Γιατί ο Πούτιν κλείνει το μάτι στις ΗΠΑ – Κοινός τους αντίπαλος το αυτονομιστικό κίνημα
του Ismael Hossein-Zadeh*
Στην αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει για την Ουκρανία, ο Πούτιν φαίνεται να κλείνει το μάτι στη Δύση. Στις 7 Μαΐου ζήτησε από τους φιλορώσους ακτιβιστές που προωθούσαν το δημοψήφισμα της 11ης Μαΐου για την «ομοσπονδιοποίηση», να το αναβάλουν. Παράλληλα τάχθηκε υπέρ των εσπευσμένων προεδρικών εκλογών της 25ης Μαΐου που οργάνωνε η χούντα, προσδίνοντας νομιμότητα στο παράνομο καθεστώς του Κιέβου. Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι τα ρωσικά στρατεύματα κατά μήκος των συνόρων επέστρεψαν στις προ κρίσης θέσεις τους.
Το ερώτημα είναι γιατί; Γιατί δεν ισχυρίστηκε ότι προκειμένου να έχουν κάποιο νόημα οι προγραμματισμένες εκλογές, θα έπρεπε η μεταβατική εξουσία στην Ουκρανία να είναι μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που σημαίνει ότι το σημερινό καθεστώς στο Κίεβο θα έπρεπε πρώτα να παραδώσει την εξουσία που άρπαξε; Η Ρωσία είχε προηγουμένως αμφισβητήσει τη νομιμότητα της χούντας και των διαβλητών εκλογών της 25ης Μαΐου, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των φιλορωσικών δυνάμεων στο κίνημα υπέρ της αυτονομίας στις ανατολικές περιοχές της χώρας. Όμως, με την ανακοίνωση της 7ης Μαΐου ο κ. Πούτιν άλλαξε γραμμή: χαρακτήρισε τις επικείμενες προεδρικές εκλογές στο Κίεβο «ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».
Follow the money
Αν και οι λόγοι είναι πολλοί, ο βασικός παράγοντας είναι οικονομικός, ιδίως τα συμφέροντα των πανίσχυρων ολιγαρχών που είναι βαθιά συνδεδεμένοι με τα χρηματοοικονομικά δίκτυα και θεσμούς της Δύσης, και συνεπώς απειλούνται από τις οικονομικές κυρώσεις και τη γεωπολιτική αναταραχή. Σημειωτέον ότι η Ρωσία κατέχει τον τρίτο υψηλότερο αριθμό δισεκατομμυριούχων (111), μετά τις ΗΠΑ με 492 και την Κίνα με 152 (1).
Οι Ρώσοι μεγιστάνες της οικονομίας είναι στην πλειονότητά τους πρώην γραφειοκράτες της Σοβιετικής περιόδου οι οποίοι εξελίχθηκαν γρήγορα σε δισεκατομμυριούχους χάρη στις ιδιωτικοποιήσεις-ξεπουλήματα κρατικών επιχειρήσεων όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Αντίθετα με τους κατά κανόνα εργατικούς και καινοτόμους επιχειρηματίες του πρώιμου καπιταλισμού στη Δύση, οι νεόπλουτοι ολιγάρχες της Ρωσίας έχουν έναν κυρίως παρασιτικό οικονομικό ρόλο. Με τη σκανδαλώδη αναρρίχησή τους στην κορυφή της ρωσικής οικονομίας, έκαναν την εθνική οικονομία στο σύνολό της να εξαρτάται και άρα να είναι ευάλωτη στις αποδόσεις των δικών τους περιουσιών στις αγορές, ιδίως τις ξένες αγορές. Εφόσον, δε, οι δικές τους περιουσίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις οικονομικές κυρώσεις από τη Δύση, το ίδιο ισχύει για ολόκληρη τη ρωσική οικονομία.
Υπάρχουν όμως και στην Ουκρανία Ρώσοι ή ρωσόφωνοι ολιγάρχες που κάποτε στήριζαν το Κόμμα των Περιφερειών του ανατραπέντος προέδρου Γιανουκόβιτς και ήταν στην πλειονότητά τους οι στενοί του συνεργάτες, αλλά μετά την ανατροπή του τάχθηκαν με το νέο καθεστώς στο Κίεβο. Το ποιος κερδίζει ή χάνει στην εν εξελίξει κρίση στην Ουκρανία είναι δευτερεύον ζήτημα γι’ αυτούς τους μεγιστάνες: αυτό που μετράει είναι πώς θα διατηρήσουν τις περιουσίες τους.
Και αυτοί, όπως και ο Πούτιν, ανησυχούν μήπως το απ’ τα κάτω κίνημα των φεντεραλιστών στην ανατολική Ουκρανία κατακτήσει την αυτονομία του και αρπάξει τον πολιτικό έλεγχο από το Κίεβο, απειλώντας με αυτόν τον τρόπο τον πλούτο τους. «Η δυσαρέσκεια κατά των ολιγαρχών στο Ντονμπάς και το Λουχάνσκ είναι πολύ μεγάλη. Ο κοινωνικός θυμός διογκώνεται και αυτό θα οδηγήσει σε σύγκρουση μεταξύ του πληθυσμού και των ιδιοκτητών εργοστασίων και μεταλλείων», επισημαίνει ο Boris Shmelyov του Ινστιτούτου Οικονομικών της Μόσχας. Ο Aleksandr Shatilov στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας προβλέπει, επίσης, ότι είναι ισχυρή η πιθανότητα «ενός πολέμου όχι μόνο εναντίον του Κιέβου αλλά και κατά των Ουκρανών ολιγαρχών» (2).
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι την ανησυχία του Πούτιν και των Ρωσο-ουκρανών ολιγαρχών για την εξάπλωση και ριζοσπαστικοποίηση του αυτονομιστικού κινήματος στην ανατολική Ουκρανία, μοιράζονται επίσης οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους. Αυτό ήταν ολοφάνερο στο κύριο άρθρο των New York Times της 12ης Μαΐου 2014: «Όμως το κλιμακούμενο κύμα βίας που συνοδεύει την ψηφοφορία για την αυτονομία είναι σοβαρό και οδηγεί την ουκρανική κρίση σε μία κατεύθυνση που σε λίγο καιρό κανείς –ούτε ο Πούτιν ούτε οι αρχές του Κιέβου, ούτε η Δύση– δεν θα είναι σε θέση να ελέγξει. Το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα πραγματοποιήθηκαν τελικά παρά την έκκληση Πούτιν να αναβληθούν, δείχνει ότι οι εξελίξεις έχουν ήδη αποκτήσει μία δική τους δυναμική».
Ο Πούτιν διαθέτει μία ισχυρή κοινωνική βάση στους κόλπους των ρωσικών χρηματοοικονομικών ελίτ. Μία από τις βασικές του ανησυχίες στην αντιμετώπιση της κρίσης στην Ουκρανία και των οικονομικών κυρώσεων από τη Δύση, είναι πώς θα διατηρήσει την αφοσίωση των ολιγαρχών «οι οποίοι προσφέρουν στο καθεστώς την κοινωνική του βάση, εν μέσω επιδιώξεων των ΗΠΑ να δημιουργήσουν ένα ρήγμα μεταξύ των ολιγαρχών και του Κρεμλίνου». Αυτός είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας στις κινήσεις Πούτιν να συμβιβαστεί με τη Δύση, η οποία κλιμακώνει τις οικονομικές κυρώσεις και στρατιωτικές απειλές κατά της Ρωσίας (3).
Η ανικανότητα ή απροθυμία του Πούτιν να ορθώσει δυναμικότερο ανάστημα στη γεωπολιτική επιθετικότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, πηγάζει συνεπώς όχι τόσο από στρατιωτική αδυναμία ή έλλειψη οικονομικών πόρων αυτή καθεαυτή, όσο από την εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας εξαιτίας του οικονομικού ρόλου των ολιγαρχών και άρα, από τις ασταθείς διεθνείς αγορές. Η Ρωσία δεν είναι μόνη της σε αυτό.
Τι κάνουν οι χώρες της ομάδας BRICS;
Αντιμέτωπη με την κρίση στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν έλαβε βοήθεια από τις άλλες χώρες των BRICS. Ακόμα και η Κίνα, ο υποτιθέμενος στενός σύμμαχος της Ρωσίας, «έχει τηρήσει μία περίεργη σιωπή για την Ουκρανία και το δημοψήφισμα στην Κριμαία, απευθύνοντας εκκλήσεις για “αυτοσυγκράτηση προς όλες τις πλευρές” και προωθώντας μία πολιτική λύση» (4).
Το ερώτημα είναι γιατί. Γιατί χώρες σαν την Κίνα, τη Βραζιλία και το Ιράν που έχουν υποστεί επί χρόνια την οικονομική και γεωπολιτική τρομοκρατία των ΗΠΑ, αποφεύγουν μία καθαρή τοποθέτηση ότι το σημερινό καθεστώς στην Ουκρανία εδραιώθηκε στην εξουσία από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους;
Όλα είναι θέμα τάξεων
Η απάντηση, εν κατακλείδι, βρίσκεται στην ταξική πραγματικότητα: στις σχέσεις τους με τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές των Δυτικών δυνάμεων, οι χώρες αυτές είναι όμηροι των ίδιων τους των ολιγαρχών. Οι οικονομικές ελίτ των χωρών τους, όπως και οι Ρώσοι ολιγάρχες, έχουν στενότερη σχέση με τις αντίστοιχες τάξεις στη Δύση απ’ ό,τι με τους υπόλοιπους πολίτες των χωρών τους. Για τους ολιγάρχες, ζητήματα όπως η εθνική κυριαρχία και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι δευτερεύοντα μπροστά στην «ειρηνική» συνύπαρξη σε μια νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Συνειδητά ή ασυνείδητα, αντιλαμβάνονται τις διεθνικές συμμαχίες (ή αντιπαλότητες) περισσότερο σαν κάτι διαταξικό παρά διεθνές.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν σε θέση να αντιμετωπίζει την αμερικανική επιθετικότητα πιο δυναμικά απ’ ό,τι σήμερα η Ρωσία. Γιατί; Διότι παρά τον γραφειοκρατικό και διεφθαρμένο τους χαρακτήρα, οι άρχουσες τάξεις της εποχής εκείνης μιλούσαν με μία φωνή απέναντι στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης. Για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, προσπάθησαν (και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν) να γίνουν όσο το δυνατόν ανεξάρτητες οικονομικά και άρα πιο άτρωτες στις διακυμάνσεις των παγκόσμιων αγορών. Αυτό απέχει πολύ από τη σημερινή κατάσταση όπου η ρωσική οικονομία σε μεγάλο βαθμό χάρη στην οικονομική εξουσία και δύναμη των ολιγαρχών έχει μεγάλη εξάρτηση από τις οικονομίες της Δύσης και άρα είναι ευάλωτη στις αγορές και τις οικονομικές κυρώσεις. Η ενιαία και συνεκτική εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής περιόδου απέχει παρασάγγας από τη σημερινή εικόνα των ποικίλων οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών θέσεων στη Ρωσία – όπου η οικονομική αριστοκρατία με χαρά εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά και οικονομικά σχέδια των Δυτικών δυνάμεων.
1. Περιοδικό Forbes
2. Chris Marsden, Russia seeks fresh accommodation with US over Ukraine
3. Όπως πριν
4. Gilbert Mercier, Ukraine’s Crisis
* Καθηγητής των Οικονομικών στο Drake University. Το άρθρο του αναδημοσιεύουμε από το Counterpunch.
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη