Του Νίκου Λάιου*
Εξατομίκευση, διάλυση του βιώματος της κοινότητας και του άμεσου ανήκειν, απώλεια λόγου στα κοινά και συμμετοχής στη διαμόρφωσή τους, έλλειψη νοήματος και προοπτικής, αλλοτρίωση, προσωπικά και οικογενειακά τραύματα, ελλειμματική ταυτότητα, πολιτιστικός μαρασμός και πολιτισμική σύγχυση – μερικοί μόνο από τους παράγοντες, στους οποίους αναλύεται το κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης από ουσίες.
Βαφτίζοντας το κρέας, ψάρι
Η πλειοψηφία όσων ασχολούνται με «το ζήτημα», αναγνωρίζουν φραστικά την εξάρτηση ως φαινόμενο πολυπαραγοντικό, κατοχυρώνοντας έτσι για τον εαυτό τους επιφάνεια «προοδευτικού ανθρώπου». Ωστόσο, συχνά οι αποχρώσεις του εκφερόμενου λόγου και, κυρίως, οι πράξεις κινούνται σε κατεύθυνση ολότελα αντίθετη από τη διακηρυγμένη. Δηλαδή, προς έναν αναγωγισμό των πολλών πτυχών της εξάρτησης: Στο οικονομικό ή το ιατρικό ή το νομικό πεδίο συχνά με μια «σύνθεση» των τριών, στην υπηρεσία μιας οργουελικής ανθρωποδιαχείρισης.
Οι εξελίξεις στις δομές χορήγησης υποκαταστάτων της ηρωίνης είναι χαρακτηριστικές τέτοιας «σύνθεσης». Εκεί, υπό το σύνθημα «ο εξαρτημένος είναι άρρωστος και όχι εγκληματίας», ακολουθήθηκε η εξής πορεία: Διάλυση των μονάδων του ΟΚΑΝΑ, μεταφορά τους σε νοσοκομεία, μαζικές «εισαγωγές» εξαρτημένων χωρίς καν υποτυπώδεις υποδομές και επαρκές προσωπικό, «απλοποιήσεις» επί «απλοποιήσεων» στις διαδικασίες χορήγησης υποκαταστάτων, απαξίωση της ψυχοκοινωνικής στήριξης στα όρια της «περατζάδας», ενοχοποίηση ως «απάνθρωπων» των θεραπευτικών ορίων -ελλείψει των οποίων αναπαράγονται θεμελιώδεις ψυχικές παράμετροι της εξάρτησης- και άλλα, που ο χώρος δεν επαρκεί για να αναφερθούν. Το ζοφερότερο ίσως στις εξελίξεις αυτές είναι πως παρουσιάζονται ως «ανθρωπισμός», τη στιγμή που υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε αναξιοπαθούσα κακόμοιρη ύπαρξη, που για να μην υποφέρει, θα ανακουφίζεται καταναλώνοντας αιωνίως το θέαμα τοξικών φωτοβολίδων μέσα στο κενό.
Η κρυφή γοητεία του αστισμού…
Είναι στο έδαφος τέτοιων αναγωγισμών, που αναπτύσσονται δημοσίως θέσεις περί «νομιμοποίησης των μαλακών [sic] που δεν είναι επικίνδυνα», περί «χαμένων κρατικών εσόδων λόγω μαύρης αγοράς, που λύνεται με νομιμοποίηση της ηρωίνης» κ.λπ. Και είναι γι’ αυτό οι θέσεις αυτές αναντίστοιχες με τη συνθετότητα και, τελικά, τη σοβαρότητα του φαινομένου της εξάρτησης. Ωστόσο, τις υιοθετούν και αριστεροί άνθρωποι και συλλογικότητες, θωρώντας έτσι την ουσιοεξάρτηση μέσα από το αστικό πρίσμα του «εμπορεύματος», του «ατομικού δικαιώματος», της «ατομικής ευθύνης» και οριακών ιδεολογικών παραγώγων, όπως η «αυτοδιάθεση» σωμάτων, συνειδήσεων κ.λπ. Το άρθρο του συναδέλφου Δημήτρη Γιαννάτου φωτίζει το ζήτημα αυτό στον πυρήνα του.
…και τα μαύρα φεγγάρια της πραγματικότητας
Αυξημένος αριθμός εξαρτημένων από ουσίες, που προσεγγίζουν προγράμματα απεξάρτησης, εμφανίζονται με σωρευμένα προβλήματα: Χρήστες πολλαπλών ουσιών -συνθετικών, μεταξύ άλλων- με μειούμενες ηλικίες έναρξης χρήσης, στερούμενοι ασφάλισης και πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, άστεγοι, χωρίς ρεύμα και νερό, άνεργοι, εκπορνευόμενοι, οροθετικοί και/ή φορείς ηπατίτιδας C. Την ίδια στιγμή, όλες οι δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης διαλύονται από τις «μνημονιακές» πολιτικές.
Απάντηση σε τέτοια κατακρήμνιση δεν μπορεί να έρθει μόνο με άρθρωση αιτημάτων χρηματοδότησης των δομών, νομικούς χειρισμούς και ιατρικά πρωτόκολλα. Χρειάζεται κάτι πολύ βαθύτερο, μια αποφασιστική μετακίνηση από τον ρόλο του γκρινιάρη εκτελεστικού βραχίονα ή της προοδευτικής πτέρυγας του αστισμού στο ζήτημα της εξάρτησης.
Συνάντηση, αντίσταση, χειραφέτηση
Η σημασία της εξάρτησης, ως όντως πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόμενο, βρίσκεται στην καρδιά των φλεγόντων ζητημάτων ανασυγκρότησης της παραγωγής, της παιδείας, της υγείας, του πολιτισμού. Σε συνθήκες όξυνσης της κοινωνικής αδικίας και της «ατομικής» ανελευθερίας, που θυμίζουν τις αντίστοιχες συνθήκες της αυγής των καπιταλιστικών κοινωνιών, το «αντίδοτο» σε κάθε είδους εξάρτηση, προσωπική ή συλλογική, είναι μια εξωστρεφής, αγωνιστική στάση ζωής. Με τις βιοπολιτικές να περιχαρακώνουν τη ζωή σ’ ένα πλαίσιο ολοένα πιο καταπιεστικό, περιοριστικό και τυποποιημένο, μια ζητούμενη στάση ζωής είναι στην πραγματικότητα αντι-στάση. Αντίσταση στον αποσυντιθέμενο ατομικισμό και τα φαινόμενα παλινδρόμησης σε αγελαίες, φασίζουσες «οντολογικές λύσεις». Αντίσταση στην προσκόλληση, τη μετάθεση και ανάθεση ευθυνών, την έλλειψη πίστης στον εαυτό, την ενδοβλημένη αίσθηση ενοχής και αδυναμίας. Όψεις συμβολής σε τέτοια αντίσταση δίνει το άρθρο της συναδέλφου, Άννας Τζάκου, που μεταφέρει στοιχεία της φετινής δουλειάς των Κέντρων Πρόληψης στην κοινότητα.
Ο ρόλος των εργαζομένων στις δομές αντιμετώπισης της εξάρτησης σε εναλλακτικές πορείες ανθρώπινης χειραφέτησης μπορεί να είναι κομβικός. Ιδιαίτερα στη βάση των πλούσιων εμπειριών της πρόληψης, που εδώ και χρόνια δημιουργεί, συνενώνει ή εμπλουτίζει ενεργά τοπικά δίκτυα. Συμβάλλει, έτσι, στην επανένωση των θραυσμάτων της κοινότητας, αφού δεν βλέπουμε την πρόληψη ως προνομιακό πεδίο «ειδικών» που μοχθούν για «καλλιέργεια τεχνικών» σε ιδιωτεύοντες «μη ειδικούς», αλλά ως υπόθεση ενεργοποιημένων πολιτών, που συνενώνουν στον δημόσιο χώρο τις ζωτικές δυνάμεις τους, τις γνώσεις, τα οράματά τους, με κοινωνικό πολλαπλασιαστή και γειωτή την κοινή δράση για αλλαγή. Μέσα από ό,τι οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν αναδείξει ως αδιαμεσολάβητες συλλογικότητες, ως ζωντανούς σπόρους νέων κοινοτικών μορφών, στις σύγχρονες τοπικές, περιφερειακές και παγκόσμιες συνθήκες – και όχι αναβιώσεων.
Η παρακαταθήκη υπάρχει και είναι δημιούργημα των τοπικών κοινωνιών. Μένει να την κοιτάξουμε αναστοχαστικά, περνώντας σε βιωμένους τόπους και χρόνους μιας αντιπρότασης συνάντησης-χειραφέτησης, απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις του συνεχούς «κερματισμός-επιβολή». Με νέες προσεγγίσεις του δημόσιου χώρου και της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, με νέες εκπαιδευτικές και αισθητικές προτάσεις κ.ο.κ. Με μια λέξη ξανά: αντιστεκόμενοι. Ενάντια στην υποταγή, την εξάρτηση και τις κίβδηλες «λύσεις» που παρατείνουν τον πόνο, απαλύνοντάς τον πρόσκαιρα – μέχρι την επόμενη δόση…
* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης.