Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου. Όχι άλλες ψευδαισθήσεις, «επιστροφή δεν θα υπάρξει». Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίσουμε είναι να μοιράσουμε τουλάχιστον δίκαια τη φτώχεια μας.
Είναι η μεγαλύτερη, η ουσιαστική, επανάσταση που απαιτείται σήμερα από όποια πραγματική ή δυνητική Αριστερά, η οποία οφείλει να προετοιμάσει τον κόσμο για το κακοτράχαλο αλλά μοναδικό δρόμο που ανοίγεται μπροστά του.
«Να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας», είναι ένας μίνιμουμ στόχος που ηχεί μαξιμαλιστικά στη μίζερη και άδικη συνθήκη που ζούμε γιατί δεν είναι ούτε τόσο ελκυστικός, ούτε τόσο εύκολος και, βεβαίως, ούτε καν επιθυμητός για ορισμένους, αλλά είναι η μόνη στέρεη βάση για να σταθεί στα πόδια της μια ανθρώπινη κοινότητα, να δώσει ένα νόημα στους αγώνες της και στις θυσίες της. Όποιοι πάνε να πουλήσουν άλλες ελπίδες, όποιοι υπόσχονται μια επιστροφή στην παλιά «ευημερία» (για ποιους και για πόσους;) είτε εθελοτυφλούν είτε ναρκοθετούν συνειδητά το πρώτιστο μέλημα: την άρση της συστημικής αδικίας.
Αυτό το μέλημα παρακάμπτεται συνήθως με δύο τρόπους: α) είτε «επαναστατικά» με τη δογματική παραπομπή και εξάχνωσή του σ’ ένα αόρατο χιλιαστικό «μέλλον», β) είτε φαλκιδευόμενο από τις ωμά πραγματιστικές μεθόδους μιας τεχνοκρατικής πολιτικής που θεοποιεί την αξιακά «ουδέτερη», δηλαδή κενή ηθικού περιεχομένου, οικονομική «αποτελεσματικότητα».
Βήμα πρώτο λοιπόν, μιας δυνητικής Αριστεράς μέσα σ’ αυτή τη γκρίζα ηθική ουδετερότητα, είναι η αναγνώριση του εχθρού. Πίσω από όλους αυτούς τους «ρεαλιστές» και οψίμως καινοτόμους πολιτικούς των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων», που βγαίνουν και καταγγέλλουν το «σπάταλο» κράτος, τη «γραφειοκρατία», τις «αντιαναπτυξιακές αγκυλώσεις», τον επάρατο «δημόσιο τομέα», πίσω από τις ποιητικά δονούμενες αποστροφές της πεφωτισμένης δεξιάς εναντίον του «χτες» και υπέρ του θαυματουργού ελληνικού δαιμονίου του «επιχειρείν», ορύεται ο επελαύνων κρατικοδίαιτος «αντικρατισμός» της νεωτεριστικής ελληνικής ατσιδοσύνης και του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονιστικού λαϊκισμού, μιας ιδεολογίας που ανέκαθεν ανοιγοκλείνει μαυλιστικά τις πύλες ενός απατηλά πολυσυλλεκτικού παραδείσου- προορισμένου, στην πραγματικότητα, για τους ολίγους, τους «ξύπνιους» τους αδίστακτους, τους οικονομικούς δολοφόνους της χώρας.
Και αντιστρόφως, πίσω από τους «αντιμνημονιακούς» μοντερνικούς βρυκόλακες του εθνικολαϊκισμού, που ξεχύνονται μέσ’ από τις πληγές της σακατεμένης Αθήνας εμφανιζόμενοι ως υπερασπιστές των ανήμπορων γερόντων τσακίζοντας τα κεφάλια φτωχών ανθρώπων και την κοινή λογική, πίσω από τους ανιστόρητους νεοβάρβαρους και τους ανελλήνιστους υπερέλληνες που καταγγέλλουν τις «ξένες» αγορές και τους «ξένους» γενικώς και αορίστως, οργανώνονται οι εντόπιοι πρωταγωνιστές της «δικής μας» αγοράς και της δικής μας αθλιότητας- οι «αξιοποιητές» του σώματος και του αίματος μιας ξεπουπουλιασμένης «πατρίδας», αυτοί οι ίδιοι που στην «αντίπαλη» εκσυγχρονιστική εκδοχή τους χαρακτηρίζουν ανερυθρίαστα το δικό τους πελατειακό κράτος ως την «τελευταία σοβιετική δημοκρατία της Ευρώπης»!
