Της Γιούλης Ιεραπετριτάκη

Eνα από τα πιο ισχυρά, τα πιο ιερά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι το δέσιμο του ανθρώπου με την πατρογονική γη. Αίσθημα ακατάλυτο, βαθιά χαραγμένο στη συνείδηση, πέρα απ’ το χρόνο και το χώρο που συνοδεύει τον άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του, ώς το τέλος της ζωής. Για τον Καζαντζάκη, μάλιστα, τον μεγάλο οικουμενικό συγγραφέα, είναι τέτοια η δύναμή του αφού «όπως οι ρίζες στέλνουν στο δέντρο την κρυφή προσταγή ν’ ανθίσει και να καρπίσει, όμοια και τα πατρικά χώματα δίνουν στον άνθρωπο όλες τις αξίες και τα ιδανικά που θα τον βοηθήσουν στην ολοκλήρωση της ηθικής απέναντι στον εαυτό του αλλά και στον κόσμο ολόκληρο».
Καθόλου τυχαία λοιπόν οι έννοιες της πατρώας γης, αλλά κυρίως του νόστου, ως θεμελιώδη συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης, διαπερνούν τη λογοτεχνία όλων των εποχών σε παγκόσμια κλίμακα και ταυτόχρονα αποτελούν τους θεματικούς πυρήνες, τους δημιουργικούς άξονες, όχι μόνο της επικής αλλά και της μεταγενέστερης αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας. Και σήμερα όμως, στη σύγχρονη εποχή, με το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής μας, οι έννοιες αυτές επανέρχονται στο προσκήνιο της επιστημονικής μελέτης από κορυφαίους επιστήμονες «…να ‘ταν για μια στιγμή ν’ αντίκρυζα τ’ άψηλοτάβανό μου, το αρχοντικό, το βιος, τους δούλους μου, κι ας πέθαινα στην ώρα», εξομολογείται με πίκρα ο θεϊκός Οδυσσέας στον βασιλιά Αλκίνοο με το πιο πειστικό από τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τον γυρισμό του στην πατρίδα.
Απ’ τους πρώτους κιόλας στίχους της Οδύσσειας, ο ποιητής των αιώνων, με μια συγκλονιστικά ανθρώπινη εικόνα, αλλά και τόσο γνώριμη για τους λαούς που βρέχονται από τα ζωογόνα ύδατα της Μεσογείου, παρουσιάζει τον Οδυσσέα «που πολλών ανθρώπων είδε άστεα και νόον έγνω να κάθεται στο γιαλό κι αγναντεύοντας τη θάλασσα να λιώνει απ’ τον καημό αναθιβάνοντας τη γλυκιά πατρίδα … και μήτε που στέγνωναν ποτέ τα μάτια του απ’ τα κλάματα, μον’ τη γλυκιά ζωή του γυρισμού ο καημός τον έλιωνε».
Από τότε πέρασαν χιλιάδες χρόνια, κι όμως βλέποντας τον Μουσταφά τον Κρητικό, έναν νεαρό Συροκρητικό να τραγουδά με νοσταλγία, αναπολώντας την πατρογονική γη, νιώθω πως ο Οδυσσέας δεν λυτρώθηκε ποτέ από τον καημό του κι αναζητά ακόμη τη σωτήρια λέμβο της επανόδου στην Ιθάκη. «Βαπόρι, βαποράκι που πας γιαλό-γιαλό αν είσαι για την Κρήτη να ’ρθω να μπω κι εγώ…».
Μπορεί να ισχυρίζονται πολλοί ότι η ενασχόληση με την Ιστορία δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από μια συλλογή κοχυλιών ή γραμματοσήμων, εννοώντας ότι ικανοποιεί απλά την περιέργειά μας. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη που υποστηρίζει ότι θα χρειαζόταν να κινητοποιήσουμε ολόκληρη την Ιστορία για να κατανοήσουμε το παρόν.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στην Ιστορία του πολύπαθου τόπου μας, εύκολα κατανοεί πως η μεταμοντέρνα τραγωδία που βιώνει σήμερα ο λαός μας δεν είναι παρά ένα ακόμη κεφάλαιο στην μακρά περίοδο υποταγής και εξάρτησης του ελλαδικού κράτους στα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης.
Υπηρετώντας μια πολιτική σταθερά προσανατολισμένη στην αποκαθήλωση της μνήμης, της Ιστορίας, του πολιτισμού, επιλέχθηκε η λογική του «ρεαλισμού», θάβοντας τα δίκαια του ελληνισμού που βρέθηκαν έξω από τα σύνορα του ελλαδικού κράτους και όχι μόνο. Αυτή η πολιτική του συμβιβασμού άνοιξε τελικά το δρόμο της προσφυγιάς και του ξεριζωμού. Εξαιτίας του νατοϊκού δόγματος, το οποίο αποτελεί συνέχεια του δόγματος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ελληνισμός του Πόντου εκδιώχθηκε από τους πανάρχαιους, εξανθρωπισμένους από το μόχθο και το μεράκι των Ποντίων, τόπους.
Εξαιτίας αυτής της πολιτικής, ο ελληνισμός της Ίμβρου, της Τενέδου, της Θράκης αφέθηκε ανυπεράσπιστος στο μιλιταρισμό και τη βία του τουρκικού σωβινισμού, αποδεχόμενοι λύσεις που επιβλήθηκαν ερήμην των λαών. Λύσεις που δημιούργησαν λαούς χωρίς πατρίδα όπως οι Πόντιοι, Αρμένιοι, Κούρδοι, Λαζοί, Ασσύριοι αλλά και Κρητικοί. Για τους τελευταίους μάλιστα χρειάστηκε να φτάσουμε στην δεκαετία του ’80, προκειμένου να τους γνωρίσουμε μέσα από το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του Γ. Μανωλεσάκη.
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης, μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας που αποδεικνύει τι είναι ικανά να πράξουν τα μεγάλα κράτη εις βάρος των λαών, σφραγίστηκε η μοίρα του ελληνισμού στον Πόντο και τη Μ. Ασία. Με την ίδια Συνθήκη, δόθηκε και η τελική λύση στους εξισλαμισμένους Κρήτες, με την οριστική τους εγκατάσταση στην παραλιακή πόλη της Συρίας Αλ Χαμεντίγιε. Η πόλη χτίστηκε από τον σουλτάνο Αμπτούλ-Χαμίτ Β΄ προκειμένου να δεχτεί τους πρώτους Κρήτες μουσουλμάνους που εκδιώχτηκαν από την Κρήτη (ήδη από το 1897) και σήμερα αποτελεί μια σημαντική πολιτισμική ψηφίδα της Μεσογείου, έσχατο θύλακα της ελληνικής γλώσσας, στο πείσμα των ολοκληρωτισμών που προσπάθησαν ν’ αφανίσουν τη μνήμη των λαών, να φυλακίσουν συνειδήσεις, ν’ αλλοιώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, οι άνθρωπο αυτοί χωρίς πατρίδα, ξεγραμμένοι από το ελληνικό κράτος, αναζητούν, επί ματαίω, δίαυλους επικοινωνίας με το μητρικό κορμό αδυνατώντας ν’ αποδεχτούν τον άδικο ξεριζωμό που τους επιφυλάχθηκε και εξακολουθούν να τραγουδούν με δάκρυα στα μάτια.
«Κρήτη τα παλληκάρια σου και γιάντα τα ξορίζεις, η ξενητειά τα χαίρεται και συ τα λαχταρίζεις».
Στις αρχές της νέας χιλιετίας οι λαοί αναζητούν, όπως δείχνουν τα σημεία των καιρών τη δική τους Ιθάκη, όχι πια με μοναδικό κριτήριο το σύστημα των μιλέτ, τους ανατολίτικους τεμενάδες, την χειραγώγηση της θρησκείας, αλλά βάσει της πολιτιστικής κληρονομιάς, της ταυτότητας, γιατί αυτή αποτελεί το αληθινό διαβατήριο στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας. Να γιατί σήμερα επιβάλλεται ν’ ανασύρουμε από τη λήθη τις μνήμες που γαλούχησαν και κράτησαν σε αδιάλειπτη συνοχή τον ελληνισμό, ν’ αναδείξουμε την ιστορική, πολιτισμική συνείδηση κάθε ελληνικής περιφέρειας, να κρατήσουμε ζωντανό το πνεύμα του τόπου Γιατί τα στοιχεία του τόπου, του λόγου, του έπους, των ηθών και του έθους και βεβαίως της μουσικής αποτελούν τα τεκμήρια μιας ταυτότητας χιλιετηρίδων που εξακολουθούν να τροφοδοτούν τη συνειδητότητά μας, πάνω στα οποία σήμερα μπορεί να θεμελιωθεί μια νέα πολιτισμική πολιτική, διαμορφώνοντας σχέσεις ειρήνης, αρμονίας αλληλοσεβασμού, ανάμεσα στους λαούς, την ιστορία, τους ανθρώπους.
Ο πολιτισμός, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης, όπως το ιώδιο περνά πάνω από τις πονεμένες περιοχές για να τις γιάνει, έως ότου κάποιος άλλος τραυματοποιός παρουσιαστεί κι επαναληφθεί η ίδια ιστορία. Κι έχει ο Θεός…
Ο νέος αιώνας προκαλεί την Ελλάδα ν’ αναλάβει ξανά την ευθύνη. Να γίνει ο θεραπευτής ο κοσμήτορας της καταρρακωμένης, μισάνθρωπης πια και λεηλατημένης από τους αρπαχτικούς γύπες της τοκογλυφίας, Ευρώπης. Οι σημερινές συγκυρίες την καλούν ν’ αναλάβει ξανά την ευθύνη. Αυτό το ρόλο άλλωστε της επιφύλαξε η Ιστορία, σε τρεις ξεχωριστές στιγμές: Ιωνικός Διαφωτισμός, Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός, Βυζαντινός Πολιτισμός. Σ’ αυτές τις τρεις περιόδους η Ευρώπη χρωστά τον πολιτισμό της. Έτσι γονιμοποίησε την οικουμένη, δημιουργώντας την πνευματική παράδοση στον κόσμο. Οι διεθνείς συγκυρίες την καλούν εξάπαντος, ν’ αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στη Μεσόγειο στοχεύοντας στην επικράτηση των καθολικών αξιών που οδηγούν στην αληθινή δημοκρατία που διεκδικεί υψηλές ποιοτικά σταθερές πολιτικής και κοινωνικής ζωής και όχι στον εξανδραποδισμό των πληθυσμών, τις γενοκτονίες και τον εκβαρβαρισμό των πόλεων και περιφερειών, προσφιλής μέθοδος όλων των φασιστικών-ρατσιστικών καθεστώτων.

* Η Γιούλη Ιεραπετριτάκη
είναι ιστορικός-αρχαιολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!