Του Αριστοτέλη Γ. Καλλή
Η ορφανή από ηγέτες Ελλάδα αναζητά ένα φως στο σκοτάδι του απολυταρχισμού, του νεοφασισμού και της ξενοκρατίας… Ένα νέο τοπίο διαμορφώνεται, που ακολουθεί ως προς την τεχνοτροπία τους κανόνες της νεκρής φύσης, όπου όλα βαίνουν καλώς (αποστασιοποιημένα και ελεγχόμενα) προς το χειρότερο… Όπου οι άνθρωποι-πολίτες απέναντι από τις ομάδες εκτέλεσης της αλήθειας, ακινητοποιημένοι (μονίμως χρεωμένοι), φτωχοποιημένοι και περιθωριοποιημένοι, νοιώθουν περισσότερο από ποτέ, μόνοι και ξένοι στον τόπο τους αναζητώντας το φως σε ένα καθεστώς θεσμοθετημένου σκότους, όπου η τεχνητή νοημοσύνη ατέχνως τους αντικαθιστά, τους προσπερνά, τους ακυρώνει και τέλος τους κατοχυρώνει στα νεκροζώντανα τάγματα εφόδου μιας αλαζονικής ιστορίας που αναζητά εναγωνίως αίμα αθώων, ως καύσιμη ύλη επιβίωσης της παραφροσύνης μιας αυταρχικής εξουσίας στρατολογημένων οπαδών, που καταστρέφουν μεθοδικά τον ζωτικό χώρο των υπολοίπων κάτω από μια ευκαιριακή σημαία που τονώνει την ύπαρξη τού ψυχικά ασθενούς ηγέτη… θύμα της μητρικής αμφισβήτησης των ικανοτήτων του…
Ηχεί πλέον ως σειρήνα σε εμπόλεμη ζώνη η προτροπή του… κυρίου Στουρνάρα, του Διοικητού της Τραπέζης Ελλάδος, προς τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες… όταν αναφωνεί επί σκηνής εκδικητικά το: «ας μεταναστεύσουν»… αν δεν τους αρέσει το σύστημα τεκμηρίων… που αφορά τη φορολόγηση και το οδυνηρό τέλος αυτών…
Κριτές λοιπόν οι εξ ορισμού (βάσει του Συντάγματος), κρινόμενοι.
Νεκροθάφτες του δημοσίου συμφέροντος, είρωνες, απάτριδες και κάλπικοι όπως οι λίρες αναγκαστικής εξαγοράς περιουσιών σε κατοχικές περιόδους, όπου γίνονται ιδιοκτήτες οι αρπαγές συνεργάτες και οι πρόθυμοι εκτελεστές του αυτονόητου.
Αυτή λοιπόν η Ελλάδα, που εξορίζει, ή που προτρέπει στην εξορία όσους προσπαθούν να επιβιώσουν, αυτή η Ελλάδα των επιφανών νταβατζήδων, των επί χρήμασι διακινητών της «αλήθειας» και της επιβολής του «δικαίου» κατά παραγγελίαν, αυτή η Ελλάδα που ξεπουλάει ό,τι φτιάχτηκε με κόπο και θυσίες από γενιές ολόκληρες, δεν είναι η δική μας Ελλάδα.
Στο βάθος της άλλοτε μεγαλοπρεπούς αιθούσης, οπού κοπρίζουν πλέον οι Βαυαροί κατακτητές, ζητείται ελπίς στην προκυμαία με το πλοίο πατρίς, καθώς κροταλίζουν τα πολυβόλα των ξένων στρατιωτών-επενδυτών, και ένας προς ένα πέφτει νεκρός μπροστά απ’ την μάντρα του ανακαινισμένου μνημείου στην Καισαριανή, τραγουδώντας τον Θούριο… του Ρήγα… έναντι ενός ακριβού ξενοδοχείου που υποδέχεται μετά φανών και λαμπάδων ξένους ηγέτες και σχεδιαστές-αγοραστές μεταλλαγμένων συνόρων σε τιμή ευκαιρίας.
Στο μεταξύ από τα κρεμασμένα ξύλινα ηχεία, της πλατείας Συντάγματος, ακούγεται σε ήχο δεύτερο ένα παλιό άσμα αναφοράς… ως μουσικό επιδόρπιο μιας συμφωνίας εγχόρδων, προς τιμήν του νεκρού πολεμιστή:
«Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει»