της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

«Ο κινηματογράφος όταν βρεθεί στα χέρια ενός ελεύθερου πνεύματος είναι ένα θαυμάσιο και επικίνδυνο όπλο…» ισχυρίζεται ο σουρεαλιστής Λουίς Μπουνιουέλ, που κατάφερε να οδηγήσει το σινεμά σε μονοπάτια πέρα από τη «διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας», με τα αξεπέραστα κινηματογραφικά αριστουργήματά του.

Η ασπρόμαυρη Εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ (1955), ανήκει στη λιγότερο γνωστή περίοδο του αυτοεξόριστου, επί δικτατορίας Φράνκο, δημιουργού στο Μεξικό και βγαίνει σε επανέκδοση, αποκλειστικά στον κινηματογράφο Άστυ.

Τον Αρτσιμπάλντο (Ερνέστο Αλόνσο), κακομαθημένο γόνο μεγαλοαστών, τον έχει στοιχειώσει μια παιδική ανάμνηση από τα χρόνια της Μεξικάνικης επανάστασης. Η απροσδόκητη δολοφονία της αισθησιακής, νεαρής γκουβερνάντας του, συνδέθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του με ένα μακάβριο παραμύθι για ένα μουσικό κουτί. Συγχέοντας τον ενοχικό πόθο του για την γκουβερνάντα με το θάνατό της, άρχισε να πιστεύει ότι έχει τη δύναμη να αφαιρεί ζωές, μέσω του μαγικού κουτιού. Αυτή του η πεποίθηση εδραιώθηκε, όταν όλες οι γυναίκες που πολιόρκησε ερωτικά βρέθηκαν τελικά νεκρές, όχι όμως από το δικό του χέρι, παρόλο που κάποιες φορές το είχε επιχειρήσει. Μπορεί, όμως, η σκέψη να στοιχειοθετήσει έγκλημα;

Με μια απλή σεναριακά ιστορία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μεξικανού δραματουργού Ροδόλφο Ουσίγκλι, ο Μπουνιουέλ ανακατεύει έντεχνα τις ερωτικές φαντασιώσεις ενός νευρωτικού άντρα, περιτριγυρισμένου από πέντε πανέμορφες γυναίκες και δημιουργεί μια μακάβρια ταινία, που αναδύει ειρωνικό φετιχισμό χιτσκοκικής υφής. Εκεί που ο ερωτικός πόθος του ήρωα συνδέεται με τη διέγερση του φονικού ενστίκτου, υπεισέρχεται αντανακλαστικά η ψυχαναγκαστική λειτουργία της μνήμης και η αθώα παιδιάστικη μελωδία του μουσικού κουτιού μετουσιώνεται σε μακάβριο μουσικό σινιάλο, που το βυθίζει στα σκοτάδια του υποσυνείδητου. Η επαναληπτική χρήση της μελωδίας αυτής, κάθε φορά που ο Αρτσιμπάλντο κάνει «σκοτεινές» σκέψεις, διατρέχει ως μουσικό μοτίβο όλη την ταινία, όπως το σφύριγμα του ρεφρέν του Έντβαρ Γκριγκ στο Ο δράκος του Ντίσελντορφ (1931) του Φριτς Λανγκ, από το διαβόητο δολοφόνο παιδιών (Πίτερ Λόρε), πριν από κάθε φονικό. Έρμαιο αυτής της ανεξέλεγκτης σεξουαλικής παρόρμησης, ο ήρωας αναπτύσσει μια εμμονική συσχέτιση του ερωτικού πόθου με τη διάπραξη εγκλήματος.

Με αναδρομές στο παρελθόν μιας πολυεπίπεδης αφήγησης μέσα στην αφήγηση, όπως στα παραμύθια, ο Μπουνιουέλ χτίζει το δικό του μακάβριο παραμύθι μέσα από αντικείμενα-φετίχ, όπως και ο Χίτσκοκ, που στην ταινία λειτουργούν ως υποκατάστατο της σεξουαλικής ολοκλήρωσης. Οι γυναίκες της ταινίας παρουσιάζονται έντονα μακιγιαρισμένες, μοιραίες υπάρξεις που ξελογιάζουν ευάλωτους άντρες, σαν τον ήρωα, που ασχολείται με την κεραμική, πλάθοντας τον πηλό με κινήσεις που αναδύουν θηλυπρέπεια. Η μακιγιαρισμένη σαν κούκλα γυναίκα θυμίζει τον απόκοσμο αισθησιασμό στο Λόλα Μόντες του Μαξ Οφίλς, ταινία που κυκλοφόρησε επίσης το 1955.

Η ταύτιση της γυναίκας με το ομοίωμά της, όπως στη σκηνή που η Λαβίνια ποζάρει, ως μοντέλο, πλάι σε μια πανομοιότυπη κούκλα, ενισχύει το φετιχιστικό παιχνίδι ενός ανεκπλήρωτου ερωτισμού, με τον νευρωτικό άντρα να αποζητά την ηδονή στο υποκατάστατο, έντρομος στην ιδέα να αντιμετωπίσει το αληθινό.

Στην πλοκή υπεισέρχονται και κάποια σκηνοθετικά τεχνάσματα, με εφέ σουρεαλιστικής έμπνευσης. Το αίμα, απ’ το κόψιμο στο ξύρισμα, που ανακαλεί στον ήρωα την ανάμνηση της πρώτης ερωτικής διέγερσης, κυλάει πάνω σε μια διαφάνεια σε πρώτο πλάνο, καλύπτοντας ό,τι έχει κινηματογραφηθεί από πίσω, ενώ οι τρόποι δολοφονίας που φαντασιώνεται, καταγράφονται σαν σε σουρεαλιστικό όνειρο, με τα πρόσωπα των γυναικών ανάμεσα σε φλόγες, όπως της όμορφης Λαβίνια, ως Ιωάννα της Λορένης, ενώ ο ήρωας σε μια αστεία σκηνή εκτόνωσης καίει την κούκλα-ομοίωμα.

Στιγματίζοντας με κάθε ευκαιρία τις πουριτανικές και υποκριτικές συμπεριφορές, ο Μπουνιουέλ περιβάλλει με ειρωνεία και την «αμόλυντη» Καρλότα, όταν προσεύχεται στο παρεκκλήσι ως «οσία», εικόνα που ηδονίζει τον ήρωα.

Εξαιρετικά εμπνευσμένη είναι και η εναρκτήρια σκηνή, με το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου με πραγματικές φωτογραφίες, από την επανάσταση στο Μεξικό, ως  ντοκουμέντο που εισβάλλει στη μυθοπλασία, ανακαλώντας την πρόσφατη ιστορική μνήμη. Μάλιστα, παράλληλα, με την ειρωνική προβολή του τρόμου της άρχουσας τάξης από τις σφαίρες των επαναστατών, ο Μπουνιουέλ δεν διστάζει να παραθέσει μια συζήτηση, χλευάζοντας το «πατριωτικό» ρίγος που νιώθουν αυτοί, στη θέα ενός στρατιωτικού αποσπάσματος, με σηκωμένες σημαίες.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!