Με ειλικρίνεια και ενδοσκοπική διάθεση, ο Ζαχαρίας Μαυροειδής, λίγο πριν πατήσει τα σαράντα δημιουργεί τη δεύτερη ταινία του «Ο Απόστρατος», που παρουσιάστηκε τον Νοέμβρη του 2019 στη Θεσσαλονίκη, κερδίζοντας τα Βραβεία Κοινού και Νεότητας.
Με έναν ήρωα σε αναζήτηση ταυτότητας, που αντανακλά το πορτρέτο μιας ολόκληρης γενιάς που προσγειώθηκε βίαια στο πολεμικό πεδίο της κρίσης, αναμοχλεύει το παρελθόν, αναζητώντας απαντήσεις στη γενιά των παππούδων του.
Ο καλογυμνασμένος, ωραιόπληκτος τριαντάρης Άρης (Μιχάλης Σαράντης), μετά την επαγγελματική του αποτυχία, επιστρέφει «προσωρινά» στη μονοκατοικία του παππού του, στου Παπάγου, όπου έρχεται σε επαφή με τον ηλικιωμένο γείτονα Βάσο, που βρέθηκε στην ίδια γειτονιά χάρη στον στρατηγό παππού Αριστείδη, για «επανόρθωση της ιστορικής αδικίας», όπως αναφέρουν. Ανάμεσα σε παρτίδες τάβλι μ’ αυτόν τον «αμετανόητο συμμορίτη κομμουνιστή», κολλητό φίλο του παππού, ο Άρης αρχίζει να ψάχνει το σπίτι και να διαβάζει τα ημερολόγια και τα ιστορικά βιβλία του παππού, ανακαλύπτοντας πως με τον Βάσο ήταν συναγωνιστές στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ. Κάτω από το βάρος του άγνωστου παρελθόντος και της ανάγκης να φανεί αντάξιος, ανασύρει την αυθεντική στολή του στρατηγού, που την φορά σε αποκριάτικο πάρτι.
Ιστορικά στοιχεία της περιοχής μπλέκονται στην ταινία εύστοχα και νοσταλγικά με την άγνωστη αντιστασιακή ιστορία και το οδυνηρό παρόν της κρίσης, σε μια νέα κατάσταση, που απελευθερώνει προκαταλήψεις και ταμπού, με έμφαση στις έννοιες ηρωισμού και ανδρισμού, μέσα από εξαιρετικές σεναριακές ισορροπίες, αιχμηρό χιούμορ και εκπληκτικές ερμηνείες.
Συναντήσαμε τον Ζαχαρία σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη μαζί του.
Πώς ξεκίνησε ο «Απόστρατος»;
Είχα δει στο Βερολίνο τη θεατρική παράσταση «Τηλέμαχος should I Stay or should I Go?», μιας ομάδας νέων Ελλήνων ηθοποιών με ιστορίες της κρίσης, όπου ένας άνεργος συνειδητοποιούσε ότι πιο φριχτό από την οικονομική ανέχεια είναι η αλλαγή κοινωνικού περίγυρου. Ανέσυρα τότε μια ιστορία, που είχα γράψει πριν την κρίση, για κάποιον που αναγκάζεται να αποσυρθεί στο πατρικό του. Πολλοί νέοι της γενιάς μου, στην αρχή της κρίσης, μετακόμισαν στα κλειστά σπίτια των παππούδων. Ξαφνικά, τριαντάρηδες βρέθηκαν σ’ έναν παλιομοδίτικο χώρο, οικείο γιατί είχαν περάσει εκεί σαββατοκύριακα και γιορτές, με την αίσθηση όμως του προσωρινού, μέχρι να φύγουν. Αυτή η δραματική επανεκκίνηση αποτέλεσε την πρώτη ιδέα, που στη συνέχεια μπολιάστηκε από αφηγήματα κατοχής και εμφυλίου, που εκείνη την περίοδο τα συσχέτιζαν στο δημόσιο διάλογο με τις εξελίξεις.
Από την προηγούμενη ταινία σου «Ο Ξεναγός» (2011), δείχνεις ενδιαφέρον στην απόδοση του οικιστικού περιβάλλοντος όπου κινούνται οι πρωταγωνιστές. Στον «Απόστρατο», με τη χαρακτηριστική μονοκατοικία του ήρωα, καταγράφεις και την αρχιτεκτονική διάσταση του Παπάγου. Γιατί ειδικά αυτή την περιοχή;
Η αρχιτεκτονική διάσταση στις ταινίες μου σχετίζεται με τις σπουδές μου στην Αρχιτεκτονική. Θεωρώ πως έχει μεγάλη δραματουργική αξία πώς είναι μια πόλη και πώς κινούμαστε μέσα σ’ αυτή. Για την ξενάγηση αρχιτεκτόνων στα αξιοθέατα, στον «Ξεναγό», δίνεται έμφαση στην Πλάκα με τα Αναφιώτικα. Στου Παπάγου, που ιδρύθηκε από τον Αρχιστράτηγο Παπάγο, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου, υπήρχαν αρκετές χαρακτηριστικές παλιές μονοκατοικίες, με παραλλαγές τυποποιημένων κατόψεων, άλλες εγκαταλελειμμένες και άλλες υπό κατεδάφιση. Αυτή η γειτονιά, με την εσωστρέφεια της μικρής κλειστής κοινότητας που έχει περάσει και στις νεότερες γενιές, αποτελεί προσωπικό μου βίωμα, γιατί εκεί κατοικούσε ο παππούς μου, που ήταν αξιωματικός. Σ’ αυτό το παράξενο «στρουμφοχωριό», όπου παγώνει ο χρόνος, έχω ζήσει μικρός. Στα προσχέδια του σεναρίου, το σπίτι της ταινίας ήταν διπλοκατοικία, κάτω οι γονείς, πάνω ο παππούς. Όταν όμως αποφάσισα ότι ο πρωταγωνιστής θα κατοικούσε μονάχος, κατέληξα σε μονοκατοικία. Στην ταινία αναπλάθεται μια μυθική εικόνα του Παπάγου, όπως ήταν κάποτε. Στα κάδρα αποφεύγω τα μετά τη δεκαετία του ’70 κτίρια, έτσι, κάποια εξωτερικά γυρίστηκαν στη Φιλοθέη, που έχει διατηρήσει μια παλιά αντίστοιχη εικόνα.
Υπάρχει επιμελημένη σκηνογραφία και προσέγγιση μέσα από μετωπικά σταθερά πλάνα. Τι σηματοδοτούν οι αλλαγές στο σπίτι του παππού και γιατί η κάμερα στρέφεται σε αγάλματα, προτομές αλλά και σε ένα σαλιγκάρι;
Η επιβλητική ατμόσφαιρα της σκηνογραφίας του Αντώνη Δαγκλίδη θέλαμε να ανακαλεί το παρελθόν, αναβιώνοντας ένα χώρο κλειστό εδώ και χρόνια. Η δραματουργική αξία των χώρων αναδεικνύεται μέσα από τα κάδρα της φωτογράφου Ζωής Μαντά. Το σπίτι γίνεται ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας και αποτελεί αντανάκλαση του παππού μέσα στην ιστορία, ενώ η οπτική γωνία πολλών πλάνων δίνει την αίσθηση ότι το σπίτι παρακολουθεί το δράμα του πρωταγωνιστή. Τα στατικά και συμμετρικά κάδρα υποδηλώνουν απάθεια, εμποτίζοντας το περιεχόμενο με σαρκασμό.
Στου Παπάγου, όπου γυρίσεις το κεφάλι βλέπεις και μια προτομή, σύμβολο της έννοιας του ηρωισμού. Πώς κατασκευάζονται οι ήρωες, πόσο αληθινοί είναι, αν είναι χρήσιμοι ή επιβλαβείς σε μια κοινωνία, αλλά και τι καθιστά κάποιον ήρωα σήμερα είναι θέματα που διαπραγματεύεται η ταινία. Πριν ο πρωταγωνιστής πάει στο μασκέ πάρτι, μεσολαβεί πλάνο με την προτομή του Κολοκοτρώνη και ένα σαλιγκάρι πάνω στο αμάξι, ως άλλο ένα σύμβολο ηρωισμού, που συμπυκνώνει σπίτι, ασπίδα αλλά και άμυνα.
Η αφίσα της ταινίας μοιάζει με το παλιό παιχνίδι όπου αλλάζεις χάρτινες φορεσιές και κουστούμια σε κούκλα. Πώς συσχετίζεις τη στρατιωτική στολή;
Ένας φίλος έλεγε ότι τα ρούχα μας είναι σαν ένα κουστούμι. Μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα για την κοινωνική τάξη και την πολιτική ιδεολογία από την αμφίεση κάποιου. Ό,τι και να φοράμε είναι μια στολή που εκπέμπει σήματα, που προσλαμβάνουμε με βάση το δικό μας υπόβαθρο. Όλα σχετίζονται με την έννοια της ταυτότητας, πώς αλλάζουμε ταυτότητα στην καθημερινότητά μας, στην κοινωνική μας ζωή.
Όλα αυτά οδηγούν σε μια νέου τύπου ιστορική συμφιλίωση;
Η έννοια του ανδρισμού στη σύγχρονη κοινωνία χτίζεται με τα ίδια υλικά σε δεξιά και αριστερά, σε πλούσιους ή φτωχούς. Αν η ταινία καταφέρει να αναδείξει μια κοινή αχίλλειο πτέρνα σε πολιτικό και ταξικό φάσμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια συμφιλιωτική πράξη.
Τι σηματοδοτεί το συγκεκριμένο επάγγελμα του πρωταγωνιστή και γιατί αυτός υιοθετεί κάποια χούγια του παππού του;
Το επάγγελμα του εισαγωγέα μηχανών εσπρέσο αποτελεί σαρκασμό της ελληνικής επιχειρηματικότητας, στα χρόνια της κρίσης, αφού πολλοί άνοιξαν καφετέριες για να επιβιώσουν.
Στο σπίτι του παππού ο πρωταγωνιστής μένει προσωρινά, γρήγορα όμως το προσωρινό γίνεται μόνιμο. Σιγά-σιγά οικειοποιείται τον χώρο και χρησιμοποιεί αντικείμενα του παππού, που απέφευγε αρχικά, επιδιώκοντας να προσεγγίσει το φάντασμά του. Διερευνώ πόσο το περιβάλλον καθορίζει ποιοι είμαστε. Αν πήγαινε κάπου αλλού, θα είχε διαφορετική εξέλιξη.
Η καθυστερημένη ενηλικίωση αλλά και η πολιτική συνειδητοποίηση του ήρωα συνθέτουν το ψυχολογικό πορτρέτο μιας ολόκληρης γενιάς τριαντάρηδων. Εμπλέκονται και προσωπικά σου στοιχεία;
Από την εποχή της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και περίπου ένα χρόνο μετά, που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, ένιωσα ότι μπήκαμε σε μια επώδυνη διαδικασία πολιτικής ενδοσκόπησης. Κάποιοι ενηλικιωθήκαν μέσα από αυτό, κάποιοι απλώς απέκτησαν πολιτική ταυτότητα. Η πολιτικοποίηση όμως δεν είχε για όλους το ίδιο βάθος. Προσπαθώντας με αυτοκριτική διάθεση να βρω την πολιτική μου θέση σε ό,τι συνέβαινε, ήρθα αντιμέτωπος με τους παππούδες μου και τις πολιτικές τους διαδρομές μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που έγιναν, σε δεύτερο χρόνο με την πολιτική κληρονομιά των γονιών μου, που ανήκουν στην ευρύτερη γενιά του Πολυτεχνείου και σε τρίτο επίπεδο, με τη δική μου γενιά, όπου ένα μεγάλο κομμάτι δεν έχει γνώση για τον εμφύλιο και παλεύει να διαχειριστεί το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο με τελείως διαφορετικά εφόδια. Αυτό αποτέλεσε το προσωπικό κίνητρο να μιλήσω γι’ αυτή τη γενιά, γι’ αυτή την ιστορία.
Γιατί τοποθετείς την ταινία σου στο 2012;
Το 2011 προς 2012 ήταν κομβική χρονιά με ραγδαίες αλλαγές. Η χώρα άλλαξε δημοσκοπικά, κατέρρευσε το ΠΑΣΟΚ, ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή, αλλά και ιδεολογικά, υπήρξαν μεγάλες μετακινήσεις ψηφοφόρων. Η αναζήτηση ταυτότητας του πρωταγωνιστή συμπίπτει με μια κοινωνία που επίσης αναζητά την πολιτική της ταυτότητα. Όσο έγραφα το σενάριο το 2013 προς 2014, ένας διαρκής πειρασμός ήταν να μεταφέρω τις εξελίξεις στο κέντρο της πόλης και σε πολλά προσχέδια έμπαινε ο απόηχος των «αγανακτισμένων». Αυτά όμως βγήκαν από την ιστορία, πλην ενός κομβικού γεγονότος, γιατί κατάλαβα πως αν συμβάδιζα με την επικαιρότητα, αυτόματα γινόμουν ανεπίκαιρος. Η επικαιρότητα έχει νόημα να εισβάλλει στη ροή μιας αφήγησης, όταν επηρεάζει το συναισθηματικό ταξίδι των χαρακτήρων. Κάποιος τόνισε ότι δεν αντέχει άλλη ταινία με την εικόνα του Παπανδρέου στο Καστελόριζο κι αυτό μου λειτούργησε ως καμπανάκι. Στα προσχέδια του σεναρίου, η επικαιρότητα ήταν παρούσα μέσω του πατέρα που πήγαινε ανελλιπώς στις διαδηλώσεις και απογοητευόταν που ο τριαντάρης γιος δεν ακολουθούσε. Αυτή η δευτερεύουσα σύγκρουση επισκίαζε τη σύγκρουση παππού-εγγονού, οπότε περιορίστηκε ο ρόλος του πατέρα και βγήκε όλο το κομμάτι της γενιάς του Πολυτεχνείου που έφερε νέες αξίες και ήρθε σε πολλά επίπεδα σε σύγκρουση με τη γενιά του Παγκόσμιου Πολέμου, που είχε τελείως διαφορετικά ιδανικά.
Πιστεύεις ότι η ανακάλυψη ενός ιστορικού παρελθόντος θα βοηθήσει τη νέα γενιά να συνειδητοποιηθεί και πολιτικά; Γιατί επιλέγεις να αναφερθείς στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΚΚΑ του στρατηγού Δημητρίου Ψαρρού;
Πολιτικά και ιδεολογικά, η βενιζελική ΕΚΚΑ βρισκόταν ανάμεσα σε ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Όντας αδύνατον να παραμείνει μετριοπαθής σε εμφυλιακή συνθήκη, κατέληξε σε μια τραγική διάλυση: ένα κομμάτι προσκολλήθηκε στο ΕΑΜ, άλλο αποστρατεύτηκε και κάποιοι πήγαν τέρμα δεξιά και έγιναν Ταγματασφαλίτες.
Οι αποσπασματικές ιστορικές πληροφορίες της ταινίας δεν μπορούν να καλύψουν τα ιστορικά κενά κάποιου, μπορεί όμως να αποτελέσουν κίνητρο περαιτέρω αναζήτησης, για τον ελληνικό εμφύλιο. Προφανώς έχει αξία να γνωρίζουμε το ιστορικό παρελθόν μας, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι το παρελθόν αυτό είναι προϊόν μιας αφήγησης.
«Δεξιά και ενοχές πάνε πακέτο, δεξιά χωρίς ενοχές ίσον φασισμός» δηλώνει ο πατέρας του ήρωα…
Ο χαρακτήρας του πατέρα προσδιορίζει τη γραμμή ανάμεσα σε δεξιούς και φασίστες. Η ατάκα αυτή αναφέρεται σε ένα μετεμφυλιακό ιστορικό πλαίσιο, όπου η αριστερά υπέφερε τα πάνδεινα από τη δεξιά και το παρακράτος της. Σε εκείνη την περίοδο, όσοι ήταν με το μέρος των νικητών και δεν ένιωθαν υποτυπώδεις ενοχές για όσα συνέβαιναν στους ηττημένους, ήταν φασίστες.
Πώς επέλεξες τους ηθοποιούς και πώς δούλεψες μαζί τους;
Εξαρχής σκεφτήκαμε τους Γιώτα Φέστα και Άκη Σακελλαρίου για τους ρόλους των γονιών, γιατί έχουν ένα χιούμορ ταιριαστό με το ύφος της ταινίας. Η Γιώτα δεν έχει κλασική πατίνα Ελληνίδας μάνας, φέρνει αέρα ανεξάρτητης γυναίκας, με κάτι κοριτσίστικο, γιατί ουσιαστικά παίζει δυο ρόλους, τη μάνα του πρωταγωνιστή και την κόρη του παππού. Ο Άκης έχει κάτι αβίαστα μοντέρνο. Ήθελα έναν πατέρα που να μπορεί να υπερασπιστεί ότι ακόμη παλεύει. Είναι τεράστια τιμή να συνεργάζομαι με την Ξένια Καλογεροπούλου, που ενσαρκώνει μια μητριαρχική φιγούρα που θέλει να τιμήσει τη μνήμη του αδερφού της, ενώ λυγάει μπρος στην ομοιότητα παππού και εγγονού. Ο Μιχάλης Σαράντης, στο ρόλο του πρωταγωνιστή, έχει βαθιά συγγένεια με τον χαρακτήρα, σαν ιγκουάνα που αλλάζει έκφραση και αύρα με φυσικό τρόπο. Από ευαίσθητο και ανασφαλές αγόρι, μεταμορφώνεται σε κακομαθημένο γιο, με κορμοστασιά κυρίαρχου άντρα. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου εκπροσωπεί τη γενιά των ανθρώπων της Αριστεράς που υπέστη τα πάνδεινα. Γνώριζε καλά αυτό τον χαρακτήρα, σαν βίωμα. Είχε δύσκολες σκηνές-παγίδα, που αν δεν τις ερμήνευε καλά θα μπορούσε να καταρρεύσει όλη η ταινία.
Για μεγάλο διάστημα έκανα συναντήσεις κατ’ ιδίαν με τους ηθοποιούς, μαζί διορθώναμε ατάκες, γιατί ήθελα να κουμπώσουν οι ρόλοι με τους χαρακτήρες. Εξάλλου δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για πρόβες. Οι συζητήσεις που προηγήθηκαν ήταν σημαντικό εφόδιο, γιατί καθένας ήξερε τι θα έκανε.
Μίλησέ μας για την πρωτότυπη μουσική της ταινίας, αλλά και για τον «Λεβέντη» του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί δείχνεις τον πρωταγωνιστή να ακούει Αντώνη Βαρδή;
Το ρεπερτόριο του Βαρδή φέρει μια ποιότητα «μπάσταρδη», ανάμεσα σε έντεχνο και σκυλάδικο και λειτουργεί ως αυτοσαρκασμός για τον χαρακτήρα. Οι στίχοι για αντρισμό και λεβεντιά από τον «Λεβέντη» συνδέονται με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης σκηνής που ακούγεται. Με τον ανερχόμενο μουσικοσυνθέτη Θοδωρή Ρέγκλη (τρέιλερ ταινίας «Παράσιτα») γνωριστήκαμε με αφορμή τον «Απόστρατο», δουλέψαμε σπίτι του με τα φοβερά προγράμματα που σου παρέχουν ό,τι όργανο θέλεις, οπότε θυμήθηκα και το δικό μου παρελθόν στο Μουσικό Λύκειο Παλλήνης. Του έδωσα για μουσικό οδηγό το «La gnossienne» του Ερίκ Σατί, και μου έπαιξε στο πιάνο ένα δείγμα γραφής με ρεμπέτικη ασαφή αίσθηση, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίσιμη. Με κέρδισε η ελληνικότητα που έβαλε στον Σατί. Επίσης ήθελα εξαρχής τον «Λεβέντη», με το χαρακτηριστικό μαντολίνο, αλλά και ένα είδος εμβατηρίου για να παραπέμπει στο στρατιωτικό χαρακτήρα της γειτονιάς του Παπάγου. Ο Ρέγκλης κατάφερε να ενώσει ενορχηστρωτικά και μουσικά και τους τρεις αυτούς πόλους.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]