Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Κάτοικος Βερολίνου από χρόνια, ο Θεσσαλονικιός Αθανάσιος Καρανικόλας, με σπουδές Φωτογραφίας, Καλών Τεχνών και Κινηματογράφου σε Αμερική και Γερμανία, κέρδισε στην περυσινή Μπερλινάλε το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, για τη γυρισμένη στην Ελλάδα ταινία του Στο Σπίτι, την τρίτη μεγάλου μήκους, μετά τις Έλλη Μάκρα -42277 Βούπερταλ (2007) και Echolot (2013).
Στην ταινία αυτή, που μόλις βγήκε στις αίθουσες, μια Γεωργιανή οικιακή βοηθός διαπιστώνει με πίκρα ότι οι εύποροι οικοδεσπότες που υπηρέτησε με αφοσίωση, σαν μέλος της οικογένειάς τους πάνω από δώδεκα χρόνια, την πετάνε στο δρόμο, μόλις μαθευτεί ότι πάσχει από ανίατη ασθένεια.
Θαυμαστής του σινεμά του Όζου και του Μπρεσόν, ο Καρανικόλας, με φόντο μια εργασιακή αδικία, εστιάζει διακριτικά στο συναισθηματικό αντίκτυπο της ηρωίδας, δημιουργώντας ένα χαμηλόφωνο ανθρωποκεντρικό δράμα. Η σπαρακτική ερμηνεία της Μαρίας Καλλιμάνη ξεδιπλώνει τον πληγωμένο εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας, που υποστηρίζεται βουβά και από μια σκηνοθετική δομή, με επιμελημένα στατικά πλάνα. Οι φιλτραρισμένοι φωτισμοί του γυμνού αττικού τοπίου και η εξαιρετική αισθητική προσδίδουν αυτόνομη οντότητα στο υψηλής αρχιτεκτονικής κτίσμα, με θέα προς τη θάλασσα. Το «σπίτι» του τίτλου συμβάλλει δραστικά, ως πρωταγωνιστικός χαρακτήρας, στη δραματουργική ένταση μιας ταινίας δίχως μουσική υπόκρουση.
Τα αυστηρά κάθετα και οριζόντια στοιχεία πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές, εκφράζοντας μια υπαρξιακή υπόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον αρχιτεκτονικό χώρο που τον περιβάλλει, όπως στο σινεμά ενός Αντονιόνι.
Στη συνάντηση που είχαμε, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε εύγλωττα την εικαστική διάσταση της ταινίας του.
Πώς προέκυψε η σεναριακή ιδέα;
Πριν από χρόνια, στα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή Αφγανών, σ’ ένα καταυλισμό προσφύγων στην Πάτρα, με απασχόλησε το θέμα της αλλοδαπής οικιακής βοηθού και η σχέση της με τα αφεντικά της. Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού την περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα, έπλασα μια ηρωίδα που αντιδρά μ’ έναν εντελώς δικό της τρόπο.
Για την ηρωίδα επέλεξες παθητική στάση, απέναντι στην αδικία των εργοδοτών. Θα λειτουργούσε το ίδιο αν ήταν άντρας στη θέση της;
Προσωπικά δεν πιστεύω στην παθητική στάση, βρίσκω όμως ότι αυτό που κάνει είναι πολύ δυνατό και απαιτεί πίστη σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από την πολιτική της καθημερινότητας. Η θέση της γυναίκας οικιακής βοηθού και η σχέση της με τα αφεντικά, στη σύγχρονη Ελλάδα, έχει καταγραφεί σε διατριβή. Ένας σοφέρ ή ένας κηπουρός δεν είναι το ίδιο, θα υπήρχε απόσταση. Η μητέρα μου, σε νεαρή ηλικία, υπήρξε οικιακή βοηθός και μεγάλωνε κι αυτή ένα παιδί σε μια εύπορη οικογένεια. Δεν πρόκειται βέβαια για αυτοβιογραφική ταινία, αλλά η ιστορία το απαιτούσε να είναι γυναίκα.
Το λούσιμο από τις γυναίκες τονίζεται ιδιαίτερα…
Έχω μεγαλώσει στο μοδιστράδικο που είχαν η μητέρα μου με τις αδελφές της, τις εξαδέλφες και τις γιαγιάδες, οπότε εικόνες με γυναίκες να ντύνουν άλλες είναι εγγεγραμμένες στη μνήμη μου και αισθάνομαι ότι μπορώ να πλησιάσω τον γυναικείο κόσμο. Το λούσιμο σηματοδοτεί μια κίνηση προσφοράς και τρυφερότητας.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα μινιμαλιστικό ντιζάιν υψηλής αισθητικής. Τι προσδίδει στους χαρακτήρες αυτό; Μπορούμε να πούμε ότι το σπίτι είναι κι αυτό ένας απ’ τους χαρακτήρες της ταινίας;
Ήθελα να φανεί αυτό το ελληνικό καθαρό φως, που πολλές φορές κρύβει τα μεγαλύτερα εγκλήματα και να εξιστορήσω αυτή την άσχημη ιστορία μέσα σε ένα όμορφο περιβάλλον, γιατί τα αφεντικά είναι μορφωμένοι άνθρωποι, καλόγουστοι, με οικονομική επιφάνεια. Έπειτα, αφορά το ύφος της ταινίας. Η φόρμα από μόνη της δεν αρκεί, μπορεί όμως να πει κάτι παραπάνω, σε συνδυασμό με τους αληθοφανείς χαρακτήρες. Ο κινηματογράφος, εξάλλου, είναι σκηνοθεσία χώρων και χρωμάτων. Αυτό το σπίτι, κάπως σαν φρούριο, με ανοίγματα που βλέπουν στη θάλασσα, ήθελα να βρίσκεται σαν ογκόλιθος στη μέση και να είναι από μόνο του ένας χαρακτήρας, εξού και ο τίτλος.
Η θέα προς τη θάλασσα έχει κάποια σημασία;
Έψαχνα να βρω ένα τοπίο ως αναφορά της πρωταγωνίστριας, που την κάνει να ξεπερνάει αυτό που είναι μέσα στους τέσσερις τοίχους. Αρχικά έψαχνα έναν ελαιώνα, όταν όμως είδα αυτό το σπίτι κατάλαβα ότι μπορούσε να δημιουργήσει μια δυνατή σχέση. Η επαφή της γυναίκας με τη θάλασσα υπάρχει στην εικονογραφία του ρομαντισμού. Τονίζεται, επίσης, η σχέση του εγκλωβισμού και η διάθεση φυγής, μέσα απ’ τα ανοίγματα και την επαφή με τη θάλασσα, συμβάλλοντας σε μια άλλη αίσθηση.
Η αισθητική επιμέλεια και η εξαιρετική κινηματογράφηση των γεμάτων από κάθετα και οριζόντια στοιχεία πλάνων οφείλεται και στην ιδιότητά σου, ως φωτογράφου;
Εκτός από τη φωτογραφία, έχω ασχοληθεί και με τη ζωγραφική και την ιστορία της ζωγραφικής. Αποφεύγω τα κοντινά πλάνα, μ’ ενδιαφέρει ο χώρος και οι φιγούρες μέσα στο χώρο. Αυτό αφαιρεί τις δυνατότητες στο μοντάζ. Στο σπίτι υπήρχαν κάθετα στοιχεία, απλά έπρεπε κάποιος να τα αναδείξει. Ακόμα κι αν είναι μυθοπλαστική η ταινία, τη βλέπω σαν να κάνω μια ταινία καταγραφής, σαν ντοκιμαντέρ μιας πλαστής ζωής, οπότε δεν επαναλαμβάνονται οι στιγμές.
Πώς προέκυψε η επιλογή της Μαρίας Καλλιμάνη;
Το ρόλο τον έγραψα έχοντας στο μυαλό μου τη Μαρία, όπως τη γνώρισα μέσα από τον Μαχαιροβγάλτη του Οικονομίδη. Αυτή η γυναίκα συνδυάζει το θηλυκό με το ρωμαλέο: Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, το σώμα, ο τρόπος που κινείται. Η συνεργασία προέκυψε κεραυνοβόλα, αμέσως μόλις γνωριστήκαμε.
Πώς κατάφερες να εκμαιεύσεις μια τέτοια ερμηνεία;
Πιστεύω στην εμπιστοσύνη που χτίζεται ανάμεσα σε σκηνοθέτη/ηθοποιό. Χρησιμοποιώντας ασκήσεις από την τεχνική «Μάισνερ», που εστιάζει στην ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα στους ηθοποιούς, τους βοήθησα να ξεφύγουν απ’ τον εαυτό τους και να συγκεντρωθούν στις συνθήκες και στην επαφή με τον συμπαίχτη τους. Η Μαρία προσέγγισε διαισθητικά περισσότερο αυτή τη γυναίκα, δεν είπαμε πολλά, απλά κάναμε την ανάγνωση όλοι μαζί, δίχως πολλές πρόβες.
Δεν υπάρχει μουσική υπόκρουση. Ακούγονται όμως ένα βαλς, η κόρη της πρωταγωνίστριας τραγουδά Μια βοσκοπούλα αγάπησα, ενώ η κόρη των αφεντικών παίζει στο πιάνο μια σονάτα του Σούμπερτ.
Δεν χρησιμοποίησα μουσική υπόκρουση, γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει η διακοσμητική χρήση της μουσικής. Το συγκεκριμένο ανταντίνο του Σούμπερτ, που το έγραψε προς το τέλος της ζωής του, έχει χρησιμοποιηθεί από τον Μπρεσόν στο Μπαλταζάρ, μια ταινία που θαυμάζω. Ο Σούμπερτ έγραφε μουσική για την αστική τάξη, όταν όμως αρρώστησε πολύ νέος, τον εγκατέλειψαν και πέθανε μόνος. Αυτό το κομμάτι πιστεύω ότι εκφράζει μια παραλληλότητα με τη σχέση της πρωταγωνίστριας. Το βαλς το έγραψε η Μαριέτα Φαφούτη, κατά παραγγελία, στο στυλ του ’20. Τέλος, το Μια βοσκοπούλα αγάπησα, είναι σεφραδίτικο παραδοσιακό, που πρωτοπαίχτηκε στη Μικρά Ασία.