τα λιγοστά κεκτημένα των εδώ φτωχών! Έτσι, εύρισκε εύφορο έδαφος και η προπαγάνδα κύκλων της ελίτ που αντιπαθούσαν τους πρόσφυγες ως φορείς ενός πολιτισμού που θεωρείτο κατώτερος επειδή προερχόταν από την Ανατολή.

Χωρίς νερό

«Με ανοιχτές πληγές από την πολύχρονη στρατιωτική της περιπέτεια, η χώρα είχε έτσι κι αλλιώς να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα που αφορούσαν την κατάσταση των γηγενών της πληθυσμών, οι οποίοι διαβιούσαν (και ιδίως τα φτωχότερα στρώματά της) δίχως άλλο στο όριο της εξαθλίωσης. Προς τούτο, η έρευνα που διενεργήθηκε το 1920 με εντολή του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τις συνθήκες κατοικίας των εργατών σε Αθήνα και Πειραιά, παρέχει μια αποκαλυπτική όσο και αποκαρδιωτική εικόνα: στις εργατικές γειτονιές της Αθήνας, την παραμονή της έλευσης των προσφύγων, χιλιάδες φτωχοί διέμεναν υπό δραματικές συνθήκες. Το 70% των οικογενειών ζούσε σε «σπίτια» με ένα μόνο παράθυρο, ενώ το 24% διέθετε το προνόμιο να έχει ένα παράθυρο ακόμη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τη μία και μοναδική «τουαλέτα» μοιράζονταν από πέντε έως δέκα οικογένειες, ενώ το πρόβλημα της εξεύρεσης πόσιμου νερού αποτελούσε μια μικρή και καθημερινή οδύσσεια. Οι λιγοστές κοινόχρηστες βρύσες εξυπηρετούσαν δεκάδες οικογένειες, με αποτέλεσμα οι ουρές να είναι ατελείωτες και οι καυγάδες των γυναικών ομηρικοί. Στις περιπτώσεις που το νερό δεν επαρκούσε, νερουλάδες που κουβαλούσαν την πραμάτειά τους (συνήθως από την Πεντέλη και το Μαρούσι) στις φτωχογειτονιές της Αθήνας εξυπηρετούσαν τους εργάτες και τις οικογένειές τους. Όταν η αγορά νερού κρινόταν ασύμφορη, πηγάδια με γλυφό νερό, κατάλληλο μονάχα για το πλύσιμο και την καθαριότητα, χρησιμοποιούνταν ως έσχατη λύση. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι μεταδοτικές ασθένειες έπλητταν ιδιαίτερα τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, κάτι που οι στατιστικές επιβεβαιώνουν. […] Η πλέον διαδεδομένη ασθένεια φυσικά ήταν η φυματίωση, η «νόσος της κατοικίας», ασθένεια άμεσα συνδεδεμένη με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των φτωχών σε σκοτεινές τρώγλες, τις οποίες ο ήλιος ποτέ δεν ζέσταινε. […] Και στις αγροτικές περιοχές, όμως, οι συνθήκες διαβίωσης κρίνονταν οριακές. Εκεί η φυματίωση υπήρξε περιορισμένη, ωστόσο η έτερη μεγάλη πληγή της ελληνικής κοινωνίας, η ελονοσία, θέριζε τους αγροτικούς πληθυσμούς. […] Συνολικά πάνω από δυόμισι εκατομμύρια στρέμματα καλύπτονταν από ελώδεις εκτάσεις, για να μην αναφερθεί κανείς στις πλημμύρες που συχνά κατέκλυζαν καλλιεργημένες εκτάσεις και επέτειναν το πρόβλημα.» (Κώστας Κατσάπης, «Το προσφυγικό ζήτημα», εκδ. Νεφέλη).

Αποκατάσταση

Μέχρι το 1930 που διαλύθηκε ο κύριος διαχειριστικός φορέας, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, είχαν κατασκευαστεί στις πόλεις μόνο 27.456 κατοικίες για τους πρόσφυγες και «η μεγάλη πλειοψηφία τους θα διαμένει σε αυτοσχέδιες οικίες και σε παράγκες από πισσόχαρτο τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950»! Αλλά κι εκεί που χτίζονταν τα σπίτια, δεν πλαισιώνονταν από τις απαραίτητες υποδομές για την ύδρευση, την αποχέτευση, τους χώρους αναψυχής κ.λπ. προκειμένου να δημιουργηθούν κανονικές αστικές γειτονιές. Ακόμα και στην πλατεία Αμερικής, που μεγαλώναμε εμείς, οι νεοπρόσφυγες από την Πόλη, το 1960, οι δρόμοι, 40 χρόνια από το 1922, ήταν ακόμα χωματόδρομοι, όπως και στη Νίκαια που και οι τουαλέτες ήταν έξω!

Και, βέβαια, η κατάσταση για τους φτωχούς γηγενείς ήταν ακόμα χειρότερη. Αυτοί δεν συμπεριλαμβάνονταν σε κανένα πρόγραμμα αποκατάστασης, έστω λειψό, τόσο στις μικρές πόλεις, τις ημιαγροτικές, όσο και στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.

Όλος αυτός ο κόσμος ανά την Ελλάδα δεν είχε, βέβαια, καμία σχέση ούτε με την εντόπια ελίτ που έβγαινε κάθε φορά πλουσιότερη από τις καταστροφές, θες με τα ξένα δάνεια με τα οποία υπερχρέωνε την Ελλάδα, θες με την αξιοποίηση του κάκιστα αμειβόμενου εργατικού δυναμικού, ούτε με τη μειοψηφία των Μικρασιατών και Κωνσταντινουπολιτών αστών, όπως ο Μποδοσάκης, που είχαν τον τρόπο να ρευστοποιήσουν, να διασώσουν και να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις περιουσίες που είχαν στους γενέθλιους τόπους. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι οι συναλλαγματικές καταθέσεις των προσφύγων στις ελληνικές τράπεζες τα έτη 1923-1927 έφταναν τα 230.000.000 χρυσές λίρες;! Την ώρα που οι πρόσφυγες για να βάλουν ένα τσίγκο πάνω από το κεφάλι τους και να ταΐσουν τα παιδιά τους, έκαναν κάθε δουλειά, όσο βαριά, όσο ευκαιριακή κι όσο κακοπληρωμένη κι αν ήταν, συχνά πολύ μακριά από την οικογένειά τους, ακόμα και σε άλλη πόλη, αναγκασμένοι να στέλνουν στα εργοστάσια και τα ανήλικα κορίτσια τους που έβρισκαν πιο εύκολα μια θέση εργασίας επειδή πληρώνονταν με το ένα τρίτο του μεροκάματου ενός άντρα! (Στοιχεία από το «Το προσφυγικό ζήτημα» του Κώστα Κατσάπη).

Προσεγγίσεις και διαχωρισμοί

Αυτή ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα από το 1922 και μετά. Σ’ αυτή τη χώρα βρέθηκαν οι πρόσφυγες, οι οποίοι, αν και κατακερματισμένοι και διασκορπισμένοι, αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό σώμα με αρκετά δικά του ευδιάκριτα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, με βασικότερο μάλλον το αίσθημα της εξ Ανατολών καταγωγής. Και παρ’ όλες τις αντιθέσεις με τους γηγενείς που προέκυπταν από τις πραγματικές δυσχέρειες της βίαιης και μαζικής μετεγκατάστασης, γρήγορα άρχισε μια σύζευξη που δεν είχε μόνο σχέση με τους γάμους, τη γειτονία και τη συνεργασία. Μια σύζευξη που όχι μόνο εκφράστηκε μέσα από το λαϊκό τραγούδι, αλλά επιταχύνθηκε κι ενισχύθηκε απ’ αυτό! Γιατί το τραγούδι των Ελλήνων της Ανατολής έβγαινε από τα σπλάχνα ενός ενιαίου χώρου, που χωριζόταν από πολιτειακά σύνορα, αλλά συνδεόταν πνευματικά. Γιατί ο χώρος που κατοικούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν επί χιλιάδες χρόνια συγγενείς, πολιτισμικά ενιαίοι και αδιαίρετοι με όλες τις ειδολογικές διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες τους. Η ιστορία, οι γλώσσες, οι μουσικές, οι θρησκείες, τα φαγητά, οι εργασίες, οι ήρωες, τα παραμύθια, οι παροιμίες, όλα ήταν αναμειγμένα και συγκοινωνούντα, στο ίδιο μεγάλο ψηφιδωτό. Ακόμα και οι καταπιεστές τους ήταν κοινοί!

Ειδικά, όμως, στο ελληνικό κράτος έγινε πολύ συνειδητή, συστηματική, επίμονη και σχολαστική προσπάθεια να αποκοπεί η Ελλάδα από το μεγαλύτερο σώμα και πνεύμα της καθ’ ημάς Ανατολής. Όχι μόνο να διαχωριστούν οι Έλληνες από τους άλλους συντοπίτες λαούς, αλλά να διαχωριστούν και αναμεταξύ τους, σε δυτικότροπους και ανατολικότροπους, εκτός κι αν οι δεύτεροι δέχονταν ή εξαναγκάζονταν να υποταχτούν και να αφομοιωθούν από τους πρώτους.

Όμως, μετά το 1922, όσο προχωρούσε η προσέγγιση και πρόσμιξη των προσφύγων με τους γηγενείς, τόσο διαταράσσονταν οι μέχρι τότε εσωτερικές ισορροπίες στην κοινωνία. Οι δύο κόσμοι, των πάνω και των κάτω, παρέμεναν ευκρινώς ξεχωριστοί, αλλά μία βασική εξέλιξη άλλαζε τους συσχετισμούς. Οι γηγενείς του κάτω διαζώματος είχαν δεχτεί μια απρόσμενη ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση με την εισροή των προσφύγων η οποία πολιτισμικά και πολιτικά δημιουργούσε νέα δεδομένα!

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!