Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν εμψυχώνει τους απανταχού απογοητευμένους

της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

Ανάλαφρη και καλοκαιρινή η νέα ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, Ο μίτος της Αριάδνης, μιλάει γι’ αυτή την «…αναγκαιότητα του σύγχρονου ανθρώπου στο στυγνό φιλευλευθερισμό, να ξαναβρεί τη μαγεία των μύθων που έχασε», φράση-κλειδί διά στόματος ενός συγγραφέα-φιλόσοφου, ανάμεσα στους περίεργους χαρακτήρες που σκαρφίστηκε ο 60χρονος Γάλλος σκηνοθέτης σ’ αυτή τη γλυκιά, ονειρική κωμωδία καταστάσεων.

Ολομόναχη και στενοχωρημένη η Αριάν, ανήμερα των γενεθλίων της, καθώς οι καλεσμένοι ακύρωσαν την άφιξή τους, φεύγει με το αμάξι, αλλά πέφτει σε μποτιλιάρισμα, τη στιγμή που στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ακούγεται το Ya Rayah απ’ τον Αλγερινό Ρασίντ Ταχά. Το δημοφιλές αραβικό τραγούδι (τραγουδισμένο και απ’ τον Νταλάρα) δεν αργεί να ξεσηκώσει σε χορό όλους τους ταλαίπωρους από τα γύρω αυτοκίνητα και… το παραμύθι ξεκινά. Η Αριάν, με μεσάτο φόρεμα και μαλλιά αλογοουρά, δέχεται ως άλλη Αλίκη του παραμυθιού μια απροσδόκητη πρόσκληση: Να ακολουθήσει το δικό της λευκό λαγό! Ανεβαίνει στη βέσπα του νεαρού Ραφαέλ και βρίσκεται στη… χώρα των θαυμάτων(!), δηλαδή, στην κατάμεστη ταβέρνα του μουστακαλή Ντενί, πλάι στην ακροθαλασσιά, όπου δεσπόζει η αφίσα του τραγουδοποιού Ζαν Φερά. Ανάμεσα στο πλήθος των ιδιόρρυθμων θαμώνων, βρίσκεται και ένας φιλόμουσος ταξιτζής (Ζαν-Πιερ Νταρουσέν) που στο ταξί του διαθέτει την κατάλληλη μουσική, για κάθε περίσταση. Την απογοητευμένη Αριάν την υποδέχεται με την εύθυμη άρια του Βέρντι La donna e mobile, για να την σαγηνέψει με την αισιόδοξη μελωδία της Πέστροφας, του Σούμπερτ. Η Αριάν διαμένει σε ένα πλωτό σκάφος, παρέα με μια χελώνα που μιλάει, γίνεται σερβιτόρα στην ταβέρνα του Ντενί, που την φλερτάρει σιγοτραγουδώντας Φερά, ψαρεύει με τους νέους της φίλους, ενώ με αφορμή μια θεατρική παράσταση, πραγματοποιεί το μεγάλο της όνειρο: τραγουδάει μπροστά σε κοινό, όπως και η τραγουδίστρια μητέρα της. Όλα κυλούν γαλήνια, σε παρεΐστικο κλίμα καλοκαιρινής ραστώνης.

Δηλωμένος αριστερός, ο αρμένικης καταγωγής Ρομπέρ Γκεντιγκιάν υπηρετεί ένα ανθρωποκεντρικό λαϊκό σινεμά κοινωνικής ευαισθησίας, με πρωταγωνιστές τον δικό του πιστό θίασο και την σύντροφο και μούσα του Αριάν Ασκαρίντ. Γέννημα-θρέμμα της Μασσαλίας, το έργο του αντανακλά την ανεμελιά του Νότου και το φως του γεμάτου ήλιο και θάλασσα μεσογειακού τοπίου.

Το αισθητικό στυλ, με έντονα ονειρικά χρώματα, τραπεζομάντιλα με αστερίες και γκαρσόνια ανάμεσα σε κίτρινες καρέκλες, με γαλάζια πουκάμισα και κατακόκκινα παντελόνια, παραπέμπουν στην αντικομφορμιστική παιδική ανεμελιά στον Τρελό Πιερό του Γκοντάρ, ενώ τα ταιριαστά τραγούδια που νοηματοδοτούν τους συμβολικούς χαρακτήρες, σαν να πρόκειται για χάρτινους ήρωες από κόμικς, θυμίζουν τις νοσταλγικές ταινίες του Άκι Καουρισμάκι. Αξιοσημείωτες είναι και οι διαλεχτές μουσικές επιλογές. Η εύθυμη ουβερτούρα απ’ τον Κουρέα της Σεβίλλης, του Ροσίνι, στην εισαγωγική σεκάνς της τρισδιάστατης προσομοίωσης του διαμερίσματος της Αριάν, τη στιγμή που φτιάχνει τη λαχταριστή τούρτα γενεθλίων, μας εισάγει στη φαντεζί ατμόσφαιρα. Τη δραματουργική ένταση στη σκηνή της νυχτερινής καταιγίδας στη θάλασσα ενισχύει το προκλασικό Στάμπατ Μάτερ, του Περγκολέζι, ενώ ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής Ζαν Φερά, αγαπημένος τραγουδοποιός του σκηνοθέτη, υπήρξε απ’ τους διάσημους αριστερούς Γάλλους τραγουδοποιούς στα τέλη του ’50, που μελοποίησε Αραγκόν. Πραγματικότητα και όνειρο συγχέονται μέσα από τον κόσμο του θεάτρου και το πλουμιστό σόου καμπαρέ, ενώ η Αριάν τραγουδάει Μπρεχτ και Βάιλ. Σκηνή-αναφορά στο Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι, η στιγμή που η αισθησιακή κοκκινομάλλα της παρέας βουτάει στο σιντριβάνι, ενώ και η λατρεία του Γκεντιγκιάν για την Ασκαρίντ θυμίζει έντονα τη λατρεία του Φελίνι για την Τζιουλέτα Μασίνα. Σημαντική είναι και η πρωτότυπη μουσική των Gotan Project, που μεταφέρουν «πειραγμένες» ρυθμικές πινελιές ταγκό, με πιάνο και μπαντονεόν, στην θερμή μεσογειακή ατμόσφαιρα.

Στην προηγούμενη, μέχρι αφέλειας γλυκομίλητη ταινία του Γκεντιγκιάν, Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο (2011) με ήρωες άνεργους εργάτες, η ανεργία, αντί να διχάζει, πυροδοτεί κινήσεις αλληλεγγύης, μέσα από συλλογικότητες, όπως και στις φετινές ταινίες του Κεν Λόουτς και των αδερφών Νταρντέν, στις Κάννες, που προτρέπουν σε αναβίωση της αγωνιστικής πάλης, μέσα από παραδείγματα πολιτικής συσπείρωσης.

Την προσωρινή διακοπή της συνηθισμένης κοινωνικής κριτικής του, ο Γκεντιγκιάν την κάνει με διάθεση εμψύχωσης του απογοητευμένου κόσμου να παλέψει ξανά, διεκδικώντας να γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Μέσα από τον ουτοπικό μικρόκοσμο της παρέας στο Μίτο της Αριάδνης, ο σκηνοθέτης προβάλλει την αρμονική συνύπαρξη μιας κοινωνικής συλλογικότητας, που εμφορείται από όραμα, μέσα απ’ τη μαγεία του σινεμά, με αναφορές σε θεατρικά κείμενα, μουσικές και αγαπημένα τραγούδια. Αρχές της νέας χιλιετίας, είχαμε δυο άλλες ενδιαφέρουσες και αντίστοιχα αισιόδοξες ταινίες κόντρα στο ανέφικτο της ουτοπίας, το Ψωμί και τουλίπες του Ιταλού Σίλβιο Σολντίνι και τη Λίστα αναμονής του Κουβανού Χουάν Κάρλος Τάμπια.

Όσο οι άνθρωποι ονειρεύονται, διατηρούν ζωντανό το όραμα ανατροπής, που τροφοδοτεί τη διάθεση για νέους αγώνες.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!