Του Βασίλη Νομπιλάκη

Κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ. Οι διαδοχικές μνημονιακές κυβερνήσεις έδρασαν και συνεχίζουν να δρουν «ριζοσπαστικά», με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Συγκεκριμένα, ήρθαν σε μία πρωτοφανή ρήξη με το άτυπο «λαϊκίστικο» κοινωνικό συμβόλαιο όλης της προηγούμενης περιόδου, σύμφωνα με το οποίο οφείλουν φυσικά να εξυπηρετούνται πρωτίστως τα διάφορα «ημέτερα» εγχώρια και ξένα συμφέροντα, αλλά να «τρώει λιγάκι κι ο λαός». Αρνούμενες, εξαρχής, να διαπραγματευτούν με τους Ευρωπαίους «εταίρους» και τους Αμερικανούς «φίλους» (κι ενώ πλέον γνωρίζουμε και επισήμως ότι διέθεταν πολύ ισχυρά «όπλα» στην διάθεσή τους) αποδέχτηκαν πλήρως τη λογική του «μονόδρομου» και μαζί το λυτρωτικό «δώρο» που προσκόμιζε ο τελευταίος, την περιορισμένη ευθύνη. Μαζί αυτά λειτούργησαν απελευθερωτικά, βγάζοντας στην επιφάνεια το καταπιεσμένο «επαναστατικό» πρόσωπο των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ του τόπου, οι οποίες με το φανατισμό ζηλωτών βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον «παλιό κόσμο», σαρώνοντας δικαιώματα, κεκτημένα, εργασιακές νομοθεσίες και ό,τι άλλο στεκόταν εμπόδιο στην «επανάσταση του αυτονόητου». Με ένα απύθμενο μίσος εναντίον της «πλέμπας», οι ελίτ αποφάσισαν να δείξουν ποιος κάνει κουμάντο εδώ πέρα και να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους.
Προεκτείνοντας τα παραπάνω, συνάγουμε ότι η στροφή σημαντικής μερίδας της κοινωνίας προς την Αριστερά αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μια επιλογή «συντηρητική». Το ζητούμενο για τις μάζες που τον ανέδειξαν σε αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι σε καμία περίπτωση ο «σοσιαλισμός», αλλά η αναγκαιότητα να μπει ένα τέρμα στην κατρακύλα και την κοινωνική καταστροφή. Ν’ ακουστεί επιτέλους ένα αληθινό «ως εδώ», να χαραχτεί μια αδιαπραγμάτευτη «κόκκινη γραμμή». Αναθέτουν, λοιπόν, την εκπροσώπησή τους στη μοναδική σοβαρή πολιτική δύναμη που φαίνεται να ικανοποιεί (σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον) την επιθυμία μιας ορισμένης «επανόρθωσης». Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη σειρά του, προσπαθεί να ανταποκριθεί στο ρόλο του επισημαίνοντας κατ’ επανάληψη ότι μόνο με την ενεργητική υποστήριξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος θα καταφέρει να επιφέρει τις απαραίτητες τομές, ενώ παράλληλα αναμένει παθητικά πότε θα πέσει η ετοιμόρροπη κυβέρνηση για να αναλάβει εκείνος…
Έτσι, επιτρέπει στον κάθε Σαββόπουλο να βγαίνει και να χαρακτηρίζει την Αριστερά (γενικά κι αόριστα…) ως «συντηρητική, πολύ συντηρητική», καθώς «θέλει όλα να παραμείνουν τα ίδια». Κι ενώ είναι εξόχως εύκολο να του ανταπαντήσει κανείς ότι, εάν οι πολιτικές που ασκούνται από τις μνημονιακές κυβερνήσεις που υποστηρίζει εκείνος είναι «προοδευτικές», τότε χίλιες φορές «συντηρητικοί», δεν παύει ωστόσο να υπάρχει κάτι που παραμένει σκοτεινό: ποιο είναι εν τέλει το δικό μας όραμα -εάν έχουμε- για τον τόπο.
Αναζητώντας ακόμα την απάντηση, αξίζει, πιστεύω, να κλείσουμε με ένα μικρό απόσπασμα από όσα είχε πει ο Αντώνης Ζέρβας σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε δώσει στον Δρόμο, λίγο καιρό πριν: «Με όλες τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μας, είμαστε ή ήμασταν -ώς χθες τουλάχιστον-, πιο κοντά σ’ αυτό που χάθηκε και αναζητείται επειγόντως. Δεν θα έχει βεβαίως καμία από τις παλαιές μορφές. Η ουσία του, όμως, παραμένει αμετάλλακτη. Ένας ανθρώπινος τρόπος ζωής ας πούμε, μέσα σε αποκεντρωμένα περιφερειακά πλαίσια. Ανθρώπινες σχέσεις σε μικρή, κοινοτική κλίμακα. […] Απατώνται οικτρά όσοι νομίζουν ότι μόνο με την οικονομική δύναμη μπορούμε να επιβιώσουμε. Αυτά ήταν ανέκαθεν τα μεγάλα καλάθια. Απλό νοικοκύρεμα χρειάζεται και αλλαγή προοπτικής. “Ναι” στο έξω, διπλό “ναι” στο μέσα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!