του Γιώργου Λεχουρίτη*
Το Μαύρο Μέτωπο του Θανάτου, η ψυχολογία της αντίστασης και το ανάλογο της γερμανικής κατοχής ’40-’44
Όταν ένας άνθρωπος βιώνει ένα απειλητικό για τη ζωή του γεγονός, αντιμετωπίζει ένα άγχος θανάτου. Απέναντι σε αυτό το άγχος αμύνεται με συμπεριφορές φυγής ή μάχης, αντίστασης ή υποταγής. Άλλες συμπεριφορές δεν προκύπτουν. Η σημερινή πραγματικότητα, που μπορεί να σκιαγραφηθεί ως το Μαύρο Μέτωπο του Θανάτου, μεγεθύνει τα εσωτερικά διλήμματα και τις ενδογενείς συγκρούσεις του ανθρώπου και των ομάδων του. Η οικονομική κρίση έχει γίνει έτσι κρίση προοπτικών, που βιώνουν πρωτίστως οι νέοι – ακουμπάει την ίδια την έννοια του νοήματος της ζωής.
Η ζωή όμως, σύμφωνα με τον Έσσε, αποκτά νόημα όσο απομακρυνόμαστε από την αφελή προσπάθεια προς μια διαρκή και εγωιστική ευχαρίστηση και θέτουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία κάποιου ιδανικού.
Οι νέοι αποτελούν τα κύρια θύματα αυτού του βραχυκυκλώματος. Και η οικογένεια, στην οποία κανείς επιστρέφει αποδιωγμένος από την αγορά εργασίας, δεν είναι η «παλιά» οικογένεια που κρατούσε και υποστήριζε τα μέλη της μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Είναι μια οικογένεια σε κρίση, οδύνη, κατακερματισμό, διάλυση.
Από την άλλη η εξατομίκευση των σχέσεων εργασίας φέρνει πολλούς σε μια δύσκολη θέση ως προς την ανάγκη, που βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη, για επιβίωση και για συλλογική δράση.
Αυτή η αίσθηση ότι «δεν υπάρχει μέλλον», περιέχει, εν δυνάμει, μια στάση ζωής που υποκύπτει και προσαρμόζεται παθητικά στην ανάδυση των καθημερινών αναγκών της επιβίωσης. Αυτή η στάση συνδέεται, επομένως, με τη μοιρολατρική αποδοχή της πραγματικότητας, ως μιας κατάστασης στην οποία ο καθένας είναι μόνος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αλλάξει.
Συμπεριφορές αποπροσανατολισμού
Στο σημείο αυτό, θα επικεντρωθούμε σε μια ανυπολόγιστης σημασίας επιστημονική μελέτη των Φ. Σκούρα, Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτση και Γ. Παπαδημητρίου, με τίτλο «Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους» τον καιρό της γερμανικής κατοχής.
Το βιβλίο αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1947, είναι υπόδειγμα επιστημονικής αρτιότητας και η συμβολή του στην κατανόηση, αλλά και στην αντιμετώπιση αντίστοιχων καταστάσεων είναι αξεπέραστη.
Πάνω στα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής εμπειρίας της Κατοχής βασίζεται αυτό που είχε αποκληθεί «ψυχολογία της αντίστασης» με την ένταξη στην «ψυχολογία της ομάδας» που μάχεται για να επιβιώσει μπροστά στο κίνδυνο του αφανισμού.
Όπως επισημαίνουν οι Φ. Σκούρας Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτση και Γ. Παπαδημητρίου για τις συνθήκες της κατοχής, «η τρομοκρατία ήταν πολύ πιο αισθητή το 1942, παρά το 1944, αν και τότε σημειώθηκε το ρεκόρ των ομαδικών σφαγών και εκτελέσεων. Αποτελεσματικότερη είναι η τρομοκρατία που δεν γνωστοποιεί τα μέσα της, από την προσπάθεια τρομοκράτησης με καθημερινές ανακοινώσεις ομαδικών σφαγών και τουφεκισμών».
Και ήταν τότε, το 1944, που η αντίσταση ήταν στο πιο υψηλό της σημείο, σε σχέση με την ανάπτυξη του κινήματος το 1942.
Στα πλαίσια των προσπαθειών γενικής διάλυσης της χώρας που πλήττεται, επιδιώκεται να δημιουργηθούν συμπεριφορές αποπροσανατολισμού και έλλειψης συνοχής. Συμπτώματα άγχους, εφιάλτες, φόβοι είναι πάντοτε δεδομένα σε αυτούς που ζουν την καταστροφή. Η επιχείρηση διάλυσης της ανθρώπινης προσωπικότητας περνάει και μέσα από τη δημιουργία συνθηκών πείνας. Σε αυτές τις συνθήκες όλες οι ανθρώπινες λειτουργίες αποσυντίθενται, οδηγώντας την προσωπικότητα στο επίπεδο των ενστίκτων.
Με τις καταστάσεις πείνας επιχειρείται η δημιουργία ψυχολογικών αντιδράσεων αϋπνίας, απάθειας, μελαγχολίας, βαρύτατου άγχους, προβλημάτων σε όλες τις ανώτερες ψυχοδιανοητικές λειτουργίες (μνήμη, αντίληψη, προσοχή κλπ.). «Έτσι πρέπει να νοηθεί ο ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης. Η προσωπικότητα διέγραφε ένα μέλλον, ξεφεύγοντας από το δεσποτισμό του αγνώστου και την περίσφιξη του άγχους. Αν στην οπισθοδρόμηση βλέπουμε μια πορεία απώλειας του «ανθρώπινου», στην αντίσταση αντίθετα πιστοποιούμε μια αντίθετη κίνηση, έναν προοδευτικό «εξανθρωπισμό».
«Με την ψυχολογία της αντίστασης ξεπερνιόταν η ψυχολογική τυραννία του άγχους κι η ανήκουστη οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την αδυσώπητη δράση της τρομοκρατίας και της πείνας. Ήταν μια πηγή ανακούφισης, ελπίδας και ανασύνταξης, που επέτρεπε στην ανθιστάμενη προσωπικότητα να αντεπεξέρχεται στη διαλυτική δράση του άγχους […]
Η δυσάρεστη, αγχώδης συναισθηματική τάση ελαττωνόταν όσο μεταμορφωνόταν σε συνειδητοποιημένη δράση».
Όπως γράφουν οι Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτσης και Γ. Παπαδημητρίου, η «ψυχολογική παλινδρόμηση» που εμφανίστηκε αρχικά στη συμπεριφορά των ανθρώπων, λόγω των τραυματικών γεγονότων εκείνης της περιόδου, που προκλήθηκαν από την πείνα και τον τρόμο -μια παλινδρόμηση που έφτανε μέχρι την κατάθλιψη, την απάθεια και την παθητικότητα και ακόμα, μέχρι την απώλεια της «ανθρώπινης ιδιότητας» του ανθρώπου- συνοδεύτηκε και από την αντίθετη εξέλιξη, από αυτό που αποκλήθηκε «ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης».
Όταν, δηλαδή, όπως γράφουν, «η δυσάρεστη, αγχώδης και οξεία συγκινησιακή ένταση μειωνόταν και μεταμορφωνόταν σε συνειδητή δράση. Η αντίσταση έπαιρνε συγκεκριμένες μορφές πάλης όσο περισσότερο η συγκινησιακή ένταση της συνείδησης μεταμορφωνόταν σε γνωστικό όρο της συνείδησης. Αυτή η πορεία είναι αντίθετη σε κείνη της παλινδρόμησης».
Η «ψυχολογία της αντίστασης» ήταν ο κύριος παράγοντας που προστάτευε την προσωπικότητα από τη διάλυση και την εκμηδένιση. Η ψυχολογία του ατόμου ήταν η ψυχολογία ενός μέλους της ομάδας, με την ενσωμάτωση στις αντιστασιακές οργανώσεις. Ήταν, μάλιστα, παρατηρούν, αυτή η «ψυχολογία της αντίστασης» που λειτούργησε ως προστασία από νευρωτικές διαταραχές οι οποίες, σημειωτέον, μετά το τέλος του πολέμου αυξήθηκαν πολύ.
Η ψυχολογία της αντίστασης βρισκόταν σε αντίθεση με την παλινδρομική πορεία της απώλειας του «ανθρώπινου στον άνθρωπο» και αποτέλεσε την πεμπτουσία της «ανθρωποποίησης του ανθρώπου», αυτή που τον κάνει δημιουργό και όχι υποχείριο της μοίρας του, ικανό να αντιμετωπίζει, να κυριαρχεί και να ξεπερνά τις αντιφάσεις που τον απανθρωποποιούν και τον εξοντώνουν.
Διέξοδος στην αντιστασιακή δράση
Η αντίστροφη κίνηση από την απελπισία στην ελπίδα, ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αντιστασιακής δράσης της αθηναϊκής νεολαίας. Όταν πλέον το φάσμα του θανάτου από την πείνα υποχώρησε και οι ψυχολογικές επιπτώσεις επικράτησαν των σωματικών, το δυναμικότερο κομμάτι της κοινωνίας ζήτησε μαζικά διέξοδο στην αντιστασιακή δράση. Η οργανωμένη αντίσταση παρείχε στους νέους της εποχής ένα συγκεκριμένο στόχο στην επίτευξη του οποίου μπορούσαν να εστιάσουν τις προσπάθειές τους. Η δυνατότητα να ορίζεις τον κίνδυνο που σε απειλεί, η έξοδος από την αδράνεια και την αναμονή, η ένταξη σε μια παράνομη συλλογικότητα, η επαφή με άτομα της ίδιας ηλικιακής ή κοινωνικής ομάδας, αποτέλεσαν μερικούς από τους παράγοντες που προσέδωσαν λυτρωτικό χαρακτήρα στην ψυχολογία των ατόμων που εντάχθηκαν στην Αντίσταση.
