Διαβάστε: Μέρος Α’Μέρος Β’Μέρος Γ’Μέρος Δ’Μέρος Ε’ ,Μέρος ΣΤ’, Μέρος Ζ’

Εάν δεν ανασυνθέσουμε στοιχειωδώς το «τοπίο», το «περιβάλλον», τις «συνθήκες» που ζουν οι Έλληνες στις ΗΠΑ, αλλά και τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, άλλα φερτά από τα μέρη καταγωγής τους κι άλλα που προκύπτουν από την τριβή τους με ένα κόσμο πολύ διαφορετικό, δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε ούτε πώς μεταφέρθηκε ούτε πώς διαμορφώθηκε στη συνέχεια το ελληνικό τραγούδι από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες της εγκατάστασης των μεταναστών στην Αμερική. Και σ’ αυτό, μας βοηθάει πολύ το ίδιο το περιεχόμενο, όπως και οι συντελεστές των τραγουδιών. Η μουσική, ο στίχος, το ύφος, τα όργανα, οι χώροι, αλλά και οι προσωπικότητες των καλλιτεχνών και οι ποιότητες των ακροατών, όπως και τα ιστορικοπολιτικά γεγονότα και οι επιρροές και επιβολές της φιλοξενούσας χώρας.

Σ’ αυτή την πρώτη φάση, από το 1890 ή το 1900 και μετά, τα καφενεία και οι άλλοι χώροι συνάθροισης, ακόμα και οι ευκαιριακοί και υπαίθριοι, αποτελούν εστίες επαναφοράς, αναπαραγωγής, δημιουργίας και διάδοσης των τραγουδιών. Στο προηγούμενο κομμάτι (φ. 578), αναφέρθηκα στα καφενεία, τα οποία μάλλον, τουλάχιστον μέχρι κάποια εποχή, φαίνεται ότι αποτελούσαν το πολυδιάστατο κέντρο κάθε ελληνικής κοινότητας. Έχει, όμως, σημασία να δει κανείς περισσότερο πώς λειτουργούσαν τα καφενεία και πώς συμπεριφέρονταν οι θαμώνες τους μέσα κι έξω από το καφενείο.

Στα καφενεία συζητούν, πίνουν καφέ και ποτό, τραγουδούν και χορεύουν! Σε τέτοιους χώρους, μαζικούς και με νεύρο, με εντάσεις και βαριά ατμόσφαιρα, συχνά εύφλεκτη, όπου όλα είναι ανοιχτά, παίζονται τα τραγούδια με το ακροατήριο να συμμετέχει και να διαμορφώνεται. Τα δημοτικά, τα κλέφτικα, τα νησιώτικα και τα υπόλοιπα, αναπαράγονται και μεταφέρουν μνήμες και προκαλούν συνειρμούς. Τα λαϊκά κάνουν συνδέσεις καθώς σταδιακά γίνονται πιο συμβατά με το νέο περιβάλλον, το αστικό, βιομηχανικό, οικονομικό, πολιτισμικό, του νέου τρόπου ζωής, και το εκφράζουν καλύτερα. Ανέκαθεν, τα λαϊκά τραγούδια γράφονται για «χώρους», για κατηγορίες ανθρώπων. Το λεγόμενο crossover, «για όλους», είναι μεταγενέστερο… 

Στα καφενείο

Παίζω πόκα, παίζω πινάκλι, παίζω κολτσίνα, τριόφο, φαραώ
κι αντίς για να ρεφάρω, χάνω και το βιδάνιο
………………………….
με την τράπουλα στα χέρια πάντα ξημερώνουμαι
Για ελάτε, μωρέ σύντροφοι, να σας πω τι έπαθα
από όσα είχα κάνει, μα ποτές δε ρέφαρα
Για ελάτε, μωρέ σύντροφοι, να δούμε τι θα κάνουμε
γιατί το νοίκι μάς πλακώνει και όξου θα μας βγάλουνε
γιατί το νοίκι μάς ζυγώνει και όξου θα μας βγάλουνε

(«Παίζω πόκα παίζω πινόκλι» του Δημοσθένη Ζάττα με τον Γιώργο Κατσαρό κιθάρα-τραγούδι, Σικάγο 1929) 

«Στα ελληνικά καφενεία, που οι μετανάστες έβρισκαν ανάμεσα σε άλλα και μια παρηγοριά στη διάρκεια των μοναχικών ωρών, μαζεύονταν κάθε είδους Έλληνες: υπάλληλοι σιδηροδρόμων, εργάτες εργοστασίων, μαγαζάτορες, επαγγελματίες, άνεργοι, συνδικαλιστές, ερασιτέχνες φιλόσοφοι, όλο το κουτσομπολιό της κοινότητας, χαρτοκλέφτες, φιλοθεάμον κοινό.

Τα καφενείο ήταν επίσης κέντρο διασκεδάσεως. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα με χαρτοπαίκτες βαθιά βυθισμένους σε κάποιο παιχνίδι, πολύ συχνά το «σκαμπίλι». Όταν κουράζονταν από το παιχνίδι βρισκόταν πάντα μια καινούργια διασκέδαση, καμιά φορά η μουσική. Ίσως να ‘βγαιναν στην επιφάνεια ένα ή δύο βιολιά, μια μεγάλη κιθάρα, με τρομερή αντήχηση, κι ένα σαντούρι. Μετά από ορισμένες συγχορδίες σε μινόρε, μια πολύ λυπητερή εισαγωγή γινόταν το σύνθημα για δύο, ίσως και τέσσερα, παλληκάρια να βγουν πιο πέρα και να πιάσουν τα χέρια. Μετά την απομάκρυνση των τραπεζιών, οι θεατές μαζεύονταν τριγύρω και ενθαρρύνανε με φωνές τους χορευτές, καθώς αυτοί άρχιζαν τα βήματά τους. Όταν τελείωνε επιτυχημένα ένας χορός επιβραβευόταν με χειροκροτήματα, ποτά για τους εκτελεστές και εκείνη την απαραίτητη προσφώνηση «εις υγείαν σας»…

Στην ακμή της περιόδου της μετανάστευσης, ορισμένα καφενεία διέθεταν μουσική για τους πελάτες τους. Σε τέτοια μέρη μπορούσε να βρει κανείς ένα ή δύο εκτελεστές μπουζουκιού και λαγούτου. Ένα φημισμένο καφενείο είχε προσθέσει μια τετραμελή ορχήστρα, τρία βράδια την εβδομάδα, που συνόδευε την Ελένη Αντωνοπούλου, μια επαγγελματία τραγουδίστρια καφενείου (προφανώς καφέ αμάν) από την Πόλη.

Ορισμένα καφενεία έγιναν διαβόητα όταν κατάντησαν χαρτοπαικτικές λέσχες… Τα αρχεία της αστυνομίας αρκετών πόλεων είναι γεμάτα από ονόματα φυλακισμένων για τέτοιες δραστηριότητες. Άλλα καφενεία μπήκαν κάτω από την επιτήρηση της αστυνομίας και έκλεισαν προσωρινά. Σε μια τέτοια περίπτωση ο δήμαρχος του Σικάγο καταδίκασε τα καφενεία ως κέντρα κακόφημα. Τα κατέταξε στους χώρους φθηνής διασκεδάσεως και τους τεκέδες (opiumdens)… Εν πάση περιπτώσει τα καφενεία έγιναν σωστά καταφύγια για πολλούς μετανάστες…

Με τον καιρό, το καφενείο έχασε την έλξη του. Μια καλύτερα οργανωμένη κοινωνική ζωή, μια γνώση των Ηνωμένων Πολιτειών, η δημιουργία καινούργιων συναναστροφών, μια κάποια γνώση της αγγλικής γλώσσας και η αντικατάσταση με άλλου τύπου διασκεδάσεις, έφεραν την παρακμή τους.»

(από το βιβλίο του Θεόδωρου Σαλούτου «The Greeks in the United States», Harvard University Press, 1964)

Ρίσκο

Χαρτοπαίκτη με φωνάζουν
κι όλοι με καταδικάζουν
Ξέρω παίζω, ξέρω κλέβω
ταλαράδες ’γω γυρεύω
Πάω παίζω όλη νύχτα
μου τα πήραν όλα όσα είχα
Το πρωί πάω στο σπίτι
και μου ζήτησαν το νοίκι
Και δεν είχα να τα δώσω
βγάζουν τη βαλίτσα όξω
Δεν δουλεύω, δεν δουλεύω
κι όλο δανεικά γυρεύω
Καταστρέφουν τα χαρτιά μου
κι όλο χάνω τα λεφτά μου

(Ιερόθεου Σχίζα «Χαρτοπαίχτης» με τον Νώντα Σγουρό (Τέτος Δημητριάδης) και Λαϊκή Ορχήστρα (κιθάρα και καστανιέτες), Νέα Υόρκη, 1929)

«Πέντε ή έξι καφενεία πλαισίωναν και τις δύο πλευρές της οδού Μονρό. Τα πιο εντυπωσιακά από αυτά είχαν πελώρια παράθυρα από γυαλί που λειτουργούσαν σαν διαφανείς τοίχοι, επιτρέποντας στους θαμώνες να κοιτάζουν έξω προς το πλήθος των περαστικών αλλά και στους πεζούς να βλέπουν μέσα, δίχως κανένας να δείχνει ότι πρόσεχε την παρουσία του άλλου. Δίπλα στο τζάμι, το οποίο ήταν στην πλευρά του καφενείου, υπήρχαν καρέκλες με σκληρές πλάτες και μικρά τραπέζια όπου οι άντρες έπαιζαν χαρτιά, έπιναν ελληνικό καφέ, διάβαζαν εφημερίδες και διαφωνούσαν. Τα καφενεία αποτελούσαν τα καταφύγια από την αμερικανική κουλτούρα για τους άντρες, που δεν έδειχναν ιδιαίτερη διάθεση να αφομοιωθούν ή που χρειάζονταν μια προσωρινή ανάπαυλα από τον αγγλόφωνο κόσμο.»

(Νταν Γεωργακάς «Το δικό μου Ντιτρόιτ», μετ. Αν. Στεφανίδου, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2016)

Ο τζόγος εξηγείται όχι μόνο από το γεγονός ότι οι μετανάστες πήγαιναν στην Αμερική για να βγάλουν αυτά που ήταν σπάνιο είδος για τους φτωχούς στην Ελλάδα, δηλαδή λεφτά, αλλά και από την ασφυκτική και σκληρή δουλειά μέσα σ’ ένα πολύ αφιλόξενο κι εχθρικό περιβάλλον από το οποίο ήθελαν να απομακρυνθούν το ταχύτερο δυνατό, ακόμα και ρισκάροντας να χάσουν τα πάντα. Έτσι κι αλλιώς το ίδιο το ταξίδι από την πατρίδα στην Αμερική ήταν από μόνο του ένα τεράστιο ρίσκο πολύ μεγαλύτερο από την απώλεια του μεροκάματου ή της είσπραξης. Εξάλλου, ο τζόγος ανέκαθεν αποτελούσε και μια μορφή κοινωνικότητας, η οποία σε μια τόσο ετερόκλητη και κατά βάση εξαναγκαστική συνύπαρξη ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο ήταν ακόμα πιο ζωτικής σημασίας. Επιπλέον, τουλάχιστον για τις τρεις πρώτες δεκαετίας, σχεδόν όλοι οι Έλληνες ήταν εργένηδες και δεν είχαν γυναίκες για να τους συγκρατήσουν.

Το ότι ο τζόγος ήταν μέρος της ζωής πολλών μεταναστών αποδεικνύεται και από τα όχι λίγα τραγούδια που αναφέρονται στο «πάθος» και τις συνέπειές του, άλλα σοβαρά κι άλλα περιπαικτικά, που ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στην Αμερική.

Τυχερά τραγούδια

Άντε, τι να κάνω η κακομοίρα
άντε, με το μάγκα όπου πήρα
Άντε, πότε παίζει, πότε κλέβει, βρε
άντε, κι όλο δανεικά γυρεύει
Άντε, όλη μέρα παίζει ζάρια, βρε
άντε, και το βράδυ θέλει χάδια
Άντε, τα κουνά κι έρχουνται ντόρτια, βρε
άντε, με τις μπάτσοι εις την πόρτα
Άντε, και τις ψάξανε για ζάρια
άντε, και του βρίσκουν δυο ζευγάρια

(μέρος του τραγουδιού «Όλ’ ημέρα παίζει ζάργια» (ζεϊμπέκικο), Γιώργος Κατσαρός, Κάμντεν, Νέα Υερσέη, ΗΠΑ 1927)

Η μουσική και το τραγούδι είναι η πιο εύκολη, η πιο δραστική και πιο ακίνδυνη ουσία για να αλλάξεις την ψυχική σου διάθεση. Ακόμα κι όταν αναφέρεται σε συνήθειες και εξαρτήσεις όπως ο τζόγος και τα ναρκωτικά κάθε είδους, νόμιμα και παράνομα, που είναι επίσης μια καταφυγή, επικίνδυνη αλλά διαδεδομένη. Μια παράκαμψη από τον ορθό δρόμο, μια φαινομενικά εξωσυστημική ατραπός επιβίωσης και ενδεχόμενου πλουτισμού, την οποία το αμερικάνικο σύστημα προσπαθούσε να ελέγξει με το κράτος του νόμου και το παρακράτος της μαφίας που λειτουργούν αλληλένδετα, ακόμα κι όταν συγκρούονται για υπερβάσεις ορίων και ρόλων. Το γεγονός ότι οι μετανάστες τραγουδούσαν ή άκουγαν τραγούδια με θέμα τον τζόγο, δεν σημαίνει ότι ήταν όλοι τζογαδόροι. Ούτε καν οι καλλιτέχνες που τα έγραφαν και τα ηχογραφούσαν σε «πλάκες». Όπως και με τα τραγούδια που έχουν θέμα σχετικό με τις ουσίες που επηρεάζουν την ψυχική μας διάθεση, όπως τα αλκοολούχα ποτά, το χασίσι, η μαριχουάνα και η ηρωίνη. Κι όπως δεν χρειάζεται να είναι κανείς σκλάβος σε φυτείες για να ακούει blues ή να είναι από την Αργεντινή για να του αρέσει το ταγκό. Σε κάθε περίπτωση, για κάθε θέμα, και το πιο απίθανο, υπάρχει κάτι ξεχωριστό που μπορεί να αγγίξει έναν άνθρωπο ή ένα σύνολο ανθρώπων.

Στο θέμα του τζόγου, για παράδειγμα, όπως το επισημαίνει κι ο συγγραφέας Νταν Γεωργακάς, οι επαγγελματίες τζογαδόροι έκαναν όνομα και αντιμετωπίζονταν με κάποιο σεβασμό ή εκτίμηση από τους απλούς συμπολίτες τους, ανεξάρτητα από το αν κι αυτοί είχαν το ίδιο «χούι». Ο Nick the Greek ήταν ένας από τους Έλληνες τζογαδόρους που έγιναν διάσημοι κι έξω από τον Ελληνισμό της Αμερικής, χωρίς να τρωθεί η φήμη του ακόμα κι όταν δεν είχε πια να πληρώσει ούτε το νοίκι του, όπως αποκάλυψε ο Χάρυ Μακ Πετράκης που έγραψε ένα μυθιστόρημα βασισμένο στη ζωή του, το 1979.

Εν ολίγοις, ο τζόγος και o τζογαδόρος, o τέρτσος (χαμένος) και ο σώτος (κερδισμένος), ο χαρτοκλέφτης και o αλογατάς, που είχαν το νου τους στη σημαδεμένη τράπουλα ή στην πληροφορία για το «τράκι» (racetrack), ήταν μέρος της κοινοτικής ζωής και γι’ αυτό γράφτηκαν, παίχτηκαν και ηχογραφήθηκαν σε δίσκους τόσα τραγούδια για τα χαρτιά, τα ζάρια και τα άλογα! 

Τζόγος

Αλογατά, αλογατά, παίξε τα άλογα αυτά
παίξε τα άλογα αυτά, αλογατά, αλογατά
παίξε αυτά, βρε αδερφάκι, γιατί έχω φίλο μες το τράκι
γιατί έχω φίλο μες το τράκι και δα δεν έχω δεκαράκι
…………………….
Άγρια τά ‘παιξα προχτές και μ’ άνοιξαν βαθιές πληγές
και μ’ άνοιξαν βαθιές πληγές, μείναν οι τσέπες αδειανές
Άκουσα εσέ, βρε αδερφάκι, που έχεις φίλο μες το τράκι
που έχεις φίλο μες το τράκι, γι’ αυτό δεν έχω δεκαράκι
Το άλλο το καλύτερο, το έπαιξα για πρώτο
κι εκείνο τ’ αφιλότιμο καρφώθηκε στον τόπο
Κοιτούσε τ’ άλλα πού ‘τρεχαν, μα εκείνο τελευταίο
αχ, βλαστημώ την τύχη μου, τα τάλαρά μου κλαίω
Ω! Παναγία! Ω!

(Από το τραγούδι του Αντώνη Σακελλαρίου με τίτλο «Αλογατά», ερμηνεύει η Αγγελική Καραγιάννη, Νέα Υόρκη 1928)

Πολλοί μετανάστες δεν τα κατάφεραν ή τα κατάφεραν εν μέρει κάτω από τις πολλαπλές αντιξοότητες επί αμερικανικού εδάφους, αλλά και από τα τόσα πολλά οικογενειακά βάρη που κουβαλούσαν από την πατρίδα. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που ξοδεύτηκαν στον τζόγο. Από τα χαρτιά που έπαιζαν στο καφενείο του χωριού, οι προκλήσεις στην Αμερική ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερες. Υπόσχονταν περισσότερα κέρδη, με πλουσιότερη ποικιλία στα «παίγνια» και εντονότερες συγκινήσεις.

Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια για ένα θείο που ακούγαμε ότι ζει στην Αμερική και έχει κάνει μεγάλη περιουσία. Αλλά όταν ήρθε για επίσκεψη στην Ελλάδα γύρω στο 1960, ήταν πιο φτωχός από μας που είχαμε πρόσφατα καταστραφεί και ξεριζωθεί από την Πόλη. Μας τα εξήγησε μελαγχολικά η θεία, η Αμερικάνα, που μιλούσε σπαστά ελληνικά, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα φτηνά δώρα που μας είχαν φέρει, λέγοντας ότι ο θείος είχε χάσει όλη την περιουσία του στα άλογα! Πολύ αργότερα, όταν η Ιωάννα Κλειάσιου ετοίμαζε το βιβλίο με τη βιογραφία του ρεμπέτη Τάκη Μπίνη, συζητώντας ατελείωτες ώρες μαζί του, ξαναθυμήθηκα το θείο που μου είχε φέρει δώρο μια γραβάτα-κορδόνι με ένα πλατύγυρο καπέλο για κόμπο, την οποία, εννοείται, δεν φόρεσα γιατί ήταν πολύ κακόγουστη και τουριστική εκτός από μία φορά που είχα ντυθεί καουμπόης στις Απόκριες! Ο Μπίνης έμεινε στην Αμερική 19 χρόνια, δούλεψε, κέρδισε πολλά χρήματα τραγουδώντας και τα έχασε όλα σε κάθε είδους «τυχερά» παιχνίδια, από ζάρια και χαρτιά μέχρι άλογα και σκυλιά! Έφευγαν, έλεγε, με ιδιωτικές πτήσεις, για να πάνε αυθημερόν σε άλλη πολιτεία για να στοιχηματίσουν σε ιπποδρομίες και κυνοδρομίες! Στην Αμερική έγιναν και χάθηκαν μεγάλες περιουσίες. Και το φαινόμενο δεν ήταν μικρό, δεν αφορούσε λίγους ανθρώπους.

«Η θέση του τζόγου στη ζωή των Ελλήνων μεταναστών ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Οι περισσότεροι μετανάστες υιοθετούσαν την πανάρχαια συμβουλή ότι όλα είναι αποδεκτά με μέτρο και τίποτα με υπερβολή. Το να διακινδυνεύεις τα μεροκάματα μιας εβδομάδας για το τράβηγμα ενός χαρτιού, το στριφογύρισμα ενός ζαριού ή το μήκος της μουσούδας ενός αλόγου αποτελούσε σίγουρα υπερβολή. Οι περισσότεροι Έλληνες ήταν ικανοποιημένοι όταν έπαιζαν τζόγο, κυρίως χαρτιά, αλλά μόνο για μέτρια ποσά. Ο πατέρας μου έπαιζε σπάνια, αλλά αγόραζε σταθερά πέντε ιρλανδέζικα λαχεία ιπποδρόμου, ένα για μένα, ένα για τη μητέρα μου, ένα για τον παππού, ένα για τον εαυτό του κι ένα για καλή τύχη. Το κρυφτούλι πίσω από ένα τέτοιο ήπιο τζόγο αποτελούσε ένα ακόμη ολέθριο φαινόμενο. Ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων αντρών ήταν τόσο εθισμένοι στον τζόγο που μερικές φορές κατέστρεφαν τις ίδιες τους τις οικογένειες. Μια άλλη πολιτισμική πραγματικότητα ήταν ότι οι επαγγελματίες τζογαδόροι έχαιραν έναν ιδιαίτερο σεβασμό για την τόλμη τους. Η Γκρήκταουν αποτελούσε ένα περιβόητο κέντρο τζόγου.»

(Νταν Γεωργακάς «Το δικό μου Ντιτρόιτ», μετ. Αν. Στεφανίδου, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2016)

Σημείωση: Οι στίχοι των τραγουδιών και οι σχετικές πληροφορίες είναι από τη σειρά «Τα ρεμπέτικα» που επιμελήθηκε ο ερευνητής Παναγιώτης Κουνάδης.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!