Προαπαιτούμενο ακόμη και της «τεχνικής συμφωνίας» το ξεχωριστό μνημόνιο με το Ταμείο; – Το παζάρι για τα μέτρα, η «ουδετερότητα» της ευρωπαϊκής τρόικας και η πηγή της κυβερνητικής αισιοδοξίας
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
«Το ΔΝΤ συμμετείχε στις συζητήσεις στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το δικό του πρόγραμμα». Αυτή η φράση στη λιτή ανακοίνωση που εξέδωσαν παράλληλα και με ταυτόσημο περιεχόμενο η Κομισιόν και η ΕΚΤ για τη «σημαντική πρόοδο» στις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση καταδεικνύει ότι η έκβασή τους εξαρτάται απολύτως από τη βούληση του ΔΝΤ. Παρά το γεγονός ότι στην ανακοίνωση αυτή υπονοείται σαφώς διαφοροποίηση στη στάση των ευρωπαϊκών συνιστωσών του κουαρτέτου απ’ αυτήν του ΔΝΤ, δεν προκύπτει από πουθενά διάθεση της ευρωπαϊκής τρόικας να κλείσει την εκκρεμότητα χωρίς το Ταμείο. Αντιθέτως, η δήλωση του εκπροσώπου του ΔΝΤ ότι «δεν είναι ακόμη ορατός ο χρόνος τα συμφωνίας για νέο MEFP», δηλαδή το ξεχωριστό μνημόνιο συνεργασίας με το Ταμείο, σημαίνει ότι το ΔΝΤ μπορεί να επιμηκύνει το παζάρι πολύ πέρα από το ορόσημο της 20ής Μαρτίου, οπότε συνεδριάζει το Eurogroup. Αυτά τα δεδομένα της διαπραγμάτευσης δημιουργούν έντονο κοντράστ με την αισιοδοξία για σύντομη λύση που εξέπεμψε ο πρωθυπουργός από τις Βρυξέλλες, κατά τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.
Προσήλωση στη γερμανική γραμμή
Το ΔΝΤ έχει εκ των πραγμάτων θέσει σε ομηρεία όλη τη διαπραγμάτευση, επιχειρώντας να αποσπάσει από την κυβέρνηση τις μέγιστες δυνατές υποχωρήσεις σε «μέτρα, αντίμετρα και μεταρρυθμίσεις». Θεωρητικά, η ευρωπαϊκή τρόικα θα μπορούσε να φτάσει σε τεχνική συμφωνία πριν το Eurogroup της μεθεπόμενης Δευτέρας, υποσημειώνοντας απλώς τις επιφυλάξεις του ΔΝΤ ως «τεχνικού συμβούλου» του προγράμματος. Κατά τα φαινόμενα, Κομισιόν, ΕΚΤ και ESM παραμένουν προσηλωμένοι στη γερμανική γραμμή ότι η συμφωνία με το ΔΝΤ για το ξεχωριστό μνημόνιο – και άρα νέο δανεισμό – είναι προαπαιτούμενο της «τεχνικής συμφωνίας» (Staff Level Agreement) μεταξύ κυβέρνησης και του όλου κουαρτέτου. Κι αυτό, αφενός αποτελεί συνταγή αδιεξόδου, αφετέρου μεταφέρει όλο το βάρος στην κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση, μέσω διαρροών, καταγγέλλει το ΔΝΤ για «ιδεολογικές εμμονές που έρχονται σε σύγκρουση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο». Αλλά στην πραγματικότητα η στάση «ουδετερότητας» που τηρούν Κομισιόν, ΕΚΤ και ESM υποδηλώνει ότι ούτε σ’ αυτούς λέει κάτι η γενική κι αόριστη επίκληση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» που, όπως πρόσφατα παραδέχθηκε ο Γιούνκερ, δεν ισχύει στο πλαίσιο της δανειακής σχέσης Ελλάδας – ESM. Έτσι, η όλη αντιπαράθεση εξελίσσεται σε σκιαμαχία που πάντως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση γίνεται πάνω στη σκληρή ατζέντα του ΔΝΤ που περιλαμβάνει:
Αύξηση ορίου απολύσεων στο 10%, κατάργηση της διοικητικής προέγκρισης, επαναφορά του «αμυντικού λοκ άουτ», μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο με περιορισμούς στον τρόπο κήρυξης της απεργίας.