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το παλαιό εκείνο δίλημμα «Ελλάς: Ανατολή ή Δύση;» επανέρχεται με την πρόσφατη αντιμαχία «εκσυγχρονισμού»-«λαϊκισμού», όπου συστημικά αγκυρωμένες προνομιούχες ομάδες, θηριώδη οικονομικά λόμπυ και παραδοσιακοί εθνοσυντεχνιάρχες εμφανίζονται αμύντορες κάποιων «λαϊκών κεκτημένων» τα οποία στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται απ’ αυτούς ως ασπίδα των δικών τους συμφερόντων και, από την άλλη, οι προσχηματικοί τους αντίπαλοι, οι μνημονιακοί «μεταρρυθμιστές» αναπαράγουν παραλλαγμένη την ίδια ρητορική διάζευξη: Ευρωπαϊσμός ή αντιευρωπαϊσμός» «Ευρώ ή Δραχμή».
Τελευταία επιχειρείται ή υπέρβαση των προαναφερόμενων πόλεων με την επανεισαγωγή στη συζήτηση της «κεντρώας» θεωρίας σχετικά με την περιβόητη «συνάντηση των άκρων», μιας θεωρίας η οποία καταλήγει στη βολικά εξαπλουστευτική εξομοίωση φασισμού- κομμουνισμού. Αυτή η εργαλειακή αφήγηση περί του «φαιοκόκκινου ολοκληρωτισμού», συντονισμένα επιχορηγούμενη -μεταφορικά και κυριολεκτικά- και προωθούμενη από αστέρες του μοδάτου ρεύματος των «αναθεωρητών της ιστορίας», στοχεύει εναντίον όλων των, ευλόγως υπό τις παρούσες συνθήκες, αναμενόμενων μορφών κοινωνικής διαμαρτυρίας, εγγράφοντάς τες συλλήβδην στη σφαίρα του λαϊκισμού, και χρωματίζει έντονα πλέον ολόκληρο το φάσμα των κυρίαρχων ΜΜΕ και της ενσωματωμένης σ’ αυτά διανόησης.
Από την οπτική σκοπιά του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος, η κοινωνική διαμαρτυρία, η κριτική στάση, ακόμη και η ηθική ένσταση απέναντι στο υπαρκτό κακό και τη χειροπιαστή χοντρόπετση αδικία ή τη νομότυπη ανομία, εμφανίζεται ως συστατικό ενός δεξιόστροφου ή αριστερόστροφου εθνικολαϊκισμού. Ετσι, το ίδιο το «αντιστασιακό φρόνημα»( όπως χλευαστικά αποκαλείται αυτό τούτο το ζωτικό νεύρο κάθε κοινωνίας) βάλλεται επιστημονικώ τω τρόπω είτε διαμέσου ενός «απομυθευτικού» πανεπιστημιακού λόγου που τοποθετεί κάθε κοινωνιοκεντρικό αίτημα δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και αυτονομίας κάτω από το μικροσκόπιο της «πολιτικής ορθότητας» για να το εναποθηκεύσει στο χώρο του πολιτικά «ανέφικτου» είτε το εγκλωβίζει στην «υπεύθυνη» και «ρεαλιστική» πολιτική- η οποία, ως γνωστόν, είναι πάντα η «τέχνη του εφικτού».
Στο σημείο αυτό, όμως, θα πρέπει να επισημανθεί μια εσωτερική αντίφαση των τυπικών εκφραστών αυτού του ρεύματος, ένα είδος αυτοαναίρεσης όπως αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι ακόμη και οι πιο φανατικοί εστέτ της ορθοπολιτικής καθαρότητας, οι πιο ακραιφνείς πολέμιοι του λαϊκισμού δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν το άλμα που θα τους έβγαζε έξω από την εικόνα που σχετλιαστικά περιγράφουν. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ο σκιώδης πλην όμως πραγματικός πρωταγωνιστής και ενσαρκωτής της «ρεαλιστικής πολιτικής», ο ψυχρός «λογιστής» Σημίτης, δεν στάθηκε τελικά ικανός ν’ αντισταθεί στη σαγήνη του λαϊκισμού: παραμυθιάστηκε και, με τη σειρά του, παραμύθιασε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες ολόκληρη την εν εξάρσει και εν εκστάσει προθύμως- είναι η αλήθεια- μελλοθάνατη χώρα σαν τον κοινότερο λαϊκιστή πολιτικάντη.
Εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που μας αφορά όλους θα θέλαμε να καλέσουμε τώρα όσους αλαφιάστηκαν από την «άνοδο της δημαγωγίας» και επισείουν τον κίνδυνο των «άκρων», να προχωρήσουν ένα βήμα ακόμα τη σκέψη τους και να προβληματιστούν λιγάκι πιο επώδυνα κοιτώντας βαθιά μέσα τους: Τι σημαίνει, λοιπόν, στην πραγματικότητα η κεντρώα καραμέλα «τα άκρα συναντώνται»; Σημαίνει ότι όταν συναντώνται δεν υπάρχει κέντρο- σε περιόδους κρίσης το κέντρο εξαερώνεται αφομοιούμενο προς τα συγκρουόμενα (και όχι βέβαια «συνεργαζόμενα») άκρα.
Η περίφημη «συνάντηση» των άκρων σημαίνει σύγκρουση των άκρων. Και τότε έχεις πρόβλημα δημοκράτη μου! Γιατί κάποτε φτάνει η στιγμή που πρέπει κανείς, πέρα από τις δημαγωγικές καταγγελίες της «δημαγωγίας», να κάνει ενώπιος ενωπίω τις κρίσιμες επιλογές του, ν’ αποφασίσει σε τι θεό πιστεύει, τι θέλει και τι δεν θέλει- και ν’ απαντήσει στο ερώτημα: Εσύ που μιλάς με τόση αποστροφή για τα «άκρα», πού πατάς τελικά; Δηλαδή με ποια πλευρά είσαι; Ένα, όντως, ανοίκειο κι επικίνδυνα πολωτικό ερώτημα, αλλά δυστυχώς κάποτε αναπόφευκτο. Οι πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απάντησαν όπως απάντησαν, για ν’ αποδειχτεί -άλλη μια φορά- η αλήθεια που συνοψίζεται επιγραμματικά στη φράση του Δημήτρη Σεβαστάκη: «Η αστική δημοκρατία έχει έναν κεντρικό εχθρό: την αστική δημοκρατία».
Το γεγονός, τώρα, ότι ο φασισμός γίνεται το όπιο των δυστυχισμένων, δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να θεμελιώνει, να θωρακίζει, να εξαγιάζει την εξουσία των ολίγων- όμως τελικά έτσι γίνεται στην πράξη, όσο κι αν αυτό θλίβει κάποιες ευγενικές ψυχές της αστικής δημοκρατίας. Διότι αυτά είναι τα δεδομένα, αυτά είναι τα «άκρα» με τα οποία έχουμε να κάνουμε- και είναι ασυμφιλίωτα. Όποιος, λοιπόν, θέλει να μιλάει για το φασισμό, ας μιλήσει πρώτα για τον καπιταλισμό, όπως θα έλεγε ο Χόρκχάϊμερ.
Και για όσους διερμηνεύουν κατά το δοκούν το ιστορικό παράδειγμα της Βαϊμάρης υπενθυμίζουμε ότι κατά τον Μεσοπόλεμο οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές δυνάμεις ήταν αυτές ακριβώς που «αυτοκτόνησαν» τη δημοκρατία τους, στριμώχνοντας τις γερμανικές μάζες στην απόγνωση και σπρώχνοντάς τες στην άβυσσο. Αυτές οι ίδιες δυνάμεις που προγράφουν σήμερα εν ψυχρώ το ένα τρίτο (για την ώρα) του παγκόσμιου πληθυσμού ως περισσευούμενο και περιττό για το «δημιουργικά» καταστροφικό «πρόγραμμά» τους, βρίσκουν εν Ελλάδι τους απολογητές του «ορθολογισμού» τους στους μυθολόγους της λεγόμενης σύγκλισης των «άκρων», οι οποίοι απαξιώνουν κάθε ένσταση σ’ αυτή τη φρίκη ως «λαϊκισμό», χαρίζοντας, έτσι, τον λαό στους φασίστες, το έθνος στους εθνικιστές και το Δημόσιο στους ιδιώτες.
«Να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας», είναι ένας μίνιμουμ στόχος που ηχεί μαξιμαλιστικά στη μίζερη και άδικη συνθήκη που ζούμε γιατί δεν είναι ούτε τόσο ελκυστικός, ούτε τόσο εύκολος και, βεβαίως, ούτε καν επιθυμητός για ορισμένους, αλλά είναι η μόνη στέρεη βάση για να σταθεί στα πόδια της μια ανθρώπινη κοινότητα, να δώσει ένα νόημα στους αγώνες της και στις θυσίες της. Όποιοι πάνε να πουλήσουν άλλες ελπίδες, όποιοι υπόσχονται μια επιστροφή στην παλιά «ευημερία» (για ποιους και για πόσους;) είτε εθελοτυφλούν είτε ναρκοθετούν συνειδητά το πρώτιστο μέλημα: την άρση της συστημικής αδικίας.
Αυτό το μέλημα παρακάμπτεται συνήθως με δύο τρόπους: α) είτε «επαναστατικά» με τη δογματική παραπομπή και εξάχνωσή του σ’ ένα αόρατο χιλιαστικό «μέλλον», β) είτε φαλκιδευόμενο από τις ωμά πραγματιστικές μεθόδους μιας τεχνοκρατικής πολιτικής που θεοποιεί την αξιακά «ουδέτερη», δηλαδή κενή ηθικού περιεχομένου, οικονομική «αποτελεσματικότητα».
Βήμα πρώτο λοιπόν, μιας δυνητικής Αριστεράς μέσα σ’ αυτή τη γκρίζα ηθική ουδετερότητα, είναι η αναγνώριση του εχθρού. Πίσω από όλους αυτούς τους «ρεαλιστές» και οψίμως καινοτόμους πολιτικούς των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων», που βγαίνουν και καταγγέλλουν το «σπάταλο» κράτος, τη «γραφειοκρατία», τις «αντιαναπτυξιακές αγκυλώσεις», τον επάρατο «δημόσιο τομέα», πίσω από τις ποιητικά δονούμενες αποστροφές της πεφωτισμένης δεξιάς εναντίον του «χτες» και υπέρ του θαυματουργού ελληνικού δαιμονίου του «επιχειρείν», ορύεται ο επελαύνων κρατικοδίαιτος «αντικρατισμός» της νεωτεριστικής ελληνικής ατσιδοσύνης και του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονιστικού λαϊκισμού, μιας ιδεολογίας που ανέκαθεν ανοιγοκλείνει μαυλιστικά τις πύλες ενός απατηλά πολυσυλλεκτικού παραδείσου- προορισμένου, στην πραγματικότητα, για τους ολίγους, τους «ξύπνιους» τους αδίστακτους, τους οικονομικούς δολοφόνους της χώρας.
Και αντιστρόφως, πίσω από τους «αντιμνημονιακούς» μοντερνικούς βρυκόλακες του εθνικολαϊκισμού, που ξεχύνονται μέσ’ από τις πληγές της σακατεμένης Αθήνας εμφανιζόμενοι ως υπερασπιστές των ανήμπορων γερόντων τσακίζοντας τα κεφάλια φτωχών ανθρώπων και την κοινή λογική, πίσω από τους ανιστόρητους νεοβάρβαρους και τους ανελλήνιστους υπερέλληνες που καταγγέλλουν τις «ξένες» αγορές και τους «ξένους» γενικώς και αορίστως, οργανώνονται οι εντόπιοι πρωταγωνιστές της «δικής μας» αγοράς και της δικής μας αθλιότητας- οι «αξιοποιητές» του σώματος και του αίματος μιας ξεπουπουλιασμένης «πατρίδας», αυτοί οι ίδιοι που στην «αντίπαλη» εκσυγχρονιστική εκδοχή τους χαρακτηρίζουν ανερυθρίαστα το δικό τους πελατειακό κράτος ως την «τελευταία σοβιετική δημοκρατία της Ευρώπης»!
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το παλαιό εκείνο δίλημμα «Ελλάς: Ανατολή ή Δύση;» επανέρχεται με την πρόσφατη αντιμαχία «εκσυγχρονισμού»-«λαϊκισμού», όπου συστημικά αγκυρωμένες προνομιούχες ομάδες, θηριώδη οικονομικά λόμπυ και παραδοσιακοί εθνοσυντεχνιάρχες εμφανίζονται αμύντορες κάποιων «λαϊκών κεκτημένων» τα οποία στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται απ’ αυτούς ως ασπίδα των δικών τους συμφερόντων και, από την άλλη, οι προσχηματικοί τους αντίπαλοι, οι μνημονιακοί «μεταρρυθμιστές» αναπαράγουν παραλλαγμένη την ίδια ρητορική διάζευξη: Ευρωπαϊσμός ή αντιευρωπαϊσμός» «Ευρώ ή Δραχμή».
Τελευταία επιχειρείται ή υπέρβαση των προαναφερόμενων πόλεων με την επανεισαγωγή στη συζήτηση της «κεντρώας» θεωρίας σχετικά με την περιβόητη «συνάντηση των άκρων», μιας θεωρίας η οποία καταλήγει στη βολικά εξαπλουστευτική εξομοίωση φασισμού- κομμουνισμού. Αυτή η εργαλειακή αφήγηση περί του «φαιοκόκκινου ολοκληρωτισμού», συντονισμένα επιχορηγούμενη -μεταφορικά και κυριολεκτικά- και προωθούμενη από αστέρες του μοδάτου ρεύματος των «αναθεωρητών της ιστορίας», στοχεύει εναντίον όλων των, ευλόγως υπό τις παρούσες συνθήκες, αναμενόμενων μορφών κοινωνικής διαμαρτυρίας, εγγράφοντάς τες συλλήβδην στη σφαίρα του λαϊκισμού, και χρωματίζει έντονα πλέον ολόκληρο το φάσμα των κυρίαρχων ΜΜΕ και της ενσωματωμένης σ’ αυτά διανόησης.
Από την οπτική σκοπιά του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος, η κοινωνική διαμαρτυρία, η κριτική στάση, ακόμη και η ηθική ένσταση απέναντι στο υπαρκτό κακό και τη χειροπιαστή χοντρόπετση αδικία ή τη νομότυπη ανομία, εμφανίζεται ως συστατικό ενός δεξιόστροφου ή αριστερόστροφου εθνικολαϊκισμού. Ετσι, το ίδιο το «αντιστασιακό φρόνημα»( όπως χλευαστικά αποκαλείται αυτό τούτο το ζωτικό νεύρο κάθε κοινωνίας) βάλλεται επιστημονικώ τω τρόπω είτε διαμέσου ενός «απομυθευτικού» πανεπιστημιακού λόγου που τοποθετεί κάθε κοινωνιοκεντρικό αίτημα δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και αυτονομίας κάτω από το μικροσκόπιο της «πολιτικής ορθότητας» για να το εναποθηκεύσει στο χώρο του πολιτικά «ανέφικτου» είτε το εγκλωβίζει στην «υπεύθυνη» και «ρεαλιστική» πολιτική- η οποία, ως γνωστόν, είναι πάντα η «τέχνη του εφικτού».
Στο σημείο αυτό, όμως, θα πρέπει να επισημανθεί μια εσωτερική αντίφαση των τυπικών εκφραστών αυτού του ρεύματος, ένα είδος αυτοαναίρεσης όπως αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι ακόμη και οι πιο φανατικοί εστέτ της ορθοπολιτικής καθαρότητας, οι πιο ακραιφνείς πολέμιοι του λαϊκισμού δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν το άλμα που θα τους έβγαζε έξω από την εικόνα που σχετλιαστικά περιγράφουν. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ο σκιώδης πλην όμως πραγματικός πρωταγωνιστής και ενσαρκωτής της «ρεαλιστικής πολιτικής», ο ψυχρός «λογιστής» Σημίτης, δεν στάθηκε τελικά ικανός ν’ αντισταθεί στη σαγήνη του λαϊκισμού: παραμυθιάστηκε και, με τη σειρά του, παραμύθιασε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες ολόκληρη την εν εξάρσει και εν εκστάσει προθύμως- είναι η αλήθεια- μελλοθάνατη χώρα σαν τον κοινότερο λαϊκιστή πολιτικάντη.
Εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που μας αφορά όλους θα θέλαμε να καλέσουμε τώρα όσους αλαφιάστηκαν από την «άνοδο της δημαγωγίας» και επισείουν τον κίνδυνο των «άκρων», να προχωρήσουν ένα βήμα ακόμα τη σκέψη τους και να προβληματιστούν λιγάκι πιο επώδυνα κοιτώντας βαθιά μέσα τους: Τι σημαίνει, λοιπόν, στην πραγματικότητα η κεντρώα καραμέλα «τα άκρα συναντώνται»; Σημαίνει ότι όταν συναντώνται δεν υπάρχει κέντρο- σε περιόδους κρίσης το κέντρο εξαερώνεται αφομοιούμενο προς τα συγκρουόμενα (και όχι βέβαια «συνεργαζόμενα») άκρα.
Η περίφημη «συνάντηση» των άκρων σημαίνει σύγκρουση των άκρων. Και τότε έχεις πρόβλημα δημοκράτη μου! Γιατί κάποτε φτάνει η στιγμή που πρέπει κανείς, πέρα από τις δημαγωγικές καταγγελίες της «δημαγωγίας», να κάνει ενώπιος ενωπίω τις κρίσιμες επιλογές του, ν’ αποφασίσει σε τι θεό πιστεύει, τι θέλει και τι δεν θέλει- και ν’ απαντήσει στο ερώτημα: Εσύ που μιλάς με τόση αποστροφή για τα «άκρα», πού πατάς τελικά; Δηλαδή με ποια πλευρά είσαι; Ένα, όντως, ανοίκειο κι επικίνδυνα πολωτικό ερώτημα, αλλά δυστυχώς κάποτε αναπόφευκτο. Οι πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απάντησαν όπως απάντησαν, για ν’ αποδειχτεί -άλλη μια φορά- η αλήθεια που συνοψίζεται επιγραμματικά στη φράση του Δημήτρη Σεβαστάκη: «Η αστική δημοκρατία έχει έναν κεντρικό εχθρό: την αστική δημοκρατία».
Το γεγονός, τώρα, ότι ο φασισμός γίνεται το όπιο των δυστυχισμένων, δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να θεμελιώνει, να θωρακίζει, να εξαγιάζει την εξουσία των ολίγων- όμως τελικά έτσι γίνεται στην πράξη, όσο κι αν αυτό θλίβει κάποιες ευγενικές ψυχές της αστικής δημοκρατίας. Διότι αυτά είναι τα δεδομένα, αυτά είναι τα «άκρα» με τα οποία έχουμε να κάνουμε- και είναι ασυμφιλίωτα. Όποιος, λοιπόν, θέλει να μιλάει για το φασισμό, ας μιλήσει πρώτα για τον καπιταλισμό, όπως θα έλεγε ο Χόρκχάϊμερ.
Και για όσους διερμηνεύουν κατά το δοκούν το ιστορικό παράδειγμα της Βαϊμάρης υπενθυμίζουμε ότι κατά τον Μεσοπόλεμο οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές δυνάμεις ήταν αυτές ακριβώς που «αυτοκτόνησαν» τη δημοκρατία τους, στριμώχνοντας τις γερμανικές μάζες στην απόγνωση και σπρώχνοντάς τες στην άβυσσο. Αυτές οι ίδιες δυνάμεις που προγράφουν σήμερα εν ψυχρώ το ένα τρίτο (για την ώρα) του παγκόσμιου πληθυσμού ως περισσευούμενο και περιττό για το «δημιουργικά» καταστροφικό «πρόγραμμά» τους, βρίσκουν εν Ελλάδι τους απολογητές του «ορθολογισμού» τους στους μυθολόγους της λεγόμενης σύγκλισης των «άκρων», οι οποίοι απαξιώνουν κάθε ένσταση σ’ αυτή τη φρίκη ως «λαϊκισμό», χαρίζοντας, έτσι, τον λαό στους φασίστες, το έθνος στους εθνικιστές και το Δημόσιο στους ιδιώτες.
* Αναδημοσίευση
από το περιοδικό Σημειώσεις
(τεύχος 75- Ιούνιος 2012)
από το περιοδικό Σημειώσεις
(τεύχος 75- Ιούνιος 2012)
Σχόλια