Γνωρίζουμε ότι ο φόβος προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ενώ το άγχος όχι. Σε καταστάσεις άγχους διακρίνουμε επίσης μια αβεβαιότητα, αμφιβολία, μια πιθανότητα κινδύνων. Άμεσα αποτελέσματα αυτών των συναισθηματικών καταστάσεων είναι η πιθανότητα αναστολής κάθε δράσης. Ενώ δηλαδή ο φόβος μπορεί να κάνει δυνατή μια διαδικασία δράσης, όπως η φυγή ή η αντίσταση, αντίθετα το άγχος μπλοκάρει ανάλογες διαδικασίες. Βέβαια, ανάλογες αντιδράσεις μπορούν να παρουσιαστούν και στο φόβο.
Αυτό που τρομάζει και που σε ένα βαθμό «μουδιάζει», κινητοποιώντας ατομικές ενοχές και άμυνες, είναι ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Πολύς θυμός, αλλά και μούδιασμα και σύγχυση: το «θολό» μετατρέπεται σε «μαύρο» και οι δύσβατες διαδρομές του σήμερα βλέπουν να ορθώνεται ένα αδιαπέραστο τείχος.
Το άγνωστο είναι πάντα πηγή φόβου. Αυτός ο φόβος για το άγνωστο είναι πολύ έντονος στα παιδιά και τους ηλικιωμένους, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στις δυνατότητες του οργανισμού τους και των απαιτήσεων του περιβάλλοντός τους.
Η έλλειψη μιας ουσιαστικά σφαιρικής πληροφόρησης, δημιουργεί μια αίσθηση ανασφάλειας και αβεβαιότητας που σε συνδυασμό με μια αίσθηση έλλειψης εμπιστοσύνης, οδηγεί σε ένα άγνωστο που δεν μπορούμε να καταλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε. Εδώ στοχεύουν, μεταξύ άλλων, τα ΜΜΕ, ο έλεγχος της πληροφορίας, η χειραγώγηση και παραπληροφόρηση…
Ο όρος χειραγώγηση σημαίνει συνειδητός και σκόπιμος επηρεασμός της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μια προκαθορισμένη κατεύθυνση. Ετυμολογικά η λέξη σημαίνει το «να χειρίζομαι κάτι» και χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία μετά τη δεκαετία του 1950, οπότε χρησιμοποιείται σαν τεχνική κυριαρχίας για τον επηρεασμό των λαϊκών μαζών.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Πάουλο Φρέυρε, η χειραγώγηση της σκέψης των ανθρώπων «αποτελεί και μέσο της υποδούλωσής τους».
Το στρες σε αυτές τις περιπτώσεις έχει βαρύτατες και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Παρατηρούνται επίσης συμπεριφορές αδράνειας, δυσπιστίας, θλίψης, απόσυρσης, εγκατάλειψης.
Ιδιαίτερα τα παιδιά παρουσιάζουν σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα υπό το κράτος φόβου, άγχους, στρες και πολλές φορές παλινδρομούν σε προηγούμενα στάδια ψυχοκοινωνικών συμπεριφορών.
Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργούνται εστίες αντίστασης από ομάδες του πληθυσμού. Μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά δίκτυα, δίκτυα αλληλεγγύης, επιτροπές αγώνα, διάφορες μορφές αυτοοργάνωσης και συλλογικότητας εκφράζεται η ανάγκη της δράσης στο πεδίο της κοινωνίας, πεδίο της συνάντησης των βιωμάτων της απόγνωσης, της ματαίωσης, της ντροπής, της μοναξιάς με τα βιώματα της ανυπακοής, της αγανάκτησης, της εξέγερσης, της συλλογικότητας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες που στοχεύουν στην υποταγή και στη φυγή, η αντίσταση χρειάζεται να πάρει μορφή και περιεχόμενο ενός πολύμορφου κινήματος χειραφέτησης και διεξόδου από την κρίση, για να εξασφαλίσουμε την αξιοπρέπεια ενός παρόντος και μέλλοντος, αντάξιων των αναγκών και των δυνατοτήτων μας.
* Ο Γιώργος Λεχουρίτης είναι αντιπρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης
Βιβλιογραφία
1. Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης, Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, Οδυσσέας, Αθήνα, 1991.
2. Από το φόβο, το μούδιασμα και την «παθητικότητα» στην ενεργητική αντίσταση μέχρι το τέλος, Θ. Μεγαλοοικονόμου, www.psyspirosi.gr, 9/07/2010.
3. Τα ΜΜΕ και η Χειραγώγηση των Συνειδήσεων, 1999, Γιώργος Λεχουρίτης, Περιοδικό «Συζητάμε» Εργαζομένων ΕΡΤ, Ειδικό Τεύχος, Απρίλιος 1999.
4. Επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική υγεία του πληθυσμού, Κατερίνα Μάτσα, περ. Ουτοπία, τ.99.