Πληθαίνουν οι νύξεις για επέκταση της στρατιωτικής παρουσίας της χώρας. Της Ελεάννας Ροζάκη

 

Η Γερμανία πρέπει να πάψει πια να χρησιμοποιεί σαν «ασπίδα» το παρελθόν της – την πρόκληση δύο παγκόσμιων πολέμων στον 20ό αιώνα. Τάδε έφη Γιοακίμ Γκοκ, πρόεδρος της Γερμανίας, καλώντας τη χώρα του να ξεπεράσει την «αποστασιοποίηση» και την ομφαλοσκόπηση στα ευρωπαϊκά -μόνο- πράγματα μπροστά στις «ραγδαίες και δραματικές» νέες απειλές που αναδεικνύει η «διευρυμένη παγκόσμια τάξη».
Είναι, αναμφίβολα, η προαναγγελία μιας σημαντικής στροφής στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας που έγινε από το βήμα της Συνόδου για την Ασφάλεια, στο Μόναχο, μεταξύ 31 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου. Μία μεταστροφή που αναγγέλλεται στην 50ή επέτειο του ετήσιου αυτού φόρουμ, με παρόντες μάλιστα όχι μόνο τον Γερμανό πρόεδρο αλλά την καγκελάριο και τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας. Καθόλου αμελητέα και η παρουσία, για πρώτη φορά, των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των ΗΠΑ.

Το «βαρύ» παρελθόν
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η Γερμανία ακολούθησε μία σχετικά μετριοπαθή εξωτερική πολιτική υπό το βάρος της ναζιστικής της κληρονομιάς. Σήμερα, όμως, το Βερολίνο δείχνει να αντιλαμβάνεται πλέον με διαφορετικό τρόπο τον ανεμοστρόβιλο των γεωπολιτικών αλλαγών παγκοσμίως και τον ρόλο της Γερμανίας σε αυτές. Από τη θέση της ντε φάκτο ηγετικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη στην πρόκληση να αντιμετωπίσει και να διορθώσει τη σταθερή παρακμή του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Να προσαρμοστεί στην πολιτική σταδιακής απεμπλοκής των ΗΠΑ διεθνώς και να διαχειριστεί την περίπλοκη, επικίνδυνη αλλά ταυτόχρονα και αναγκαία σχέση της με τη Ρωσία.
Η χρονική στιγμή που ανακοινώθηκε αυτή η μείζονος σημασίας αλλαγή πλεύσης στο πεδίο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, σίγουρα δεν είναι ασύνδετη με την κρίση στην Ουκρανία. Όμως, παρ’ ότι η στρατηγική θέση της τελευταίας μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης διατηρεί την κρίση στα πρωτοσέλιδα, δεν πρέπει να αποδοθεί υπερβολικά μεγάλο βάρος στην ουκρανική παράμετρο όσον αφορά τη γερμανική αλλαγή. Αν και για τη Ρωσία η Ουκρανία αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας σύνορο, έχει μικρή αξία για οποιοδήποτε άλλο κράτος που δεν έχει σχέδια να στραφεί κατά της Ρωσίας.

«Παρών» στις θερμές εστίες του πλανήτη
Η αλλαγή της Γερμανίας είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός προετοιμάζεται ώστε να μπορεί να παρέμβει, ακόμα και στρατιωτικά, στις «θερμές» εστίες του πλανήτη: τη Μέση Ανατολή, τη Συρία, την Ανατολική Ασία, ακόμα και στην Ουκρανία, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Τα ερωτήματα που έθεσε ο Γερμανός πρόεδρος στο Μόναχο ορίζουν σαφώς το πλαίσιο της μελλοντικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας του: «Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σταθεροποιήσουμε την περιοχή μας, σε Ανατολή και Αφρική; Καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας; Όταν συντρέχουν πειστικοί λόγοι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας με τους συμμάχους μας, ακόμα και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί;».

Κλειδί η συνοχή της Ε.Ε.
Η στρατηγική μίας πιο δυναμικής εξωτερικής πολιτικής με μεγαλύτερο βάρος στον στρατό, συνδέεται αναμφίβολα και με την αποτυχία της Γερμανίας να ηγηθεί μίας πραγματικά ενωμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ε.Ε. είναι ένα οικονομικό μπλοκ αλλά αντί η οικονομία να αποτελεί συνδετικό ιστό έχει καταλήξει να λειτουργεί σαν κεντρόφυγος δύναμη.
Στο Βερολίνο φαίνεται ότι έχει επικρατήσει η άποψη ότι για να διατηρηθεί η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειάζεται να προστεθεί άλλη μία διάσταση την οποία μέχρι σήμερα δεν έχει αξιοποιήσει: τις διεθνείς σχέσεις σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το να ορθώσει η Γερμανία το ανάστημά της απέναντι στη Ρωσία -περίπτωση Ουκρανίας- θα ικανοποιήσει τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης, ενώ αν αναλάβει έναν πιο ενεργό ρόλο διεθνώς θα φέρει το Βερολίνο πιο κοντά στο Παρίσι. Οι νύξεις της Γερμανίας στη Σύνοδο του Μονάχου ότι είναι διατεθειμένη να επεκτείνει τη διεθνή στρατιωτική της παρουσία, ιδίως στην Αφρική, κλείνουν ξεκάθαρα… το μάτι στο Παρίσι, το οποίο έχει επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία για μία βαθύτερη συνεργασία με τη Γερμανία σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο.
Εννοείται ότι η Γερμανία δεν είναι ακόμα σε θέση να αναλάβει στρατιωτική δράση. Μπορεί, όμως, να βάλει στο τραπέζι την προοπτική αυτή ακόμα και αόριστα σε πρώτη φάση, απελευθερώνοντας έτσι πολιτικές δυνάμεις που θα δράσουν συνεκτικά στην Ε.Ε. για κάποιο διάστημα. Το σίγουρο είναι πως το Βερολίνο χρειάζεται να αγοράσει χρόνο στην Κεντρική Ευρώπη όπου το παράδειγμα μίας αυτονομημένης Ουγγαρίας παρακολουθείται στενά από τα υπόλοιπα κράτη. Με τις ΗΠΑ να μη θέλουν να αναμειχθούν, η Γερμανία καλείται ή να αναλάβει το ρόλο του αντίβαρου ή να επωμιστεί τις συνέπειες μίας στάσης απραξίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στη Σύνοδο του Μονάχου στο πλευρό της κυβέρνησης Μέρκελ βρέθηκε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Τζον Κέρι, με τη σταθερή θέση ότι η Ρωσία οφείλει να αφήσει την Ουκρανία να περάσει στη σφαίρα επιρροής του γερμανικού ιμπεριαλισμού, όπως εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όλα αυτά τα σχέδια δεν βρίσκουν σύμφωνο το γερμανικό λαό που δείχνει να ανησυχεί από την αναζωπύρωση του γερμανικού μιλιταρισμού. Πρόσφατη δημοσκόπηση του τηλεοπτικού μαγκαζίνο «Morgenmagazin», καταγράφει ότι ένα 60% των Γερμανών αντιτίθεται στην ενίσχυση του παρεμβατικού ρόλου του στρατού στην Αφρική, ενώ άλλη έρευνα δείχνει ότι το 45% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι ο γερμανικός στρατός είναι ήδη «υπερβολικά» εκτεθειμένος στο εξωτερικό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!