Κριτική ματιά σε ορισμένες αριστερές απόψεις για το Κυπριακό. Του Κώστα Ζαχάρου
Η πρόσκαιρη υποχώρηση του ενδιαφέροντος για το Κυπριακό, που σ’ ένα βαθμό οφείλεται στα σοβαρά και απρόβλεπτα γεγονότα της Ουκρανίας, δεν μεταθέτει τη δρομολογημένη διαδικασία «επίλυσης» και μάλιστα σ’ ένα ιδιαίτερα δυσμενές πλαίσιο: με τους λαούς Κύπρου και Ελλάδας ταπεινωμένους, οικονομικά γονατισμένους και με εθελόδουλες πολιτικές ηγεσίες.
Εδώ θα εστιάσουμε σε απόψεις του Κυπριακού που συναντάμε σε χώρους της Αριστεράς στη χώρα μας, όπου προτάσσεται ο διεθνισμός ή/και το ταξικό και βάσει της ιεράρχησης αυτής ερμηνεύονται γεγονότα και ασκούμενες πολιτικές. Οι φορείς αυτών των απόψεων είναι, συνήθως, οι ίδιοι που υποστήριξαν το Σχέδιο Ανάν και σαν να μην πέρασε μια μέρα, αδιαφορώντας για την πάνδημη καταψήφισή του, επανέρχονται αναπαράγοντας παλιά επιχειρήματα.
Σχηματικά και με κίνδυνο να αδικήσουμε απόψεις, θα σταχυολογήσουμε κάποιες απ’ αυτές.
Σε μερικές περιπτώσεις υποβαθμίζεται ανεπίτρεπτα η σημασία του «κοινού ανακοινωθέντος». Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι πρόκειται απλά για την «αφετηρία της διαπραγμάτευσης» (Π. Τριγάζης, 17/2/14, tvxsteam) και συνεπώς ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε κρίνεται υπερβολικός και αδικαιολόγητος. Επιπλέον, γίνεται επίκληση της διεθνούς συνεισφοράς για μια επιθυμητή και βιώσιμη λύση, καθώς και της αναγκαίας ανθρωπιστικής οπτικής που οφείλουν να υιοθετήσουν οι «κοντόφθαλμες ηγεσίες της Ε.Ε.»!
Συνήθως, όμως, οι αριστεροί υποστηρικτές της δρομολογημένης διαπραγμάτευσης βασίζονται στο μανιχαϊστικό δίπολο διεθνισμός-εθνικισμός και στον αναγκαίο διεθνισμό που οφείλει να προτάσσει η Αριστερά. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για ένα ερμηνευτικό σχήμα που συμπιέζει την πολυσύνθετη πραγματικότητα σε μια ιδεολογική κατασκευή που δυστυχώς… απογειώνεται από το πεδίο του πραγματικού. Γιατί τα έθνη είναι υπαρκτά ιστορικά υποκείμενα και αν κοιτάξουμε γύρω μας, διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στον σύγχρονο κόσμο. Παράλληλα, διαπιστώνεται μια επιλεκτική χρήση της «βιβλιογραφίας», αφού στρεβλώνεται ο θεωρητικός πυρήνας της αριστερής και κομμουνιστικής σκέψης, όπου ο ρόλος του έθνους και των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων και κοινωνικών σχέσεων που συνέχουν τα υποκείμενα που το συναποτελούν, κατέχουν κεντρική θέση. Ας μην ξεχνάμε ότι οι τάσεις της ελληνικής Αριστεράς που υποβάθμισαν τη σημασία της εθνικής παραμέτρου, όπως στην περίπτωση της ιταλογερμανικής εισβολής και κατοχής, ηττήθηκαν πολιτικά και απομονώθηκαν από τα λαϊκά και εργατικά στρώματα.
Όμως και στον διεθνισμό τους, είναι επιλεκτικοί και ασυνεπείς οι «διεθνιστές» μας. Παραβλέπουν ότι η συνταγματική ανωμαλία του «δικοινοτικού»-«διζωνικού» κράτους στηρίζεται σε ρατσιστική και εθνοτική βάση και συνεπώς η επίκληση της «λαϊκής κυριαρχίας των Κυπρίων» και της «πολιτικής δημοκρατίας» (π.χ. Σπ. Απέργης και Ν. Θεοδωρίδης, https://www.rednotebook.gr/) στερούνται περιεχομένου, αφού η αρχή ένας πολίτης-μια ψήφος δεν έχει κανένα νόημα.
Παράλληλα, με τον διεθνισμό προβάλλεται συνθηματολογικά και το γνωστό: «Οι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε αναμεταξύ τους!». Κι εδώ, η ανάλυση του συγκεκριμένου, βασικό μεθοδολογικό εργαλείο της μαρξιστικής σκέψης, πάει περίπατο και στο όνομα ενός αφηρημένου διεθνισμού/ανθρωπισμού παραβλέπονται η εισβολή, το κατεχόμενο από τουρκικά στρατεύματα βόρειο τμήμα της Κύπρου, ο εποικισμός, η στενή πολιτική εξάρτηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από την Τουρκία κ.λπ.
Σε άλλες περιπτώσεις (Εποχή, 2/3/14), επιχειρείται να καλυφθεί το «κενό» προσμέτρησης του συγκεκριμένου, με την αναζήτηση πολιτικών εκπροσώπων των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων, που θα εργαστούν στις δύο κοινότητες για το κοινό καλό. Γι’ αυτό και επαναφέρεται στο προσκήνιο ένας από τους πρωταγωνιστές του Ανανισμού, ο μετριοπαθής και αριστερός (με εισαγωγικά ή χωρίς) Τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Όμως, ο κ. Ταλάτ είναι ιδιαίτερα ειλικρινής στις απόψεις του ή στις αποσιωπήσεις: Επιχαίρει με κυνισμό για τη μεταστροφή, σύμφωνα με εκτίμησή του, των αντιλήψεων όσων το 2004 καταψήφισαν το σχέδιο Ανάν, προβάλλει τη συνεισφορά της Τουρκίας στην επίλυση του Κυπριακού, ενώ αποφεύγει επιμελώς να αναφέρεται στο υπαρκτό κράτος της Δημοκρατίας της Κύπρου ή στα τουρκικά στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο, θέματα που, αν δεν απαντηθούν, η προσδοκία για ουσιαστική διαπραγμάτευση θα μοιάζει αφέλεια ή χίμαιρα.
Στις ανθρωπιστικές επιστήμες το θεωρητικό παράδειγμα του «κονστρουκτιβισμού» ισχυρίζεται ότι η πραγματικότητα και η γνώση είναι κοινωνικές κατασκευές. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια παθητική πρόσληψη της πραγματικότητας μέσω των αισθήσεων, ούτε για μια ανακάλυψή της, αλλά, μάλλον, για μια δημιουργία και κατασκευή της, με πρωταγωνιστικό το ρόλο της νόησης. Στην «κατασκευή» της κυπριακής πραγματικότητας ο κονστρουκτιβισμός φαίνεται να δείχνει τα ερμηνευτικά του όρια. Γι’ αυτό και το παράδοξο στην αντιμετώπιση του κ. Ταλάτ: «Φορτωμένος» με πλήθος σημασιών και νοημάτων, συμβατά με το πρότυπο μιας «διεθνιστικής»/«ταξικής» αφήγησης, υπερβαίνει τα όρια ενός απλού πολιτικού εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων και προσλαμβάνεται, μάλλον, ως… ιδέα!