Για τους αναγνώστες πολιτικών εντύπων η αναφορά στο όνομα Σιμόν Βέιλ δεν μπορεί παρά να ανακαλεί στη μνήμη την πρώτη γυναίκα πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η εν ζωή ακόμη πολιτικός κ. Βέιλ, μετά από μια «επιτυχή» πορεία 30 χρόνων στη γαλλική πολιτική σκηνή απολαμβάνει σήμερα τιμές «αθανάτου» στην Γαλλική Ακαδημία των Παρισίων, στην οποία έγινε μέλος επί πρωθυπουργίας Νικολά Σαρκοζί. Δεκαοχτώ χρόνια πριν από την γέννηση της προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, όμως, το 1909 συγκεκριμένα, η Γαλλία θα γνώριζε την εκρηκτική έκλαμψη μιας άλλης Σιμόν Βέιλ, εξαίρετης φιλοσόφου και πολιτικής διανοήτριας η οποία σε αντίθεση με τη συνονόματή της είχε την ατυχία ή και την τύχη -όπως το πάρει κανείς- να… αφεθεί στην αυτοκτονία σε ηλικία μόλις τριάντα τριών χρόνων!

Η περί ης ο λόγος Σιμόν ωρίμασε στο μεσοδιάστημα μιας εποχής που η Ευρώπη προσπαθούσε να κατανοήσει τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και να αποφύγει την επανάληψή της. Τη βαθιά κοινωνική, πολιτική και πνευματική κρίση, αλλά και τους προβληματισμούς των καιρών της διαισθάνθηκαν και συμπύκνωσαν το ένστικτο και οι στοχασμοί της φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ.

Αφορμή για τη σημερινή αναφορά στο πρόσωπό της είναι η έκδοση στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κέδρος του πολύτιμου βιβλίου της Aνάγκη για ρίζες, αλλά και η προσομοιάζουσα με εκείνη την εποχή κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βιώνει σήμερα η γηραιότατη ήπειρός μας. Την εισαγωγή του βιβλίου υπογράφει ο T.S. Eliot. Συστήνουμε ανεπιφύλακτα την ανάγνωσή της (εδώ λόγω χώρου δημοσιεύεται με περικοπές) ως προϊδέασμα στις ιδέες και τις εντάσεις που περιέχονται στο κυρίως σώμα του βιβλίου της Βέιλ. Σημειώνουμε πως στη χώρα μας κυκλοφόρησαν τέσσερα ακόμη βιβλία της συγγραφέως τα οποία πέρασαν μάλλον απαρατήρητα απ’ τους εγχώριους διανοούμενους…

Σ.Μ.

 

 27_BIBLIO_SIMON_VEIL

 Ο πρόλογος του T.S. Eliot

Tο μόνο είδος εισαγωγής που θα μπορούσε να αξίζει μια μόνιμη σχέση με ένα βιβλίο της Σιμόν Βέιλ θα ήταν μια εισαγωγή από κάποιον που τη γνώρισε. Ο αναγνώστης των βιβλίων της βρίσκεται αντιμέτωπος με μια δύσκολη, παράφορη και περίπλοκη προσωπικότητα και η βοήθεια όσων είχαν το πλεονέκτημα να συζητήσουν ή να αλληλογραφήσουν μαζί της επί μακρό χρονικό διάστημα, ιδίως εκείνων που τη γνώρισαν υπό τις ιδιόμορφες συνθήκες των τελευταίων πέντε ετών του βίου της, θα είναι πάντα πολύτιμη στο μέλλον. Δεν διαθέτω αυτά τα προσόντα. Οι στόχοι μου, γράφοντας αυτό τον πρόλογο, είναι, πρώτον, να δηλώσω την πίστη μου στη σπουδαιότητα της συγγραφέως και του συγκεκριμένου βιβλίου· δεύτερον, να προειδοποιήσω τον αναγνώστη να μην το κρίνει βιαστικά ούτε να προβεί σε κάποια συνοπτική ταξινόμηση – να τον πείσω να συγκρατήσει τις προκαταλήψεις του και να δείξει υπομονή έναντι των προκαταλήψεων της Σιμόν Βέιλ. Όταν κανείς γνωρίσει και αποδεχθεί το έργο της, ένας τέτοιος πρόλογος θα είναι πλέον περιττός.

Στην προσπάθειά μας να την καταλάβουμε, δεν πρέπει να μας αποσπάσει την προσοχή -κάτι που είναι εντελώς πιθανό να συμβεί με το πρώτο διάβασμα- η σκέψη πόσο πολύ και σε ποια σημεία συμφωνούμε ή διαφωνούμε. Πρέπει απλώς να αφεθούμε στην προσωπικότητα μιας ευφυούς γυναίκας, ευφυούς με τρόπο που προσεγγίζει την ευφυΐα των αγίων.

Προερχόταν από μια οικογένεια που δεν της έλειπε η πνευματική προίκα – ο αδελφός της είναι διακεκριμένος μαθηματικός· και η δική της διάνοια ήταν άξια της ψυχής που τη χρησιμοποιούσε. Η διάνοια, όμως, ιδίως όταν καταπιάνεται με τέτοια προβλήματα όπως εκείνα που ταλαιπώρησαν τη Σιμόν Βέιλ, ωριμάζει αργά· και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Σιμόν Βέιλ πέθανε τριάντα τριών ετών. Νομίζω ότι στο The Need of Roots ιδίως η ωριμότητα της κοινωνικής και πολιτικής της σκέψης είναι άκρως αξιοσημείωτη. Είχε όμως μια πολύ μεγάλη ψυχή που έπρεπε να ωριμάσει· και δεν πρέπει να κριτικάρουμε τη φιλοσοφία της όπως θα κάναμε για ένα άτομο ηλικιακά μεγαλύτερο κατά είκοσι ή τριάντα χρόνια.

Στο έργο μιας τέτοιας συγγραφέως πρέπει να αναμένουμε ότι θα συναντήσουμε το παράδοξο. Η Σιμόν Βέιλ ήταν τρία πράγματα στον ανώτατο βαθμό: Γαλλίδα, Εβραία και χριστιανή. Ήταν πατριώτισσα που ευχαρίστως θα επέστρεφε στη Γαλλία για να υποφέρει και να πεθάνει για τους συμπατριώτες της: και πέθανε -απ’ ό,τι φαίνεται, εν μέρει ως αποτέλεσμα μιας αυτοεπιβεβλημένης δοκιμασίας με το να αρνείται να λάβει περισσότερη τροφή από τις μερίδες συσσιτίου των απλών ανθρώπων στη Γαλλία- το 1943 σε ένα σανατόριο στο Άσφορντ του Κεντ. (…) Στην πολιτική της σκέψη εμφανίζεται αυστηρή επικρίτρια τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς· ταυτόχρονα είναι με πιο αυθεντικό τρόπο ενθουσιώδης της τάξης και της ιεραρχίας απ’ ό,τι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται Συντηρητικοί και με τον πιο αυθεντικό τρόπο αφοσιωμένη στο λαό απ’ ό,τι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται Σοσιαλιστές. (…) Ως πολιτική διανοήτρια, όπως και σε όποιο άλλο πεδίο, η Σιμόν Βέιλ δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κάποια κατηγορία. Η παραδοξότητα των συμπαθειών της είναι μια επιβοηθητική αιτία ισορροπίας. Από τη μια υποστήριζε παθιασμένα τους απλούς ανθρώπους και ιδίως τους καταπιεσμένους – όσους καταπιέζονταν από τη μοχθηρία και την ιδιοτέλεια και όσους καταπιέζονταν από τις ανώνυμες δυνάμεις της μοντέρνας κοινωνίας. Είχε εργαστεί σε εργοστάσιο της Ρενό, είχε εργαστεί ως αγρότισσα, για να μοιραστεί τις ίδιες συνθήκες ζωής με τους ανθρώπους της πόλης και της υπαίθρου. Από την άλλη, ήταν εκ φύσεως μοναχική και ατομικίστρια, ένιωθε βαθιά φρίκη για ό,τι αποκαλούσε συλλογικότητα – το τέρας που δημιουργήθηκε από τον μοντέρνο ολοκληρωτισμό. (…)Το παρόν βιβλίο ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των προοιμίων στην πολιτική, που οι πολιτικοί σπανίως διαβάζουν και τα οποία οι περισσότεροι εξ αυτών θα ήταν απίθανο να κατανοήσουν ή να αντιληφθούν τον τρόπο εφαρμογής τους. Τέτοια βιβλία δεν επηρεάζουν τη σύγχρονη πολιτική διαδικασία: για όσους άντρες και γυναίκες έχουν ακολουθήσει ήδη αυτή τη σταδιοδρομία και δεσμεύονται από την ειδική ορολογία της αγοράς, τέτοιου τύπου βιβλία έρχονται πάντα πολύ αργά. Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μελετούν οι νέοι πριν χάσουν την άνεση χρόνου που διαθέτουν και πριν καταστρέψει την ικανότητά τους να σκέφτονται μια ζωή προεκλογικών αγώνων και ενδημίας στο νομοθετικό σώμα· είναι ένα από τα βιβλία η επίδραση των οποίων θα φανεί, όπως μπορούμε απλώς να ελπίζουμε, στη νοοτροπία μιας άλλης γενιάς.

T.S. Eliot (Σεπτέμβριος 1951)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!