Το 1835 που ο Μπίχνερ γράφει τον Δαντόν, στην Ευρώπη κυριαρχεί ο ρομαντισμός, χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι οι ήρωές του, συνήθως απελπισμένοι και μελαγχολικοί, κυριευμένοι από το αίσθημα του ανολοκλήρωτου είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό για κάποιο μεγάλο σκοπό. Το έργο εξελίσσεται την εποχή της Τρομοκρατίας, η επανάσταση δεν έχει ακόμα εδραιωθεί και ο λαός πεινάει. Ο Δαντόν μετανιωμένος από τα «Σεπτεμβριανά» θέλει να βάλει ένα τέλος στο λουτρό αίματος κι έρχεται σε αντίθεση με τον πρώην σύντροφο του, τον αδιάλλακτο Ροβεσπιέρο, ο οποίος ύστερα από μια δίκη παρωδία τον οδηγεί στη γκιλοτίνα. Ο Δαντόν μαθαίνει ότι επίκειται σύλληψή του αλλά αρνείται να αποδράσει, αποδεχόμενος τη μοίρα του.

Σε ηλικία μόλις 23 χρονών ο έντονα πολιτικοποιημένος Μπίχνερ γράφει ένα έργο διάχυτο από πολιτική σκέψη, σε μια Γερμανία, πριν από την αποτυχημένη επανάσταση του 1848, το οποίο όμως στη σύγχρονη εποχή μοιάζει κάπως ξεπερασμένο. Εκτός αν οι συντελεστές της παράστασης μέσα στο αλαζονικό κτίριο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στο οποίο οι αίθουσες βρίσκονται στο εσωτερικό ενός ωοειδούς (συμβολισμός προφανής: οι τέχνες και η διανόηση επωάζονται εκεί) και ακτινοβολούν από μέσα προς τα έξω, καθότι οι περσίδες σε όλο το περίγραμμα του κτιρίου δεν επιτρέπουν την αντίθετη κίνηση δηλαδή από την κοινωνία προς το κτίριο, βλέπουν να έρχεται μια νέα επανάσταση και προσπαθούν να μας προειδοποιήσουν για μια καλύτερη διαχείριση της.
Ο Λιβαθηνός καταλαβαίνει ότι το έργο χάνεται στα μονοπάτια της πολιτικής φιλοσοφίας και ότι οι ατέλειωτοι μονόλογοι κουράζουν το κοινό και για αυτό κάνει κάτι απλό και θεμελιώδες. Τέμνει κάθετα το κείμενο τοποθετώντας συνέχεια υποσημειώσεις, δηλαδή συμβολισμούς. Έτσι, ο Δαντόν φοράει μπλε κι ο (κακός) Ροβεσπιέρος κόκκινα, η Μάριον κυοφορεί τη γαλλική σημαία και άλλα πολλά, τα οποία βοηθούν το θεατή να ξεπεράσει τις φλυαρίες και να συγκεντρωθεί στην κεντρική ιδέα. Σκηνοθετώντας με λογική θιάσου δίνει κίνηση σ’ ένα στατικό κείμενο, αλλά δεν καταφέρνει να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του την απαραίτητη βοήθεια. Ο Μελέτης επηρεασμένος από τη Σχολή Τερζόπουλου τιθασεύει κάπως την υπερβολική ερμηνεία του, αλλά όχι τόσο όσο χρειάζεται για να τονίσει το εσωτερικό δίλημμα που ταλανίζει τον ήρωά του, ο δε Ανδρέου, ως Ροβεσπιέρος, θυμίζει περισσότερο μεγαλοδικηγόρο που αγορεύει επί παντός επιστητού, παρά αφιονισμένο και λυσσασμένο για αίμα επαναστάτη. Η Ναυπλιώτου που ερμηνεύει όλους τους γυναικείους ρόλους δεν πείθει ούτε ως γυναίκα-σύντροφος επαναστάτη, ούτε ως γυναίκα-χωρίς δικαιώματα. Όπως δεν πείθει και ο Παππάς ως δόλιος και μοχθηρός Σαιν Ζιστ. Το πιο δυνατό σημείο της παράστασης είναι η ζωντανή πρωτότυπη μουσική του Ρέινινγερ μ’ ένα «πειραγμένο» βιολί που πετάει φλόγες (ας μου συγχωρέσουν οι αναγνώστες την εγνωσμένη αδυναμία μου στη ζωντανή μουσική των παραστάσεων).
Έξοχη ιδέα ήταν του τεράστιου λευκού καναπέ της Μανωλοπούλου, του μοναδικού σκηνικού στοιχείου (ευθεία αναφορά στον καναπέ της δικής μας ζωής) ο οποίος μετατρέπεται σε φυλακή και γκιλοτίνα, ενώ και ο φωτισμός με τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας εξυπηρέτησε τους συμβολισμούς του έργου.

Δημήτρης Οικονόμου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!