του Δημήτρη Γιαννάτου*
Το ζήτημα της «διαχείρισης» των εξαρτημένων, μέσω της χορήγησης «φαρμάκων» ή της ρητορικής για τη «νομιμοποίηση ουσιών», εντάσσεται στο πνεύμα του μετασχηματισμού των κοινωνιών, που αναφέρονται πια στη μετα-νεωτερικότητα. Εντάσσονται στον συναγωνισμό της «δεξιάς» και «αριστερής» προόδου, ενάντια στις «παραδοσιακές» κοινωνίες. Είναι το πολιτισμικό πρότυπο ενός μετα-βιομηχανικού οικονομιστικού ολοκληρωτισμού, που προσπαθεί να κτίσει τη νέα «προοδευτική» κοινωνία, μέσα από τα ερείπια που δημιουργεί η βιομηχανική και οικονομική ύβρις.
Ο Ιβάν Ίλιτς (1926-2002 ) πίστευε ότι η κρίση απλώνει τις ρίζες της στην αλαζονεία της υπερβολής, στην υπέρβαση κάθε ορίου. Στο έργο του, συχνά αποδίδει στους θεσμούς και στους «ειδικούς» τους, την αντίσταση να αναγνωρίσουν τα όρια της ανθρώπινης ισχύος και αντοχής. Υπογραμμίζει το γεγονός ότι η έλλειψη ορίων διαπερνά πολλές πλευρές του ανθρώπινου βίου, χάρη στη μεγέθυνση αξιών και εννοιών, όπως η «ανάπτυξη», η «υγεία», η «ζωή», σε δραματικά μεγέθη, που εκμηδενίζουν τον άνθρωπο με σάρκα και οστά. Παράλληλα, με την κρίση και σήψη του φυσικού περιβάλλοντος, από την υπερ-μεγέθυνση, συνυπάρχει και η ηθική, κοινωνική κρίση, εφόσον χάνονται οι συνθήκες που μπορούν να καρπίσουν η αγάπη για τον άλλον, η αλληλοβοήθεια, η προσωπική ευθύνη κ.ά.
Από τη δεκαετία του ’70, ο Ιβάν Ίλιτς μιλούσε για την «πολιτισμική ιατρογένεση», τονίζοντας την αλλαγή της κουλτούρας σε σχέση με την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας. Τα πολιτισμικά πρότυπα και οι τρόποι που η κάθε κοινωνία είχε αναπτύξει για να αντιμετωπίζει το πόνο, την αρρώστια ή τον θάνατο, αντικαθίστανται από το μονοσήμαντο ιατρικό μοντέλο.
Η κοινότητα, όρος χειραφέτησης
Ο «πόλεμος» ενάντια στην κοινότητα αποτελεί προϋπόθεση του ατομικισμού και των «δικαιωμάτων». Στην εποχή μας οι (σοσιαλ)φιλελεύθερες ελίτ συνεχίζουν την ολοκληρωτική κυριαρχία του εμπορεύματος, επιχειρώντας να εξαφανίσουν την ιστορία, τις αξίες χειραφέτησης, τις ντόπιες ταυτότητες και κουλτούρες. Επιτίθενται λυσσαλέα στο κοινοτικό και ουσιαστικό «σχετίζεσθαι», ως το γόνιμο σπέρμα για ένα μοντέλο ζωής με ισορροπία Λόγου και Πνεύματος, με συγκεκριμένο πολιτισμικό όραμα, αυτόνομες οριζόντιες κοινοτικές σχέσεις, με δικαιώματα και παροχές, αλλά με όρια και με κανόνες ή ενίοτε και με λειτουργικές απαγορεύσεις.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι σαφής για τα «όρια» και την «ωριμότητα» της αυτοθέσμισης: «Ακόμα και στην πιο ελεύθερη, αυτόνομη και διεθνιστική κοινωνία θα πρέπει να αποφασίζεται η σύνθεση του εκλογικού σώματος. (…) π.χ. να αποφασίζεται αν στις δημοτικές εκλογές θα έχει δικαίωμα ψήφου οποιοσδήποτε βρίσκεται στην πόλη αυτή, τη στιγμή των εκλογών. Αν όχι, ποιο είναι το ελάχιστο όριο διαμονής μετά από το οποίο θα έχει κανείς το δικαίωμα να ψηφίζει; (…) η άποψη “είμαι ανθρώπινο όν και ψηφίζω σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχουν διακρίσεις”, μπορεί να καταλήξει, και καταλήγει, στο αντίθετο από αυτό που θα ήθελε να είναι. Ο θεσμός της εκλογής διακωμωδείται αν ο οποιοσδήποτε, χωρίς καμιά προϋπόθεση, καμιά συμμετοχή στη πολιτική ζωή της ομάδας… καμιά πιθανότητα να υποστεί τις συνέπειες της ψήφου του, ψηφίζει. Ψηφίζω σημαίνει συμμετέχω πλήρως σε μια συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα, η οποία και πρέπει κατά κάποιο τρόπο να οριοθετείται».
Στις μέρες μας, είναι πολύ πιθανόν πως η εύκολη ετυμηγορία της «δικαιωματικής Αριστεράς» για τον Καστοριάδη, θα τον κατέτασσε στους «αντιδραστικούς», αν όχι στους «φασίστες». Η διέξοδος από την κυριαρχία της οικονομίας και του θεάματος, αντί να επιδιώκει τον «εκσυγχρονισμό της κοινότητας», προκρίνει την καταστροφή της. Την απόσπαση του ανθρώπου, ως πρόσωπο, από τις μορφές παραδοσιακής κοινωνικότητας: του κοινοτισμού, της γειτονιάς, του επαγγέλματος, των τελετουργικών αλληλοβοήθειας και επιβίωσης.
Η αποθέωση του ατομισμού και της οικονομικής κυριαρχίας πάνω στις ανάγκες, έπρεπε να συντρίψει παραδοσιακούς θεσμούς κοινοτισμού, ώστε όπως λέει ο Καρλ Πολανύι (1896-1964), στο έργο του Ο μεγάλος μετασχηματισμός, η απειλή της φυσικής εξόντωσης από την πείνα είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση «να καταστραφεί η οργανική κοινωνία, που δεν ανεχόταν τη λιμοκτονία του ατόμου». Ο «μεγάλος μετασχηματισμός» της Βιομηχανικής επανάστασης αντικατέστησε τελείως όλους τους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Ξεθεμελίωσε το πολιτισμικό μοντέλο των μη καπιταλιστικών (επομένως αντι-καπιταλιστικών) κοινωνιών. Η «φιλελευθεροποίηση» του πολιτισμικού καθεστώτος (προπύργιο της «δικαιωματικής Αριστεράς») συμβαδίζει με τον ολοκληρωτισμό του οικονομικού και πολιτικού προτύπου (από τη Δεξιά) για να αποδυναμώσει τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Η καταστροφή του παραπάνω τρόπου ζωής, βαθιά ριζωμένου στην πολιτισμική ταυτότητα, αποτελεί την κατάλληλη βάση για τον «εκσυγχρονισμό» της εποχής μας. Όταν απονευρωθούν ή εξαλειφθούν οι δεσμοί που ορίζουν την κοινότητα, τόσο ως πολιτισμικό βίωμα όσο και ως κοινωνικοοικονομική δομή, αφενός αποδυναμώνεται η πίστη στον μέσο άνθρωπο, πως μπορεί να αυτοδιοικείται ή και να «θεραπεύεται» και αφετέρου μειώνονται οι τελευταίες αντιστάσεις στην ολοκληρωτική κυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Η κοινότητα ως τρόπος αυτονομίας και αυτοδιεύθυνσης, αποτελεί ένα εναλλακτικό μοντέλο συνολικής ανάπτυξης και παραγωγής, που λαμβάνει υπ’ όψιν τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά έρχεται σε αντιδιαστολή και αντίσταση με την παγκοσμιοποίηση και την απόλυτη πολιτισμική κυριαρχία του ατόμου, ως μονάδας και καταναλωτή – ουσιών, μεταξύ άλλων «προϊόντων».
* Ο Δημήτρης Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος, γραμματέας του Συλλόγου Εργαζομένων ΚΕΘΕΑ