Του Γιώργου Τοζίδη

Με την έναρξη της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών ξεκίνησε και η καλά ενορχηστρωμένη προσπάθεια δημοσιογράφων¹, οικονομικών αναλυτών² και ιστοσελίδων (capital.gr, bankingnews.gr) επίρριψης των ευθυνών για την κατάρρευσή τους στην οικονομική κρίση που προκάλεσε η πτώχευση του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως, πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η θέση; Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, θα καταγραφεί συνοπτικά η πορεία των ελληνικών τραπεζών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης ώστε να αναδειχθούν οι ευθύνες των Διοικήσεων των τραπεζών για την κατάρρευσή τους.
1. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έπαιξε σημαντικό ρόλο στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου που επέφερε την πρώτη μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των μικρών και μεσαίων αποταμιευτών. Μέσω των θυγατρικών τους, οι τράπεζες συνέπραξαν στην εισαγωγή εταιριών στο ΧΑΑ, «βελτιώνοντας» τα οικονομικά στοιχεία τους (μεταφορά υποχρεώσεων, εκχώρηση απαιτήσεων, δημιουργία «ψευδών» προσδοκιών κ.ά.), συμμετείχαν στις αγοραπωλησίες μετοχών και αποκόμισαν τεράστια κέρδη³. Παράλληλα, με τη χορήγηση δανείων για την αγορά μετοχών δημιούργησαν μια «πλαστή» ζήτηση που είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση της τιμής των μετοχών και τη μετατροπή του ΧΑΑ στη μεγαλύτερη μεταπολεμική «φούσκα» που έσκασε με πάταγο μετά τις εκλογές του 2000, αφού πρώτα είχε επιτύχει και τον πολιτικό στόχο της, τη διάσωση της κυβέρνησης Σημίτη. Εκείνη την περίοδο μεσουρανεί το άστρο του προέδρου της Τρ. Πειραιώς κ. Μιχ. Σάλλα, που αφού προικοδοτήθηκε με την απόκτηση της Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης, δήλωνε, λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση: «Τhe sky is the limit» («ο ουρανός είναι το όριο αύξησης του χρηματιστηριακού δείκτη»).
2. Με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, οι ελληνικές τράπεζες «αξιοποιούν» τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ και υλοποιούν τη μεγαλύτερη εκστρατεία υπερχρέωσης νοικοκυριών στην τραπεζική ιστορία (Πίνακας-1).
Για την επίτευξη αυτής της τεράστιας μεγέθυνσης των εργασιών τους, οι τράπεζες ξεκίνησαν μια τεράστια διαφημιστική εκστρατεία κατασκευής ψευδών αναγκών, που λειτούργησε παραπλανητικά για τους υποψήφιους δανειολήπτες, αφού σε όλες τις διαφημίσεις τονιζόταν η δυνατότητα απόκτησης πολυτελών αγαθών ή υπηρεσιών και ποτέ η υποχρέωση και, κυρίως, οι όροι αποπληρωμής των δανείων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτέλεσαν οι διαφημίσεις των δανείων για γαμήλια ταξίδια, γιορτές και διακοπές. Ιδιαίτερα μετά το 2006, ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών οξύνεται σε τέτοιο βαθμό που χρηματοδοτούν το 100% της εμπορικής αξίας του ακινήτου (που οι ίδιες έχουν εκτιμήσει μέσω των υπηρεσιών τους και επιπροσθέτως χορηγούν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες). Παράλληλα, πριμοδοτούν (με τη μείωση επιτοκίων και εξόδων/ προμηθειών) τη μεταφορά δανείων από τράπεζα σε τράπεζα αλλά και τη συγκέντρωση οφειλών από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες σε μία μόνο τράπεζα («παραβλέποντας» τη συγκέντρωση πιστωτικού κινδύνου). Επιπλέον, ανέδειξαν σε πρωταγωνιστές τους μεσίτες που διαμεσολαβούν μεταξύ δανειολήπτη και τράπεζας με αποτέλεσμα την αύξηση της παραποίησης οικονομικών στοιχείων και τη διαφθορά.
3. Η εξέλιξη της χρηματοδότησης των εγχώριων επιχειρήσεων από τις τράπεζες αποδεικνύει ότι συνέβαλαν ουσιαστικά στην παρασιτοποίηση του οικονομικού υποδείγματος της χώρας και στη δημιουργία του τεράστιου ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. Η εξέλιξη της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων την περίοδο 2004-2009, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), είναι άκρως αποκαλυπτική (Πίνακας-2).
Η μεγάλη αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων (+87%) κατευθύνθηκε προς μη παραγωγικές δραστηριότητες αφού τα δάνεια προς τη γεωργία και τη βιομηχανία αυξήθηκαν σε σημαντικά μικρότερο βαθμό από τον μέσο όρο.
4. Η εξαιρετική κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών δεν προέκυψε μόνο από την αύξηση των χορηγούμενων δανείων και τη μείωση του μισθολογικού κόστους (σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ [2007] το ετήσιο κόστος εργασίας ανά απασχολούμενο στις τράπεζες μειώθηκε σε σταθερές τιμές κατά 5%). Από τα στοιχεία που περιέχονται στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2011, προκύπτει ότι το περιθώριο επιτοκίου (η διαφορά του μέσου επιτοκίου δανείων με το μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων) στην Ελλάδα ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο επιτόκιο στις χώρες της ευρωζώνης, κατά τη χρονική περίοδο 2003-2011. Το εύρος της διαφοράς κυμαινόταν από 0,39 (2007) έως 2,08 (2011) εκατοστιαίες μονάδες. Αυτή η ληστρική εκμετάλλευση των δανειοληπτών έχει συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
5. Όσοι διακινούν τη θέση ότι οι ελληνικές τράπεζες πτώχευσαν εξαιτίας της χρεοκοπίας του Ελληνικού Δημοσίου, χρησιμοποιούν και το επιχείρημα ότι οι τράπεζες εξαναγκάστηκαν να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για επιχείρημα που υποτιμά τη νοημοσύνη των εμπνευστών του. Οι τράπεζες δάνειζαν το Ελληνικό Δημόσιο, διότι με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν υψηλή κερδοφορία λόγω των υψηλών επιτοκίων4 που εισέπρατταν σε συνδυασμό με τα ελάχιστα διαχειριστικά κόστη και τις προμήθειες έκδοσης των ομολόγων. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο συντηρούσαν τις σχέσεις διαπλοκής με την πολιτική εξουσία εξασφαλίζοντας παράλληλα και τη συμμετοχή τους στην ιδιωτικοποίηση ή/ και μετοχοποίηση (εισαγωγή στο χρηματιστήριο) των κρατικών εταιριών από την οποία αποσπούσαν σημαντικά έσοδα.
6. Αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι απολογητές των διοικήσεων των τραπεζών, σε όλη τη δεκαετία του 2000, συνεχίζεται η δικομματική συναίνεση στην ενίσχυση της κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ψήφιση του Ν. 2992/2002 που προέβλεπε υψηλές απαλλαγές φόρων (οι συντελεστές φορολόγησης διαμορφώνονταν μεταξύ 14% και 25% έναντι ισχύοντος 32%) για όσες τράπεζες προχώρησαν σε συγχωνεύσεις. Προκειμένου να κάνουν χρήση αυτών των διατάξεων οι τράπεζες προχώρησαν σταδιακά στην απορρόφηση των ποικιλώνυμων θυγατρικών τους (στεγαστικές, leasing, factoring, επενδυτικές, μελετητικές κ.ά.) με αποτέλεσμα να υποφορολογούνται, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και στον Πίνακα-3.
7. Η δικομματική στήριξη της κερδοφορίας των τραπεζών γίνεται ακόμα πιο εξόφθαλμη με τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού καθεστώτος των εργαζομένων στις τράπεζες. Με τις νομοθετικές παρεμβάσεις που ξεκίνησαν με το νόμο Ρέππα και συνεχίσθηκαν με τους νόμους της Ν.Δ., τα ταμεία κύριας ασφάλισης των τραπεζών εντάχθηκαν στο ΙΚΑ και καταργήθηκαν τα προσυνταξιοδοτικά συστήματα, όπου αυτά ίσχυαν. Αυτή η «μεταρρύθμιση» είχε ως αποτέλεσμα την επιδότηση των κερδών των τραπεζών με δισεκατομμύρια ευρώ (σε χρονικό διάστημα 10 ετών) και την ανάλογη επιβάρυνση του ΙΚΑ.
8. Ένα επιχείρημα που, επίσης, διατυπώνεται συχνά από τους απολογητές των Διοικήσεων των τραπεζών αφορά στη δραματική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) η οποία αποδίδεται στην οικονομική κρίση και όχι στην κακή εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου από την πλευρά των δανειστών. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Την περίοδο 1998-2009 το ποσοστό των ΜΕΔ στις ελληνικές τράπεζες ανερχόταν σε 7,95%5 και ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. (Στη 2η Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 6,55%).
9. «Ξεχνούν» όσοι επιρρίπτουν ευθύνες στο Ελληνικό Δημόσιο για την κατάρρευση των τραπεζών ότι ο πρώτος πυλώνας στήριξης, συνολικού ύψους 28 δισ. ευρώ, δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή το 2008, πριν δηλαδή ξεσπάσει η οικονομική κρίση στη χώρα μας.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Η οικονομική κρίση επέσπευσε την κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών -δεν την προκάλεσε. Η αχαλίνωτη κερδοσκοπία σε συνδυασμό με τη χρυσοπληρωμένη «ανικανότητα» των διοικήσεών τους ευθύνεται για τις επενδυτικές επιλογές που οδήγησαν στην κατάρρευσή τους. Αυτή η «ανικανότητα», που «ανταμείβεται» σήμερα από τις μνημονιακές κυβερνήσεις με την παροχή δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που βαρύνουν το δημόσιο χρέος, πρέπει να τελειώσει με την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

(1) Μπ. Παπαδημητρίου, Το Δημόσιο έβλαψε τις ελληνικές τράπεζες, Καθημερινή, 19/01/2014.
(2) Γ. Παπαδόγιαννης, Το άδοξο τέλος, Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
(3) Τα καθαρά έσοδα από χρηματοπιστωτικές συναλλαγές αυξήθηκαν από 407 εκατ. ευρώ το 1996 σε 2.154 εκατ. ευρώ το 1999 (F.Pasiouras, Greek Banking, Palgrave Macmillan).
(4) Από το 2005 μέχρι το 2008, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και των εντόκων γραμματίων είναι σημαντικά υψηλότερες από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο όλων των τραπεζών. Π.χ. το 2007 η απόδοση των εντόκων γραμματίων ήταν 4,45% και των 3ετών ομολόγων 4,21% όταν το περιθώριο επιτοκίου των τραπεζών ήταν 4,14% (Έκθεση Τ.τ.Ε. 2011). Άλλωστε αυτές οι αποδόσεις θα προσελκύσουν και τα ξένα κεφάλαια που θα επενδύσουν στο ελληνικό δημόσιο χρέος.
(5) F.Pasiouras, Greek Banking, Palgrave Macmillan.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!