Γεννήθηκε στην Αυστραλία από γονείς μετανάστες, σπούδασε στο πανεπιστήμιο και ώριμη πια αποφάσισε να «γυρίσει» στην Ελλάδα. Προχτές, με ένα κοντέινερ πράγματα, δύο γάτες υπερήλικες και ένα σακίδιο θρυμματισμένες αγάπες, σχέδια και ελπίδες, ξαναπήρε το αεροπλάνο για την Αυστραλία. Η πατρίδα την τσαλάκωσε και την απέβαλε. Με αυταρχικό τρόπο την έκαναν μπαλάκι, να τρέχει ταυτόχρονα σε τρία σχολεία, από χωριό σε χωριό, με μειωμένο μισθό, χωρίς συγγενείς, με φίλους πελαγωμένους από ανεργία και χρέη. Με τεράστια ανασφάλεια για την επόμενη μέρα, με σπασμένα νεύρα, απογοητευμένη και εξαντλημένη, πούλησε στο ένα τρίτο της αξίας του το δυάρι που είχε αγοράσει με τον ερχομό της πριν από δεκαπέντε χρόνια, έγραψε με το one way εισιτήριο το πιο σπαραξικάρδιο ποίημα των τελευταίων της χρόνων στην Ελλάδα και ηττημένη, έφυγε για πάντα. Όχι μόνο από τους κυβερνώντες, το κράτος και τους ολιγάρχες. Γιατί, ούτε οι συνάδελφοι ούτε οι σύντροφοι μπόρεσαν να τη στηρίξουν. Οι πρώτοι την έβλεπαν σαν παράξενη όταν ανταποκρινόταν μόνη της στα καλέσματα του κλάδου για απεργία και οι δεύτεροι είχαν μεγαλύτερη έγνοια για τις ενδοπαραταξιακές τους τριβές. Πού να βρει «χώρο» να σταθεί ένας άνθρωπος ευαίσθητος, λεπτεπίλεπτος, συναισθηματικός, ονειροπόλος και οραματικός; Και είναι, θα ρωτούσε κανείς, η Αυστραλία, η κάθε Αυστραλία, γιατρικό; Και, βέβαια, δεν είναι. Αλλά τουλάχιστον δεν σε πληγώνουν οι δικοί σου, που είναι αβάσταχτο.
Πόσες κοπέλες, πόσες γυναίκες, πόσα παλικάρια και πόσοι άντρες δεν μαραζώνουν σ’ αυτήν την υπό κατεδάφιση πατρίδα, χωρίς να έχουν όλοι την Αυστραλία τους σαν έσχατη λύση ανάγκης. Ένας κόσμος ολόκληρος καταστρέφεται οικονομικά, απαξιώνεται κοινωνικά και διαλύεται ψυχολογικά, για να αυξηθούν τα κέρδη της μικρής μειοψηφίας που λεηλατεί περιουσίες και ψυχές κρατώντας στην εξουσία τους λακέδες της. Κι εμείς εδώ, βλέποντας απάθεια, φόβο και συμβιβασμό, να αναρωτιόμαστε μέχρι πότε θα φεύγουν, με όποιο τρόπο, παντοτινά, οι διπλανοί μας ποιητές της βιοπάλης;
Με τα ελληνοκαγκουρό, Γκαούρ