του Ηρακλή Λογοθέτη
Παρακολουθώντας τους αγώνες του Μουντιάλ ακούμε, συχνά-πυκνά, τις μέχρι πρότινος δραστικές κοινοτοπίες για την «παγκόσμια ποδοσφαιρική γιορτή που ενώνει λαούς και πολιτισμούς». Και λέω, μέχρι πρότινος δραστικές γιατί ο άτεγκτος επαγγελματισμός των ομάδων και οι προσωπικοί μεταγραφικοί στόχοι των ποδοσφαιριστών καθιστούν παρωχημένες τέτοιες λυρικές εξάρσεις. Από την άλλη μεριά ο μύθος που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι δεν μπορεί παρά στην πλατιά του επίδοση να είναι λυρικός, με κάποια επικά σύνδρομα για ακατάβλητους ήρωες, βρυχώμενα λιοντάρια και άλλα θηρία από το ζωολογικό κήπο της πλησιέστερης αλάνας.
Αν, όμως, τα περί ενώσεως λαών και πολιτισμών αποτελούν αφελή ευχολόγια, αληθεύει απεναντίας ότι στον ποδοσφαιρικό χλοοπάπητα, που διόλου τυχαία στις λατινικές γλώσσες καλείται και αρένα, παίζονται μιμήσεις πολεμικών παιγνίων. Αυτό ισχύει φυσικά για ολόκληρο τον αθλητισμό που όσο κι αν προσπαθούν οι Αγγλοσάξωνες να συγκαλύψουν τη φύση του μεταφράζοντας τους αγώνες σε games, δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά. Στο ποδόσφαιρο, ειδικά με τον ομαδικό του χαρακτήρα και την εντονότατα επηρεασμένη από τον πόλεμο ορολογία του, το πράγμα είναι πασιφανές: Μιλάμε διαρκώς για συγκρούσεις έως εσχάτων και τιτανομαχίες, άμυνες, επιθέσεις και πολιορκίες της αντίπαλης εστίας, επελάσεις ελαφρών ταξιαρχιών ή εφορμήσεις των πάντσερ… Σ’ αυτό το κλίμα είναι λογικά αναμενόμενο εθνικές μνησικακίες από στρατιωτικές ήττες (όπως των Αργεντίνων στα Φόκλαντς ή Μαλδίβες) να ξεπλένονται συμβολικά ή έστω να αποφορτίζονται συγκινησιακά σε κάθε αγώνα της Εθνικής Αγγλίας με την Εθνική Αργεντινής. Όλοι γνωρίζουμε, επίσης, ότι ενδεχόμενη πρόκριση της Αλγερίας που θα την έφερνε αντιμέτωπη στον επόμενο γύρο με τη Γαλλία θα ξυπνούσε τα τύμπανα του πολέμου, τόσο στο Αλγέρι όσο και στο Παρίσι – για να μη μιλήσουμε για τη Μασσαλία…
Είναι αλήθεια, πάντως, ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο αυστηρά επαγγελματικός χαρακτήρας του ποδοσφαίρου και η κυρίαρχη μέριμνα για το αγωνιστικό αποτέλεσμα είχαν και μία ευεργετική συνέπεια: Κατέλυσαν τις ξενοφοβικές αντιστάσεις, ως προς τη σύνθεση των ομάδων, και κατάντησαν γραφικούς όσους επικριτές των εγχρώμων μάχονταν για την καθαρότητα της αρίας φυλής. Στην Ευρώπη, τουλάχιστον, όπου οι καλούμενες εθνικές ομάδες είναι έντονα πολυφυλετικές, δεν υπάρχει πλέον λαβή για ρατσιστικά σχόλια από τους εθνοφασίστες. Η ίδια η φύση του ποδοσφαίρου, εντούτοις, παραμένει αμφισβητούμενη, όπως έδειξαν και οι μαζικές αντιδράσεις μεγάλης μερίδας των Βραζιλιάνων στην εξωφρενικά δαπανηρή για μια χώρα με τόσους πένητες διοργάνωση του Μουντιάλ. Διχασμένη παραμένει και η στάση, της παραδοσιακά φιλύποπτης απέναντι στο φαινόμενο, Αριστεράς: όπιο των λαών και παγίδα χειραγώγησης των αγωνιστικών ενστίκτων των μαζών για τους μεν, εκκλησία των ταπεινών και άσυλο των καταφρονεμένων για τους δε – μεταξύ των οποίων και ο Παζολίνι. Όπως κι αν θεωρήσουμε όμως τον χώρο διενέργειας του αθλήματος, σαν κάδο εκφόρτισης της κοινωνικής επιθετικότητας ή σαν κυψέλη όπου στην ατμόσφαιρα του αγελαίου πάθους συντελείται μια τεράστια λαϊκή παρτούζα, γεγονός παραμένει ότι τα ποδοσφαιρικά γήπεδα είναι οι καθεδρικοί ναοί της εποχής μας και πουθενά αλλού δεν παρατηρείται σε τόσο μαζική κλίμακα τέτοια όσμωση ψυχών και σωμάτων. Εκτός, βέβαια, από τις μεγάλες μαχητικές διαδηλώσεις -όταν είναι μεγάλες και μαχητικές…