Γιατί είχε πενιχρά αποτελέσματα η «παλίρροια φθηνού χρήματος» Του Prabhat Patnaik
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 όχι μόνο επιμένει, αλλά επιδεινώνεται. Το δεύτερο μισό του 2013 υποτίθεται πως θα ήταν μία περίοδος επιτάχυνσης της ανάπτυξης στις μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε προβλέψει, από την περασμένη άνοιξη, ότι επέκειτο «σταδιακή επιτάχυνση» της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν αντί για ανάκαμψη μία εξασθένηση της ανάπτυξης. Στην Ευρωζώνη ο ρυθμός ανάπτυξης σε τριμηνιαία βάση υποχώρησε κατά το τρίτο τρίμηνο στο 0,1% του 2013, ενώ είχε ανέλθει στο 0,3% στο δεύτερο τρίμηνο. Ακόμα πιο δυσοίωνα είναι τα μηνύματα από την Ιαπωνία.
Δέσμιοι της κρίσης
Για τις ΗΠΑ προέβλεπαν καλύτερη απόδοση συγκριτικά με τα τελευταία χρόνια. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) Μπεν Μπερνάνκι έφθασε μέχρι του σημείου να αναφερθεί σε πιθανή λήξη της «ποσοτικής χαλάρωσης», της πιστωτικής πολιτικής βάσει της οποίας η Fed αγόραζε κρατικά ομόλογα για να διοχετεύσει ρευστότητα (85 δισ. δολαρίων τον μήνα) στην οικονομία και να διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ώστε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Η ανάκαμψη που σημειώθηκε ήταν κατώτερη των προσδοκιών. Η νέα πρόεδρος της Fed, Τζανέτ Γιέλεν, αναφέρθηκε και αυτή στην ανάγκη για διατήρηση της ποσοτικής χαλάρωσης, διότι η αμερικανική οικονομία και η αγορά εργασίας συνέχιζαν να αποδίδουν «πολύ χαμηλότερα από τις δυνατότητές τους», ένας εύσχημος τρόπος για να παραδεχτούν ότι οι ΗΠΑ παραμένουν εγκλωβισμένες στην κρίση και τη μαζική ανεργία.
Πιο γλαφυρή είναι η συνολική εικόνα των Financial Times για τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο: «Η ευημερία θα αποδειχθεί ένα φευγαλέο σενάριο, αν δεν ληφθούν μέτρα για τη δημιουργία ενός βιώσιμου μοντέλου παγκόσμιας ζήτησης».
Η υπαναχώρηση της ανάπτυξης σημειώνεται στο μέσον μίας περιόδου που χαρακτηρίστηκε από την «παλίρροια φθηνού χρήματος», για να χρησιμοποιήσουμε μία έκφραση των Financial Times, ένα ρεύμα τόσο ισχυρό που «ταρακούνησε όλα τα πλεούμενα». Τη στιγμή που η «παλίρροια» αυτή θα υποχωρήσει, η ύφεση θα επιδεινωθεί διότι πολλές επιχειρήσεις στο χείλος της χρεοκοπίας που διατηρήθηκαν ζωντανές χάρη στην «ανοχή» των ακόμα έμπλεων με ρευστότητα τραπεζών, θα οδηγηθούν στην πτώχευση. Άρα, ο αναπτυγμένος καπιταλιστικός κόσμος βρίσκεται σε μία κατάσταση όπου παρά το «φθηνό χρήμα», η ύφεση επιδεινώνεται και χωρίς το «φθηνό χρήμα» θα περιέλθει σε ακόμα χειρότερη μοίρα.
Ο ρόλος των τραπεζών
Το ερώτημα είναι: γιατί η ποσοτική χαλάρωση, αν και προσέφερε σωσίβιο στο σύστημα, δεν οδήγησε στην ανάκαμψη; Κάτι τέτοιο δεν έγινε, διότι το χρήμα που διοχετεύθηκε στην οικονομία από τη Fed χάθηκε κάπου μέσα στο τραπεζικό σύστημα, ενώ τα παρεχόμενα δάνεια που αποτελούν το μέσο διεύρυνσης της ζήτησης στην οικονομία, δεν σημείωσαν αύξηση. Οι τράπεζες προτίμησαν να διατηρήσουν τα υψηλά αποθέματά τους ή να κάνουν προσαρμογές στους ισολογισμούς τους, με αποτέλεσμα μέρος των κεφαλαίων αυτών να διασκορπιστεί σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και σε οικονομίες του Τρίτου Κόσμου, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν νομίσματα όπως η ινδική ρουπία, η ινδονησιακή ρουπία, το βραζιλιάνικο ρεάλ, το νοτιοαφρικανικό ραντ. Όλα αυτά, όμως, δεν οδήγησαν σε αύξηση των δαπανών και κατά συνέπεια της ζήτησης σε παγκόσμια κλίμακα.
Ένα παράδειγμα θα το κάνει πιο κατανοητό. Αν οι αμερικανικές τράπεζες αγοράσουν μετοχές στο Χρηματιστήριο της Ινδίας τότε, αν όχι απευθείας τουλάχιστον εμμέσως, μέσω μίας αλυσιδωτής προσαρμογής ισοζυγίου πληρωμών, είναι πιθανό αυτό να συμβάλει στη διατήρηση του τρέχοντος επιπέδου στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ινδίας και άρα να εμποδίσει την κάμψη στην παγκόσμια ζήτηση που θα είχε προκληθεί αν η Ινδία είχε περικόψει τα επίπεδα οικονομικής της δραστηριότητας, προκειμένου να μειώσει το έλλειμμά της. Όμως, δεν τροφοδοτεί μια πραγματική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης.
Ο λόγος που οι τράπεζες δεν αυξάνουν τον δανεισμό προκειμένου να διευρυνθούν τα επίπεδα ζήτησης και δαπανών είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας, ιδίως στις προηγμένες χώρες, είναι ήδη τόσο υπερχρεωμένος που δεν θέλει να δανειστεί κι άλλο. Αυτό σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική που αναφέρεται στις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών έχει καταστεί πλήρως αναποτελεσματική για την καταπολέμηση της τρέχουσας ύφεσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια που κατά κανόνα είναι το κύριο εργαλείο νομισματικής πολιτικής, βρίσκονται ουσιαστικά στο μηδέν στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Αυτός είναι και ο λόγος της ποσοτικής χαλάρωσης: Η όλη ιδέα είναι ότι εφόσον τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δεν είναι πλέον αποτελεσματικά, κεντρικές τράπεζες όπως η Fed πρέπει να επιδιώξουν παρεμβάσεις μέσω των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, αγοράζοντας απευθείας κρατικά ομόλογα μεγάλης διάρκειας.
Επίσημη δημοσιονομική πολιτική
Αυτό σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική είναι το τελευταίο και μοναδικό όπλο που απομένει για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Όμως, αυτή η χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι ό,τι ακριβώς απεχθάνεται το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Ως γνωστόν, οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να συμμορφωθούν σε συγκεκριμένα όρια, όσον αφορά τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα ως προς το ΑΕΠ. Όσον αφορά τις ΗΠΑ, ως μία πιθανή πηγή δημοσιονομικών κινήτρων για τη διεύρυνση της παγκόσμιας ζήτησης, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, δεδομένων των σοβαρών πολιτικών τριβών εντός των ΗΠΑ στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής που οδήγησαν, πέρυσι, την κυβέρνηση να βάλει λουκέτο στον δημόσιο τομέα. Άρα, το να τρέφει κανείς ελπίδες ότι η δημοσιονομική επέκταση θα προέλθει από τις ΗΠΑ δεν είναι ρεαλιστικό.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι το εύρος της δημοσιονομικής επέκτασης που απαιτείται ώστε να ανασυρθεί η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία από το σημερινό της τέλμα, πρέπει να είναι πολύ μεγάλο. Στο κλίμα λιτότητας που ζούμε, αυτό είναι όνειρο θερινής νυκτός.
Πιθανές λύσεις;
Με δεδομένο ότι καμία από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν είναι σε θέση να αναλάβει από μόνη της μεγάλα προγράμματα δημοσιονομικής επέκτασης, μόνο δύο εναλλακτικές λύσεις απομένουν: Η πρώτη αφορά τη συντονισμένη δημοσιονομική επέκταση όλων μαζί, μία ιδέα που ακούστηκε για πρώτη φορά στην Μεγάλη Ύφεση του 1930, αλλά καταπνίγηκε από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η αντίδραση σε μία τέτοια πρόταση σήμερα, όταν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει αποκτήσει πλέον διεθνή χαρακτήρα και άρα ακόμα μεγαλύτερη δύναμη, θα είναι ακόμη σφοδρότερη. Η δεύτερη λύση είναι να αναλάβουν οι κυβερνήσεις ξεχωριστά τη δημοσιονομική επέκταση εντός των συνόρων τους, που σημαίνει εντός προστατευτικών τειχών. Αυτό οδηγεί σε μία επάνοδο στον μεταπολεμικό Κεϊνσιανισμό, αυτό ακριβώς που η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου πέτυχε να ανατρέψει. Είναι βέβαιο ότι το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο θα αντισταθεί με νύχια και με δόντια σε κάθε τέτοια απόπειρα.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η νέα φούσκα στην οποία είχε στηρίξει τις ελπίδες του ότι θα τον βγάλει από το αδιέξοδο που έχει κολλήσει, δεν φαίνεται να αποδίδει. Η νομισματική πολιτική που το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αποδέχεται, έχει καταστεί αναποτελεσματική. Η δημοσιονομική πολιτική που θα μπορούσε (θεωρητικά) να έχει επεκτατική επίδραση, δεν αρέσει στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η κατάσταση είναι απελπιστική.
* Ο Prabhat Patnaik δίδαξε στο Centre for Economic Studies and Planning της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru στο Νέο Δελχί, από το 1974 μέχρι το 2010. Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το Counterpunch.
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη