της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Αυτή την εβδομάδα βγαίνει και η ταινία του Πάνου Κούτρα Xenia, που είχαμε παρουσιάσει σε ανταπόκριση από τις Κάννες, στο φύλλο 215. Από τις υπόλοιπες, διακρίνουμε δύο που τις χαρακτηρίζει μια πετυχημένη απόδοση σωματοποιημένης ωμότητας, σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Η νέα συναρπαστική, αν και σκληρή, ταινία Γροθιές στους τοίχους, του Σκωτσέζου Ντέιβιντ ΜακΚένζι, κατακλύζεται από τη βία των φυλακών. Ένας 19χρονος, ορφανός από μητέρα και με βαρυποινίτη πατέρα, ανδρώθηκε στα αναμορφωτήρια, αναπτύσσοντας βίαιη συμπεριφορά. Όταν καταλήγει στη φυλακή, όπου βρίσκεται και ο πατέρας του, είναι αποφασισμένος να αντιμετωπίσει την άγρια υποδοχή που επιφυλάσσεται για κάθε νεοφερμένο. Ο πόνος από τις πληγές ατσαλώνει την αντοχή του και ενισχύει την προκλητική συμπεριφορά του προς κάθε κατεύθυνση. Βλέποντας να διακυβεύεται η κυριαρχία τους και η ηρεμία που κάλυπτε τις άνομες συναλλαγές τους, αυτοί που κινούν τα νήματα έρχονται σε συνεννόηση με τη Διοίκηση, για την εξόντωση του ανυπότακτου νεαρού. Σύμμαχοί του, ο πατέρας του και ένας κοινωνικός λειτουργός που επιχειρεί να μετριάσει τη βία, με ομαδικές συνεδρίες. Σ’ αυτή την ομαδική εκτόνωση, μια λέξη, ένα νεύμα αρκούν για να μετατρέψουν τα πάντα σε κόλαση αίματος, μέσα σε δευτερόλεπτα. Τις λεπτές ισορροπίες σαμποτάρουν και οι διοικούντες, τη στιγμή που πατέρας και γιος βρίσκονται για πρώτη φορά μαζί.
Η λιτή ρεαλιστική σκηνοθετική απόδοση, δίχως μουσική υπόκρουση και γρήγορο μοντάζ με κοντινά κοφτά πλάνα, αναδεικνύει τις ιδιαίτερες ερμηνείες των πρωταγωνιστών Τζακ Ο’ Κόνελ και Μπεν Μέντελσον. Η κοινωνική διάσταση της αποτυχίας του σωφρονιστικού συστήματος διαφαίνεται μέσα από τη σεναριακή διαμόρφωση των χαρακτήρων, σε μια ταινία που τοποθετεί στο επίκεντρο την τραυματική σχέση πατέρα-γιου, στο κλειστοφοβικό φόντο των φυλακών. Η δράση απ’ τους αιματηρούς ξυλοδαρμούς εντείνεται σε πρώτο πλάνο, με κοντινά στο πληγωμένο νεανικό κορμί του πρωταγωνιστή, ενώ καταγράφεται καταγγελτικά η βίαιη αντιμετώπιση των κρατουμένων από τις ειδικές δυνάμεις, καθώς και η ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία της διοίκησης.
Γεμάτο θορύβους των σιδερόφραχτων χώρων, άγριες φωνές και ουρλιαχτά, το ηχητικό πεδίο μεταφέρει το σκληρό κλίμα, ενώ οι δίχως ήχο σκηνές, με το αγόρι να πηγαινοέρχεται σαν λιοντάρι στο κλουβί, σχολιάζουν ανάγλυφα την καταστροφική επίδραση του εγκλεισμού.
Σκηνοθέτης παρακμιακών εντάσεων ο Νεοϋορκέζος, ιταλικής καταγωγής, Έιμπελ Φεράρα βασίζει τη νέα ταινία του Καλώς ήρθες στη Νέα Υόρκη στο ερωτικό σκάνδαλο με τον επικεφαλής του ΔΝΤ, το 2011.
Στα εξήντα του, ο πληθωρικός Ντεβερό, που τον ερμηνεύει εξαιρετικά ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, μπαινοβγαίνει σε πολυτελή ξενοδοχεία, συνοδευόμενος από νεαρές αισθησιακές υπάρξεις. Πορνογραφικής αισθητικής σεξουαλικές σκηνές, με τις πληρωμένες καλλίκορμες παρτενέρ, ανάμεσα σε συσκέψεις με κουστουμαρισμένους συνεργάτες, σκιαγραφούν το προφίλ ενός ισχυρού άντρα, που δοξάζει τη φαλλική εξουσιαστική του φύση, σε βαθμό παθολογικής εμμονής. Όποια θηλυκή ύπαρξη τον διεγείρει, οφείλει να υποκύψει, ακόμα και με τη βία. Μετά από ένα σεξουαλικό φετιχιστικό παραλήρημα, επιτίθεται βάναυσα στην καμαριέρα του ξενοδοχείου. Νιώθοντας υπεράνω ηθικής και νόμων, αιφνιδιάζεται, όταν συλλαμβάνεται ως κοινός εγκληματίας και οδηγείται στη φυλακή. Η εμφάνιση της ώριμης, μα πάντα κομψής Ζακλίν Μπισέ, ως της πάμπλουτης καθωσπρέπει συζύγου, δημιουργεί νέα τροπή, με στιγμιότυπα από τη δίκη και τον κατ’ οίκον περιορισμό, με κάποιες σκανδαλιστικές αναδρομές στο παρελθόν ενός αδιόρθωτου γυναικά, αίσθηση που συμπληρώνεται και απ’ την εστίαση της κάμερας στην καλλονή των τροπικών νήσων, σε ένα πίνακα του Πολ Γκογκέν.
Το σεξ ως στοιχείο ταξικής κυριαρχίας επιλέγει ο 63χρονος Φεράρα, για να αναδείξει την ασυδοσία ενός ισχυρού άντρα. Η κάμερα ακολουθεί τους ηθοποιούς σε μεγάλης διάρκειας λήψεις, όπως στο σινεμά βεριτέ. Η κλειστοφοβική διάθεση και το ημίφως στα ξενοδοχειακά δωμάτια και στο διαμέρισμα του εγκλεισμού υποστηρίζονται από ελάχιστα εξωτερικά πλάνα, κυρίως βραδινά, που αποτυπώνουν και τον καταρρακωμένο συναισθηματικό κόσμο ενός γερασμένου αρσενικού. Οι υπαρξιακοί μονόλογοι προς το τέλος και οι πολιτικοί συσχετισμοί του Ντεβερό, όταν, ομολογώντας ότι συγκαταλέγεται στους ισχυρούς τραπεζίτες, αφήνεται σε μια μηδενιστική ισοπέδωση περί φτώχειας και ιδιοκτησίας στον πλανήτη, αντιπαρατίθενται με τις σκηνές λογομαχιών με τη σύζυγό του, έξοχα ερμηνευμένες μέσα από συνεχιζόμενες λήψεις, θυμίζοντας κινηματογραφημένο θεατρικό δωματίου. Στον απόηχο του ψυχαναλυτικού φετιχισμού στο Μεγάλο Φαγοπότι (1973) του Μάρκο Φερέρι, ο παρακμιακός χαρακτήρας που σκαρώνει ο Φεράρα ενσαρκώνεται μοναδικά απ’ τον Ντεπαρντιέ, ο οποίος αξιοποιεί στο έπακρο το ογκώδες πλαδαρό, πλην όμως επιβλητικό σαρκίο του, καθώς και την τσακισμένη από το χρόνο όψη του, για να τον αποδώσει, ως φιλήδονο τέρας, που καταβροχθίζει βουλιμικά τις γυναίκες, κατά τη σαρκική επαφή, ανάμεσα σε βρυχηθμούς και έντονους ήχους.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου