ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Φώτη Τερζάκη
Ο δοκιμιογράφος και μεταφραστής Ζήσης Σαρίκας από τη Θεσσαλονίκη μιλάει προσωπικά για τη μεταφραστική και συγγραφική εμπειρία, κι επιχειρεί μία αποτίμηση, με κριτικό και ανεπηρέαστο μάτι, της τρέχουσας κατάστασης της ελληνικής διανόησης.
Αγαπητέ Ζήση, είσαι πολύ γνωστός ως μεταφραστής: έχεις μεταφράσει πάνω από 70 έργα, θεωρητικά και λογοτεχνικά, από τέσσερις γλώσσες. Είσαι όμως και συγγραφέας που έχει δοκιμαστεί σε αρκετά είδη – δοκίμιο, αφορισμούς, μυθιστόρημα και νουβέλες (προσφάτως μάλιστα σε τίμησε για το σύνολο του έργου σου η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων). Πώς συγκατοικούν μέσα σου ο συγγραφέας και ο μεταφραστής;
Ως μεταφραστής χρειάστηκε να αντιμετωπίσω πολλά και ποικίλα προβλήματα, να ξεπεράσω πολλούς σκοπέλους, επειδή είχα να κάνω με τέσσερις γλώσσες, με την ιδιαίτερη ιστορικότητά τους φυσικά, αλλά και με το ιδίωμα, το σύμπαν των ιδεών, τους τρόπους γραφής και έκφρασης συγγραφέων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές τάσεις και ανήκουν σε ευρείς χώρους όπως η φιλοσοφία, οι επιστήμες του ανθρώπου και η λογοτεχνία. Υπήρχε όμως ανταμοιβή για όλον αυτόν τον κόπο, όχι βέβαια υλική, αλλά διανοητική και ηθική. Είναι μεγάλη χαρά, πρώτο, να πετυχαίνεις να μεταφέρεις ένα ξένο κείμενο στη γλώσσα σου ικανοποιητικά (τελειότητα δεν υπάρχει)· και δεύτερο, να καθιστάς για πρώτη φορά γνωστούς στη χώρα σου συγγραφείς και ιδέες. Αυτή τη δεύτερη χαρά την ένιωσα λίγες φορές, φερ’ ειπείν με τον Μάμφορντ, τον Κοϋρέ και τον Ελλύλ και, πιο πρόσφατα, με τον Σερζ Λατούς.
Όσο για τον δεύτερο «συγκάτοικο», τον συγγραφέα, αυτός υπήρξε ως τώρα επιφυλακτικός και διστακτικός, επηρεασμένος ίσως από τη βαριά σκιά που έριχναν πάνω του συγγραφείς τούς οποίους διάβαζε ή τους οποίους «μετέφερε» στα ελληνικά ως μεταφραστής. Ο συγγραφέας έχει στο συρτάρι του πολλά σχέδια και ιδέες και αρκετά ημιτελή ή πρόωρα σταματημένα άρθρα και βιβλία. Ελπίζω να μπορέσει να ολοκληρώσει κάτι απ’ όλα αυτά, τώρα που ο μεταφραστής έχει αποσυρθεί από το προσκήνιο εκών άκων. Δεν είναι εύκολη δουλειά, ιδίως όσον αφορά στο δοκίμιο, στο θεωρητικό κείμενο, διότι αντιπαθώ σφόδρα κάθε θεωρητικό λόγο που εκφέρεται πρόχειρα και αβασάνιστα, δίχως αναφορές και βιβλιογραφία, δίχως σαφήνεια, κριτική και αυτοκριτική, και που καταντά απλή ρητορεία, ήτοι μεγαλοστομία ή αερολογία.
Ποιες θα έλεγες ότι είναι οι διαμορφωτικές σου επιρροές;
Αφήνοντας κατά μέρος το σύμπαν της εμπειρίας, της καθημερινής πραγματικότητας ως μεταβαλλόμενης οντότητας που επηρεάζει ποικιλότροπα τον καθένα μας, θα επισημάνω ότι είμαι αυτοδίδακτος κατ’ ουσίαν, δεν είχα την τύχη να έχω καλούς καθηγητές-οδηγούς στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο. Έναν μόνο θυμάμαι, κι αυτός ήταν καθηγητής μου στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου! Τυπικά πάντως, σπούδασα νεοελληνική φιλολογία και φιλοσοφία στο ΑΠΘ. Άρα, «επηρεάστηκα» από διάφορους φίλους, με τους οποίους είχα κοινά ενδιαφέροντα και ψάχναμε μαζί μανιωδώς να βρούμε βιβλία να διαβάσουμε, επί παντός επιστητού. Οι συζητήσεις μας, που γίνονταν πριν ή μετά, κάτι άφηναν πάντα, έστω κι αν συνήθως κατέληγαν σε αδιέξοδο. Τώρα, όσον αφορά στους συγγραφείς, μού άρεσαν και με επηρέασαν, δεν ξέρω όμως σε ποιο βαθμό, από τη νεοελληνική ποίηση, και πάντα μεταξύ άλλων, ο Καβάφης, η γενιά του ’30, ο Αναγνωστάκης και ο Χριστιανόπουλος· από τη νεοελληνική λογοτεχνία ο Παπαδιαμάντης, οι πεζογράφοι της γενιάς του ’30, ο Ιωάννου και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης· από την ξένη λογοτεχνία, ο Ιούλιος Βερν, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Προυστ, ο Ντοστογιέφσκι και, από τους νεότερους, ο Μπέκετ και ο Μπέρνχαρντ· τέλος, από το θέατρο, ο Σαίξπηρ. Από την αρχαία ελληνική γραμματεία ξεχωρίζω τους τραγικούς ποιητές και τον Θουκυδίδη. Τώρα, όσον αφορά στη θεωρητική σκέψη, και αφού επισημάνω ότι πάντα τηρούσα κριτική στάση (και απόσταση) απέναντι σε αυτήν, θα παραλείψω τους κλασικούς στοχαστές, που φτάνουν ως το κατώφλι του εικοστού αιώνα, και θα αναφερθώ μόνο σε κάποιους σύγχρονους: στον Μαρκούζε, τον Χορκχάιμερ, τον Αντόρνο, τον Φρομ και τον Μπένγιαμιν, που κατατάσσονται στη λεγόμενη «Σχολή της Φρανκφούρτης»· στους γάλλους Ζακ Ελλύλ, Ζυλ Ντελέζ και Μισέλ Φουκώ, και ιδίως στον Κορνήλιο Καστοριάδη· από τους αγγλοσάξονες δεν θα μνημονεύσω κάποιο συγκεκριμένο όνομα, ωστόσο θα τονίσω ότι πάντοτε θαύμαζα κάποιους απ’ αυτούς και θα ήθελα να τους μοιάσω όσον αφορά στην εκπληκτική ικανότητά τους να συστηματοποιούν και να «κάνουν λιανά», δίχως να προδίδουν, τις σκέψεις άλλων. Το ίδιο ισχύει (αν και είναι φυσικά ανέφικτο πράγμα) και για κάποιους στοχαστές μεγάλου διαμετρήματος που μπόρεσαν να φτιάξουν κολοσσιαίες συνθέσεις, αντλώντας υλικό από περισσότερους από έναν κλάδους σκέψης, λ.χ. την ανθρωπολογία, τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, την τεχνική κτλ.: όπως ήταν ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, ο Λιούις Μάμφορντ, ο Λυν Θορντάικ, ο Γιόζεφ Νίνταμ, ο Αλεξάντρ Κοϋρέ, κ.ά. Τέλος, να σημειώσω ότι με ενδιαφέρουν και μου αρέσουν συγγραφείς που ανήκουν στο χώρο της «υψηλής εκλαΐκευσης» και οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν επιστημονικές θεωρίες και επιτεύγματα που αλλιώς θα έμεναν για πάντα απρόσιτα στον μη ειδήμονα αναγνώστη.
Ποια είναι η εμπειρία σου από αυτό που λέμε –μιας και δεν βρίσκω καλύτερη λέξη– «πνευματικό τοπίο» στην Ελλάδα των χρόνων που είσαι ενεργός, δηλαδή των τελευταίων τριάντα-σαράντα χρόνων;
Εδώ δεν θα αναφέρω ονόματα. Είχαμε στο παρελθόν αρκετούς καλούς λογοτέχνες και ποιητές – θεατρικούς συγγραφείς λιγότερους. Οι σημερινοί, οι νεότεροι, είναι πολύ κατώτεροι. Λόγου χάριν, ο οφειλόμενος στο διαδίκτυο ταχύτατος και ανεμπόδιστος πολλαπλασιασμός των ποιητών σήμερα, που αυτο- και αλληλο-λιβανίζονται συνεχώς, εκτός κριτικής και αυτοκριτικής, είναι θλιβερό φαινόμενο. Στο δοκίμιο τώρα, στον θεωρητικό λόγο, που με ενδιαφέρει περισσότερο, είχαμε και έχουμε χοντρικά τρεις κατηγορίες στοχαστών: α) Τους «αυτοδίδακτους» που θεωρούν ότι μπορούν να γράφουν για το καθετί δίχως αναφορές, δίχως βιβλιογραφία, δίχως στήριξη από άλλους και, κατά συνέπεια, σύγκριση με αυτούς. Τις περισσότερες φορές, αυτό καταντάει απλός βερμπαλισμός, δίχως βάθος και δίχως έρμα. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ανάμεσα στους τυφλούς κυριαρχεί ο μονόφθαλμος.) β) Τους «αυτοδίδακτους» που κάνουν ακριβώς το αντίθετο και που έχουν συνήθως να επιδείξουν σημαντικό έργο, πρωτότυπο ή/και μεταφραστικό. Είναι να απορεί κανείς με την ύπαρξή τους, σε μια χώρα και σε μία ιστορική στιγμή που δεν τους ευνοούν καθόλου. Δεν τους υποστηρίζει κανένας, δεν υπάρχει υλική ανταμοιβή για το μόχθο τους, δεν τους αποδέχονται παρά ελάχιστα, συνήθως τους αντιστρατεύονται, αυτοί όμως συνεχίζουν ακάματοι· και συχνά δεν υστερούν καθόλου σε σχέση με τους ξένους αντίστοιχους διανοητές. γ) Τους «ειδικούς», αυτούς που έχουν λάβει μια ειδική μόρφωση επί του αντικειμένου τους, και που είναι κατά κανόνα πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Θα τους χωρίσω σε τρεις υποκατηγορίες: 1. Είναι εκείνοι που μοιάζουν πολύ με την πρώτη κατηγορία των «αυτοδίδακτων» και που έχουν να επιδείξουν μεγάλο έργο και πολλές εμφανίσεις στα μίντια· ωστόσο, το έργο τους δεν αντέχει σε κριτική και πολλές φορές γελοιοποιήθηκαν όταν αποτόλμησαν να αναμετρηθούν θεωρητικά, σε συνέδρια π.χ., με ξένους αντίστοιχους «ειδικούς». Ευτυχώς, το είδος αυτό τείνει να εκλείψει. 2. Εκείνοι που θεωρούν ότι το καθήκον τους τελειώνει στο να επαναλαμβάνουν επ’ αόριστον και μονότονα κάποιες γνώσεις που απέκτησαν στο παρελθόν· είναι στείροι, θα έλεγα, άνθρωποι, με ελάχιστες προσλαμβάνουσες, σχεδόν ανεπίδεκτοι διαλόγου και αλληλεπίδρασης με άλλους. Το έργο τους είναι ισχνό και η επιρροή τους ελάχιστη. Και 3. Εκείνοι, λιγότεροι στον αριθμό από τους άλλους, που εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους, επεκτείνονται σε συναφή συνήθως πεδία κι έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογο έργο, πρωτότυπο ή μεταφραστικό. Μοιάζουν με τη δεύτερη κατηγορία των «αυτοδίδακτων», με τη διαφορά ότι αυτοί έχουν συνήθως τη βοήθεια και τις υποδομές που απαιτούνται για να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι τα πάνε καλά και συνεργάζονται με τους αυτοδίδακτους. Τουναντίον· η μάστιγα του διανοητικού επαρχιωτισμού δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες… Εν κατακλείδι πάντως, θα έλεγα ότι η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι και πολύ άσχημη, αν αναλογιστούμε σε τι χώρα, ποιου μεγέθους και ποιων δυνατοτήτων, ζούμε!