Η τύχη της τρόικας, της τραπεζικής ένωσης και της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους διαπλέκονται σε ένα θεσμικό κουβάρι που οξύνει πανευρωπαϊκά την ένταση ενόψει Eυρωεκλογών. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Επισημάναμε την προηγούμενη εβδομάδα ότι κάποιοι επεξεργάζονται ήδη σχέδια μετάβασης στην μετά-τρόικα εποχή. Καθένας έχει τους λόγους του, είτε πρόκειται για την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, είτε για τους ευρωδεξιούς και τους ευρωσοσιαλιστές που ζουν με την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι των εκλογών, είτε για την κυβέρνηση και τα επιχειρηματικά και άλλα λόμπι που τη στηρίζουν.
Η παρουσία του κλιμακίου των ευρωβουλευτών που (υποτίθεται ότι) ερευνά τη «συμβατότητα» της τρόικας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς πρόσφερε πλούσιες ενδείξεις για την αναζήτηση ενός Plan B για μνημόνιο χωρίς τρόικα. Ο επικεφαλής της επιτροπής Ότμαρ Καράς, Aυστριακός χριστιανοδημοκράτης και εκπρόσωπος του «κλάμπ των Βορείων» στην Ε.Ε., πέραν της χοντροκοπιάς έναντι του Τσίπρα και της υπεράσπισης της τρόικας ως «σωτήρα της Ελλάδας παρά τα τραγικά λάθη της», προέβαλε την ανάγκη ενός «ευρωπαϊκού μηχανισμού που πρέπει να αντικαταστήσει την τρόικα», χωρίς το ΔΝΤ. Ο Γάλλος ευρωσοσιαλιστής Λιεμ Χοάνγκ Νκογκ, από την άλλη, ήταν επικριτικός έναντι της τρόικας και πιο γενναιόδωρος έναντι της Ελλάδας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων το αναπόφευκτο ενός νέου κουρέματος του ελληνικού χρέους και εμφανίζοντας την τριμερή των δανειστών περίπου ως… εκτελεστή μαφίας.
Ευρωπαϊκή μετάλλαξη
Προφανώς, το άγχος της εκλογικής επιβίωσης στην αναμέτρηση του Μαΐου είναι από μόνο του ισχυρό κίνητρο για πολιτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις μεγάλες ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο μπορεί να μη γίνει ποτέ «καρδιά της δημοκρατίας στην Ευρώπη», όπως λέει ο Ότμαρ Καράς, αλλά ίσως να σώσει τα προσχήματα. Φυσικά, το πόρισμα στο οποίο θα καταλήξει το Ευρωκοινοβούλιο παραμονές των ευρωεκλογών δεν θα είναι παρά συνονθύλευμα συμβιβασμών και λεκτικών ακροβασιών, αλλά μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο της μετάλλαξης της τρόικας σε κάτι «πιο ευρωπαϊκό».
Εξάλλου, το Ευρωκοινοβούλιο είναι για τους επόμενους δύο μήνες και «τροχονόμος» της τραπεζικής ενοποίησης. Οι κυρίαρχες πολιτικές ομάδες και τα εθνικά λόμπι του αμφισβητούν ως εξωθεσμική τη λειτουργία του ταμείου εκκαθάρισης τραπεζών που πρόκειται να λειτουργήσει πλήρως, με μόλις 55 δισ. ευρώ αποθεματικό, σε δέκα χρόνια. Για να λειτουργήσει η τραπεζική ενοποίηση από φέτος, κι ενώ αναμένονται τα πανευρωπαϊκά stress tests που θα αποκαλύψουν «σκελετούς στην ντουλάπα»- κατά μία εκδοχή κεφαλαιακές ανάγκες τουλάχιστον 700 δισ. στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες-, η Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία μέχρι τις αρχές Απριλίου, πριν διαλυθεί η παρούσα Ευρωβουλή.
«Συμβόλαια μεταρρυθμίσεων»
Έτσι, το δίπολο «έλεγχος τρόικας» και «τραπεζική ενοποίηση», αποτελεί παράγοντα έντασης που επηρεάζει και την εκκρεμή διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των δανειστών. Κανείς δεν δείχνει να βιάζεται για να κλείσει η μαραθώνια «4η αξιολόγηση» και η εκταμίευση της εκκρεμούσας δόσης. Η ρευστότητα που επικρατεί σε σχέση με την τραπεζική ενοποίηση και το μέλλον της τρόικας, οι «σπόντες» που πετάει η Μέρκελ ότι χρειάζεται «μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών συνθηκών», οι ιδέες του Σόιμπλε για «Ευρωκοινοβούλιο της Ευρωζώνης», επιτρέπουν ακόμη και στον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα να ξιφουλκεί κατά της τρόικας με λόγια που δεν συνηθίζει, αν και πάντα θα τον ακολουθεί το απόφθεγμα ότι «το μνημόνιο είναι το καλύτερο κείμενο που διαθέτει η χώρα».
Χωρίς να είναι σαφές το μοντέλο της «μετα-τρόικα» εποχής που έχει κατά νου η κυβέρνηση, παράγοντες που τη στηρίζουν σκιαγραφούν τις εναλλακτικές. Το ΙΟΒΕ, που αμφισβήτησε την κυβερνητική θριαμβολογία περί «ανάκαμψης», αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο νέας «μικρής ύφεσης φέτος», πρότεινε ως εναλλακτική «συμβόλαια μεταρρυθμίσεων, χωρίς νέα μέτρα λιτότητας για την απομείωση του χρέους». Η αναφορά παραπέμπει σε ένα «μετα-μνημόνιο» το οποίο μπορεί να εδράζεται στο νέο θεσμικό οπλοστάσιο της Ε.Ε., κυρίως στο δημοσιονομικό σύμφωνο, με τις δρακόντειες δεσμεύσεις και κυρώσεις του.
Σενάρια για το χρέος
Για πολλοστή φορά την τελευταία τετραετία οι εξελίξεις στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη διαμορφώνονται σε συνθήκες θεσμικού χάους. Το «ελληνικό ζήτημα» παίζει κεντρικό ρόλο στη έκβασή τους. Το τι είδους μετα-μνημόνιο θα καθορίσει την τύχη της χώρας και ποιος θα διαδεχθεί την τρόικα ως επιτηρητής της «αποικίας χρέους» έχει έναν ακόμη αστάθμητο παράγοντα: τη μορφή της νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που μετριέται ήδη στο 175%. Όλο και περισσότεροι αναλυτές οικονομικών κέντρων ομολογούν ότι είναι αδύνατη η βιωσιμότητά του χωρίς νέο κούρεμα.
Ο Γενς Μπάστιαν, πρώην μέλος της Task Force, μίλησε ανοικτά για «διεθνή διάσκεψη στα πρότυπα της διάσκεψης του 1952 για το γερμανικό χρέος».
Αλλά, καθώς ΔΝΤ και ΕΚΤ αυτοεξαιρούνται ρητά από οποιαδήποτε εκδοχή κουρέματος, και περιμένουν να αρχίσουν να παίρνουν τα λεφτά τους πίσω από τον ερχόμενο Μάιο, η καυτή πατάτα μένει στις κυβερνήσεις και στους λοιπούς εμπλεκόμενους. «Δεν είναι η ώρα να αποχωρήσει το ΔΝΤ», λέει ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, που φυσικά δεν θέλει να επιβαρυνθεί το δικό του «μαγαζί» από νέα ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, «η ανάπτυξη είναι κύριο εργαλείο μείωσης του χρέους», λέει τώρα η Λαγκάρντ, προσπαθώντας να χρυσώσει το χάπι του επικείμενου συμβιβασμού της με μια «ιμιτασιόν» λύση για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Αλλά, όπως αναρωτήθηκε ειρωνικά η Wall Street Journal, «αφού το χρέος στραγγαλίζει την ανάπτυξη, πώς ακριβώς η ανάπτυξη θα μειώσει το χρέος;»
«Εθνική ευθύνη»
Εν ολίγοις, οι ευρωκράτες έχουν να λύσουν τους προσεχείς μήνες έναν τριπλό γόρδιο δεσμό που αφορά την τρόικα, την τραπεζική ένωση και την υπεσχημένη στο ΔΝΤ νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κι αυτό πρέπει να το κάνουν σε συνθήκες πολιτικού ανταγωνισμού ενόψει ευρωεκλογών και με επιλογές που η μία αντιφάσκει με την άλλη. Η φυγή του ΔΝΤ ανοίγει νέα τρύπα στο ελληνικό πρόγραμμα, οι περιπλοκές στην τραπεζική ένωση απομακρύνουν την εναλλακτική της ελληνικής εξόδου στις αγορές και οι κυβερνήσεις που κατέχουν το – διακρατικό πλέον- ελληνικό χρέος θέλουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν το πολιτικό κόστος μιας περαιτέρω ελάφρυνσής του. Ίσως γι’ αυτό ο «χρησμός» της Bundesbank για την «αρχή της εθνικής ευθύνης» στις διασώσεις του μέλλοντος, με εφορμήσεις στον ιδιωτικό πλούτο των πολιτών πρωτίστως στις αποταμιεύσεις, απηχεί τις βαθύτερες σκέψεις της γερμανικής ελίτ για το μετα-μνημόνιο της μετά-τρόικα εποχής.