του Μάρκου Δεληγιάννη
Η μνήμη η γυρίστρα και πάλι για λιμάνια αλλοτινά σαλπάρισε. Του σκάφους ο πλοηγός -ένα ξεχασμένο CD- ανάλαβε την πορεία να χαράξει. Βίρα, λοιπόν, τις άγκυρες, χωρίς χρονοτριβή. Σαράντα χρόνια πέρασαν απ’ τις στιγμές εκείνες σαν φτερό, μα οι εικόνες ζωντανές στέκουν ακόμη στης θύμησης τα ράφια. Ήτανε τότε που οι θλιβεροί κολονέλοι, αφού δώρο απροσδόκητο προσέφεραν στους προστάτες τους -τη διχοτόμηση της Κύπρου- ήσυχα απεχώρησαν. Κι εμείς, αμέσως, τα εφτασφράγιστα παραθύρια των υπνωτηρίων μας, διάπλατα ανοίξαμε.
Ο ζωογόνος αγέρας της λευτεριάς, χωρίς να το καλοσκεφτεί, εισόρμησε κυρίαρχος στα έκπληκτα καταλύματά μας, διώχνοντας την ακινησία επτά ατέλειωτων χρόνων. Κατέλαβε μονομιάς όλες τις γωνιές, και τις πιο απόκρυφες, εκπαραθυρώνοντας της κλεισούρας τη μούχλα και γεμίζοντας τα σπίτια αέρα λεύτερο, αέρα του δρόμου. Ύστερα τρέξαμε στις πλατείες κι αφήσαμε απ’ το στόμα μας τις νότες των ξεχασμένων τραγουδιών, να ξεχυθούνε στην άπλα των καινούργιων λεωφόρων. Μαζευτήκαμε στων γηπέδων την ευρυχωρία και εκεί, γιορτάσαμε της νύχτας το φευγιό, του ήλιου τον ερχομό, με δυο συναυλίες ανεπανάληπτες.
Τώρα, εγώ καρφωμένος μπροστά στης τηλεόρασης την οθόνη, με βουρκωμένα μάτια, τα τραγούδια της Φωτιάς ρουφάω. Το γήπεδο σείεται, η νιότη παλλόμενη, τραγουδάει, ζητωκραυγάζει, υψώνει τη γροθιά στον ανέφελο ουρανό, το αντάμωμα με την ξενιτεμένη λευτεριά χαίρεται. Ένα σμίξιμο ερωτικό: Νιότη και Λευτεριά! Αιώνιο ζευγάρι! Καθώς το θέαμα απολαμβάνω, ένα πικρό Γιατί, πρόβαλε απειλητικό στην οθόνη της σκέψης μου. Αναρωτιέμαι, πού άραγε να πήγανε όλοι αυτοί, του αύριο οι σκαπανείς; Μήπως ήτανε κάποιο παιχνίδισμα της ανήμερης φαντασίας; Μήπως εκείνα τα μαύρα ατίθασα μαλλιά, στης βραδινής αύρας το χαϊδολόγημα αφημένα, ήταν του ονείρου δημιούργημα; Ή εκείνα τα μάτια, κάρβουνα αναμμένα, που σπίθιζαν πάθος για ζωή, για ομορφιά, ήταν της ερήμου αντικατόπτρισμα; Όχι, ήταν αλήθεια! Υπήρχε τότε ένα πάθος, ο έρωτας για τη ζωή, για την ομορφιά, αυτήν την ομορφιά που γυμνή, χωρίς στολίδια περιττά, κατάλυμα έχει την απλότητα.
Μα πού πήγαν όλα αυτά; Ερώτημα καυτό, η ζωή το θέτει επιτακτικά εμπρός μας. Κι όμως, πόσο γρήγορα αλλάξαμε. Ένα υπόστρωμα λίπους στρατοπέδευσε στο υπογάστριό μας. Οι αισθήσεις μας αμβλύνθηκαν. Σκύβουμε όλο και περισσότερο την κεφαλή. Το βλέμμα μας φοβισμένο, δεν τολμά, πέρα απ’ τις μύτες των παπουτσιών, να κοιτάξει. Κι η φωνή του Ξυλούρη να σχίζει τη σιγαλιά του έλους: Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί!
Πόσο επίκαιροι είναι τούτοι οι στίχοι, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί και εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια. Ο εκμαυλισμός τέλειος. Πόσο απροσδόκητα ήλθε η μεταμόρφωση! Αλίμονο! Μας έκλεψαν την Ελπίδα! Το πάθος μεταλλάχτηκε σε ζητιάνου ικεσία. Κι οι νέοι μη έχοντας άλλο δρόμο να διαβούν, στο ανηφόρι της μετανάστευσης, για άλλη μια φορά, απελπισμένα συνωθούνται. Στρατιές επαιτών στα σταυροδρόμια της Δύσης. Χωρίς όραση κι ακοή, ο σύγχρονος σκλάβος, άβουλος, τίθεται στην υπηρεσία των πιο στυγνών αφεντικών. Τίποτα δεν άκουσε! Τίποτα δεν είδε! Και το σφαγείο αδιάκοπα δουλεύει. Κι όμως, δίπλα μας είναι της Γάζας οι ακτές, εκεί που ένα έγκλημα αποτρόπαιο συντελείται: Η εξολόθρευση ενός λαού ιστορικού! Τούτες τις κρίσιμες στιγμές, κηλίδες αίματος απ’ τα δολοφονημένα κορμιά της Παλαιστίνης, ιχνογραφούν ανεξίτηλα, της Γάζας τη σιλουέτα. Οι λέξεις τέλειωσαν. Σωριάστηκαν σακατεμένες μπρος στα αθώα βλαστάρια της Γάζας, που τόσο βίαια ξεριζώθηκαν απ’ της ζωής το πανέμορφο λιβάδι.
Μάρτυρες απαθείς εμείς, της τραγωδίας του λαού της Παλαιστίνης, περιμένουμε σκυφτοί τη σειρά τη δική μας, στο ιδιότυπο σφαγείο των τοκογλύφων, να σφαγιαστούμε. Μας κλέβουν το νερό, το φως, τις θάλασσες. Τα δάση θα παραδοθούν στη μανία των αδίστακτων εργολάβων. Τα δέντρα θα τα εξορίσουν μαζί με τις αποσκευές τους. Ο ψίθυρος του αγεριού στ’ αφτί της πευκομάνας για πάντα θα σιγήσει. Η στρατιά των ανέργων αυξάνει. Οι συνταξιούχοι -άλογα που γέρασαν- οδηγούνται στα σφαγεία. Η καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων συνεχίζεται.
Τούτο το καλοκαίρι το καυτό, οι ξεδιάντροποι εντολοδόχοι της Ρώμης, με ιταμότητα περίσσια, μας μήνυσαν πως οι επικουρικές συντάξεις, τέρμα! Αρκετά έζησαν οι γέροντες! Καιρός, το μάταιο τούτο κόσμο, τώρα ν’ αποχαιρετήσουν! Και εσύ, σύντροφε, στέκεις αναποφάσιστος, καταμεσής του δρόμου. Αναρωτιέσαι ποιο στρατί να τραβήξεις. Η απάντηση απλή και ξεκάθαρη είναι. Οι σφιγμένες γροθιές, η δικιά σου και των άλλων συντρόφων δείχνουν την κατεύθυνση. Τούτη τη στιγμή που η ύπαρξη της χώρας διακυβεύεται, η συζήτηση για το πώς θα ’ναι η στολή του λαϊκού κομισάριου, είναι τελείως άτοπη.