Σε ψηφιακή επανέκδοση Η Μοναχική Σύζυγος του σπουδαίου Σατιαζίτ Ρέι

της Ιφιγένειας Καλαντζη*

 

Ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται, όπως αποδεικνύεται και στην ασπρόμαυρη βραβευμένη δραματική ταινία του σπουδαίου Ινδού Σατιαζίτ Ρέι Η Μοναχική Σύζυγος (1964), που κυκλοφόρησε σε ψηφιακή επανέκδοση.

Στην Καλκούτα, στα μέσα του 19ου αιώνα, η νεαρή Τσαρού, σύζυγος ενός πολυάσχολου εκδότη εφημερίδας, διασκεδάζει την πλήξη της με διάβασμα και κέντημα, όπως αρμόζει σε μια κυρία της τάξης της. Στο μεγάλο αρχοντικό φιλοξενείται και ο Αμάλ, ξάδερφος του συζύγου, ένας γλυκομίλητος νέος, που διαβάζει ποίηση και ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, ενώ προσπαθεί να πείσει και την Τσαρού να επιδοθεί στο γράψιμο, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της.

Ανάμεσα στα πειράγματα και τις λογοτεχνικές συζητήσεις τους, η Τσαρού τον ερωτεύεται. Μέσα από τη δημιουργική διαδικασία του γραψίματος, εκτός από την καταπιεσμένη της ανάγκη για έκφραση θα εξωτερικεύσει και μια ανομολόγητη έλξη. Αρχέγονα συναισθήματα, όπως η ζήλεια και ο θυμός με αφορμή τη δημοσίευση ενός κειμένου του Αμάλ, ωθούν την Τσαρού να τον κοντράρει μέσα από δικό της κείμενο, προδίδοντας κάθε απωθημένο και επιμελώς κρυμμένο ερωτικό αίσθημα, ενώ αποκαλύπτεται και η κενή συζυγική ζωή της. Η ηθική τάξη των πραγμάτων πρέπει, ωστόσο, να θριαμβεύσει, διαλύοντας κάθε ανεξέλεγκτο ερωτικό πόθο, ενώ κυριαρχεί η ενοχή. Τα οικονομικά προβλήματα του συζύγου αλλάζουν άρδην το σκηνικό που κυοφόρησε την ερωτική έλξη. Γίνεται, όμως, να καταποντιστεί ένας μεγάλος έρωτας, δίχως πληγές;

Η βραδυφλεγής αυτή τσεχωφική ερωτική ιστορία διαδραματίζεται στο εσωτερικό και στον κήπο ενός αρχοντικού, μετατοπίζοντας το βάρος απ’ το σενάριο και τα σκηνοθετικά τεχνάσματα στις ανεπαίσθητες χειρονομίες και στα βλέμματα, που οδηγούν σε συγκινητικές ερμηνείες, ακόμα κι αν σήμερα φαντάζουν ξεπερασμένες.

Τυπικό δείγμα κλασικού ινδικού κινηματογράφου η ταινία -λίγο πριν ο Ρέι αρχίσει να πειραματίζεται με την κινηματογραφική φόρμα- αντιμετωπίζει μελιστάλαχτα την πίκρα του έρωτα, πλημμυρισμένη από ινδική μουσική που έχει συνθέσει ο ίδιος ο πολυσχιδής σκηνοθέτης, που πριν τον κερδίσει ο κινηματογράφος υπήρξε γραφίστας, εικονογράφος, συγγραφέας και μουσικός.

Παγκόσμια αναγνωρισμένος ο Σατιαζίτ Ρέι εμφανίστηκε στα μέσα του ’50, αναπτύσσοντας ένα ανθρωποκεντρικό σινεμά, στα πρότυπα του ιταλικού νεορεαλισμού. Σε αντίθεση με το εμπορικό Μπόλιγουντ, επέμεινε στην κατάδειξη της φτώχειας του τόπου του και καθιέρωσε την ινδική γλώσσα στις ταινίες του, σε μια κατεξοχήν αγγλοκρατούμενη χώρα, ενώ έδωσε έμφαση στο λυρισμό.

Στη Μοναχική Σύζυγο εντυπωσιάζει η εισαγωγική σεκάνς, όπου η διάσταση της πλήξης, της περιέργειας, αλλά και της αιχμαλωσίας που νιώθει η έγκλειστη πρωταγωνίστρια, περνάει απ’ το ηχητικό πεδίο. Οι ήχοι του δρόμου αποσπούν την Τσαρού από το διάβασμα, προσκαλώντας την σε ένα παιχνίδι αναγνώρισης. Παρακολουθεί πίσω από τις γρίλιες, διατηρώντας οπτική επαφή με τους ήχους και διασχίζει τα δωμάτια κυνηγώντας τους, ακόμα και με κιάλια, που τονίζουν την ηδονοβλεπτική διάσταση του σινεμά.

Πέρα από το διαχωρισμό του εκτός με τον εντός των τειχών κόσμο της Τσαρού, τονίζεται και η διαφορά ανάμεσα στον κόσμο των αντρών, που αναδεικνύονται δραστήριοι με ενδιαφέρον για την πολιτική, και στις γυναίκες τους, όπως η Τσαρού και η κουνιάδα της, που ρίχνουν πασιέντζες για να περάσει η ώρα, ξαπλωμένες νωχελικά στο κρεβάτι, φορώντας τα παραδοσιακά εμπριμέ υφάσματα και τα κουδουνιστά βραχιόλια τους.

Ο κήπος, ως ιδανικός παράδεισος που απελευθερώνει τα ερωτικά ένστικτα, τόσο στις περσικές όσο και στις ινδικές ταινίες, αποτελεί ιδεώδες σκηνικό έμπνευσης, συνδεδεμένο με την ανατολίτικη λυρική παράδοση των ρουμπαγιάτ. Εκεί όπου η αμέριμνη ακόμα Τσαρού κάνει κούνια, ο έρωτας θα εμπνεύσει τους στίχους που θα εκφράσουν τη συνειδητή του αποκάλυψη. Η ερωτευμένη Τσαρού τραγουδάει τρυφερούς στίχους στον Αμάλ, ενώ καρφώνει αναστατωμένη το σκοτεινιασμένο βλέμμα της στο φακό, κομβικό σημείο συνειδητοποίησης του έρωτα, που συνδέεται μ’ ένα βαθύ πόνο, όμοιο με αίσθημα θανάτου.

Γεμάτη από ορχηστρική μελαγχολική μουσική με φλάουτο και σιτάρ, αλλά και πονεμένους παραδοσιακούς ινδικούς αμανέδες, η ταινία χαρακτηρίζεται από ένα ρυθμικό μουσικό μοτίβο, σε συγκεκριμένες σκηνές, που τελευταία χρησιμοποιήθηκε και απ’ τον Γουές Άντερσον, στην ταινία του Ταξίδι στο Νταρτζίλινγκ (2007) ως αναφορά στον Σατιαζίτ Ρέι.

Σ’ αυτό το δράμα δωματίου η αφήγηση γίνεται μέσα από κοντινά πλάνα σε αντικείμενα-φετίχ, όπως ένα ζευγάρι κεντητά πασούμια, όσο και στα βλέμματα που επωμίζονται όλο το ερωτικό παιχνίδι. Στο συμβιβαστικό τέλος επαναφέρεται η τάξη στα ήθη της εποχής, σχετικά με τη συζυγική απιστία και την προστασία του γάμου, τονίζοντας την αντίθεση με τον αντικομφορισμό ενός φλογερού έρωτα, που ανατρέπει τα πάντα.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!