Για την ταινία Ξενοδοχείο Grand Budapest

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Το αρ νουβό φαίνεται να μάγεψε τον 44χρονο Τεξανό Γουές Άντερσον που, ως άλλος Γούντι Άλεν, αφήνει το αμερικανικό παρελθόν του και εισβάλλει στην ευρωπαϊκή αισθητική της Γηραιάς Ηπείρου, με την ταινία του Ξενοδοχείο Grand Budapest που κέρδισε Αργυρή Άρκτο στη φετινή Μπερλινάλε.
Ως σύγχρονος κινηματογραφικός παραμυθάς, ο Άντερσον καταφέρνει να συνδέσει τις εικαστικές και σινεφιλικές αναφορές του, με μια νοσταλγική αναπόληση της παιδικής του ηλικίας, πλάθοντας άλλη μια εξαιρετικά πετυχημένη και απολαυστική ταινία.
Μια κοπέλα διαβάζει ένα βιβλίο, όταν στην οθόνη εμφανίζεται ο μεσήλικας «Συγγραφέας», που αρχίζει να αφηγείται, σαν σε συνέντευξη, την ιστορία του βιβλίου, μεταφέροντάς μας στη δεκαετία του ’60. Αρκετά πιο νέος τότε (Τζουντ Λο) είχε επισκεφτεί το παρακμασμένο αρ νουβό ξενοδοχείο Grand Budapest, κάπου στα χιονισμένα βουνά της Ανατολικής Ευρώπης. Η συνάντησή του με τον κύριο Μουσταφά (Μάρεϊ Άμπραχαμ), ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, πυροδοτεί νέα εξιστόρηση, πίσω στις αρχές του αιώνα, όταν ο νεαρός τότε Ζίρο Μουσταφά έπιανε δουλειά ως γκρουμ στο φημισμένο ξενοδοχείο, υπό τις εντολές του κυρίου Γκούσταβ (Ρέιφ Φάινς). Ξετυλίγοντας το κουβάρι μιας παραμυθένιας ιστορίας, σε εγκιβωτισμένα επίπεδα αφήγησης, κατά την πολωνική ταινία Το χειρόγραφο της Σαραγόσα (1965), μαθαίνουμε για την ιδιότυπη ιστορία του Ζίρο και του εκκεντρικού ευγενή και πάντα παρφουμαρισμένου κυρίου Γκούσταβ, που επισύναπτε σχέσεις με τις γηραιές ζάμπλουτες πελάτισσες του ξενοδοχείου. Οι υποψίες, όμως, για το θάνατο της Λαίδη Ντι πέφτουν πάνω του, όταν βρέθηκε να κληρονομεί το τεράστιο παλάτι της, εξοργίζοντας τον γιο της Ντμίτρι (Άντριεν Μπρόντι), που τον καταδιώκει. Ο Γκούσταβ, που έχει κλέψει έναν πίνακα ανεκτίμητης αξίας, βρίσκεται στη φυλακή και καταφέρνει να αποδράσει, παρέα με τον ξακουστό Λούντβιχ (Χάρβεϊ Καϊτέλ). Παράλληλα, ο Ζίρο ερωτεύεται την αναγεννησιακής ομορφιάς Αγκάθα (Σάροϊρς Ρόναν) που, σαν να έχει ξεπηδήσει απ’ το γαλλικό τραγούδι της Μπελ Επόκ Elle vendait des petits gâteaux…, παρασκευάζει εκλεκτά εκλέρ, σε περίτεχνη συσκευασία.
Αυτή η νοσταλγική, με χιουμοριστικές εκφάνσεις, περιπέτεια που βασίζεται στη διακοσμητική αισθητική του ευρωπαϊκού αρ νουβό, διατρέχει μαγικά την περίοδο των δύο παγκόσμιων πολέμων, δομημένη σε κεφάλαια, σε στυλ εικονογραφημένου βιβλίου, ενώ θυμίζει και μακέτες παιχνιδιών. Με πληθώρα γνωστών ηθοποιών, διακατέχεται απ’ την εμμονική έγνοια του εξαιρετικά εμπνευσμένου δημιουργού της, να βρίσκονται όλα στην εντέλεια.
Στις ιστορίες και στα σενάρια που σκαρφίζεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης (Οικογένεια Τένενμπάουμ), ιδιαίτερη περίπτωση αμερικανικού σινεμά με ευρωπαϊκές επιρροές των Ζενέ και Καρό, διακρίνεται ένας παλιμπαιδισμός, ενώ εστιάζει στην επίπονη διαδικασία ωρίμανσης των αντρικών χαρακτήρων του, δημιουργώντας εύθραυστους αντιήρωες -ο προστατευόμενος ακολουθεί τον μέντορα, ο γιος αναζητά πατρική αναγνώριση- στον αντίποδα του χολιγουντιανού σινεμά.
Ο Άντερσον δανείζεται στοιχεία από τη θεατρική μετωπικότητα και το δισδιάστατο της ζωγραφικής, βασισμένος στα αναγεννησιακά πρότυπα, για να χτίσει τα κινηματογραφημένα πορτρέτα των ιδιόρρυθμων χαρακτήρων του. Τα μετωπικά και συμμετρικά πλάνα, βασική δομή της σκηνοθετικής του γλώσσας, παραπέμπουν και σε βινιέτες κόμικς.
Τα εξεζητημένα αντιθετικά χρώματα, χρησιμοποιούνται ανάλογα με τη χρονική περίοδο, δημιουργώντας συγκινησιακή φόρτιση. Παλ ρομαντικοί χρωματισμοί στο αρ νουβό και έντονες αντιθέσεις στα πρότυπα του ’70: μελανί σακάκι με πορφυρό ζιβάγκο που ξεπροβάλλει από μουσταρδί φόντο, με απολαυστική κορύφωση τις μωβ στολές του ξενοδοχειακού προσωπικού, κόντρα στο κατακόκκινο φόντο της ταπετσαρίας του ασανσέρ.
Μέσα από διαφορετικά κινηματογραφικά είδη (αστυνομικό, κατασκοπευτικό με καταδίωξη και πιστολίδι) αλλά και με τη στοχευμένη ονοματοδοσία των πολυάριθμων χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης αναφέρεται στους αγαπημένους του κινηματογραφιστές, ζωγράφους, λογοτέχνες και μουσικούς (Μουσά και Κλιμτ, της Τσέχικης και Βιενέζικης σχολής αρ νουβό, Ντμίτρι Σοστακόβιτς και Σέρζ Ραχμάνινοφ, Ρώσοι συνθέτες, ως και Αγκάθα Κρίστι), ενώ το απομονωμένο ξενοδοχείο στα χιονισμένα βουνά παραπέμπει στη Λάμψη του Κιούμπρικ.
Με μια φετιχιστική διάθεση στις στυλιστικές λεπτομέρειες -αρχιτεκτονική, ενδυμασίες και έπιπλα- οι ταινίες του Άντερσον διακρίνονται από μια επαναλαμβανόμενη χρήση στερεοτυπικών και αισθητικών μοτίβων, δημιουργώντας το ξεχωριστό κινηματογραφικό του σύμπαν, ενώ χρησιμοποιεί δοκιμασμένους συνεργάτες, όπως ο βραβευμένος Γάλλος συνθέτης Αλεξάντρ Ντεπλά.
Στον Απίθανο κύριο Φοξ (2009), ο Ντεπλά δανείστηκε στοιχεία που παραπέμπουν σ’ ένα αμερικανικό φαντασιακό παρελθόν με ενορχηστρώσεις αλά Μορικόνε, ενώ στη νέα ταινία, όπου επικρατεί η ρώσικη αισθητική, η ενορχηστρωτική δομή βασίζεται στο σαντούρι, θυμίζοντας παραδοσιακά τσιγγάνικα της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, αλλά και στην μπαλαλάικα, το παραδοσιακό ρώσικο έγχορδο που χρησιμοποίησε και ο θρυλικός συνθέτης Μορίς Ζαρ, στο Δρ Ζιβάγκο. Αυτά τα τοπικά ηχοχρώματα ενισχύουν το μουσικό ιδίωμα της κεντρικής Ευρώπης, κυρίως στις σκηνές καταδίωξης, ενώ συμπληρώνονται με αλπινικούς λαρυγγισμούς και ρωσικές χορωδίες. Σημαντικά συμβάλλει στο τέλος της ταινίας και το γρήγορο ρώσικο χορευτικό «Barynya», περικλείοντας στην αισθητική της ταινίας τα ρώσικα παραμύθια του Πούσκιν, σε εικονογράφηση Μπιλίμπιν.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!