Περικοπές στις συντάξεις από το 2020 με «ακαριαία» κατάργηση της προσωπικής διαφοράς με στόχο εξοικονόμηση δαπάνης 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ.) Στην περίπτωση που η δαπάνη που αντιστοιχεί στις «προσωπικές διαφορές» δεν επαρκεί συμπλήρωση της περικοπής από «άλλες πηγές».
Μείωση αφορολογήτου ορίου με στόχο πρόσθετα φορολογικά έσοδα 1,8 δισ. από το 2019, κι αυτό εφάπαξ και όχι «σταδιακά» όπως ζητάει η κυβέρνηση.
Εφαρμογή φορολογικών (κυρίως) «αντίμετρων» – γενική μείωση φορολογικού συντελεστή επιχειρήσεων και μερισμάτων, μείωση μόνο του ανώτατου συντελεστή φορολόγησης των εισοδημάτων, μείωση φόρου ακίνητης περιουσίας μόνο για αξίες άνω των 200.000 ευρώ.
Λιτότητα σε ιδεολογικό αμπαλάζ
Η κυβέρνηση, στην προσπάθεια να δώσει μια ιδεολογική πατίνα στις διαφορές με το ΔΝΤ, μιλά για σύγκρουση αντιλήψεων ανάμεσα στα «οικονομικά της προσφοράς» που εκφράζει το Ταμείο και τα «οικονομικά της ζήτησης» που υποστηρίζει η ίδια προκειμένου να δοθεί αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Παρά τις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στη συνταγή του ΔΝΤ (και πρακτικά όλου του κουαρτέτου) κι αυτή της κυβέρνησης, οι διαφορές έχουν πιο πρακτικό πολιτικό περιεχόμενο: αφορούν τις πολιτικές αντοχές της κυβέρνησης και τις εντυπώσεις που θα δημιουργήσει η εφαρμογή «μέτρων και αντίμετρων» εντός του εκλογικού έτους 2019, αν φυσικά δεν προκύψει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Εξ ου και η κυβέρνηση, αν και είναι διατεθειμένη για μείζονες υποχωρήσεις στο πεδίο των περικοπών και των φορολογικών επιβαρύνσεων, διεκδικώντας απλώς τη «σταδιακή» αντί της «ακαριαίας» εφαρμογής τους, στο θέμα των λεγόμενων «αντίμετρων» που φέρνουν κάποιες φορολογικές ελαφρύνσεις διεκδικεί άμεση εφαρμογή τους από την 1/1/2019, χωρίς να περιμένει την επίσημη διαπίστωση του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% το 2018, που αποτελεί αυστηρή προϋπόθεση. Γι’ αυτό διεκδικεί ένα μηχανισμό πρόωρης διάγνωσης του πλεονάσματος, πράγμα που συζητάει η Κομισιόν, αλλά όχι οι λοιποί παίκτες και ιδιαίτερα το ΔΝΤ, το οποίο απαιτεί – αντίστροφα – ενεργοποίηση των «θετικών μέτρων» μόνο αν υπάρχει διαπιστωμένο δημοσιονομικό περιθώριο.
Η «ανησυχητική αισιοδοξία» Μέρκελ
Μ’ αυτά τα δεδομένα, η αισιοδοξία που διατύπωσε ο Αλ. Τσίπρας στις Βρυξέλλες ότι «είμαστε κοντά, πολιτικά και χρονικά, σε λύση» και ότι μπορεί να υπάρξει τεχνική συμφωνία μέχρι τις 20/3 και ολική συμφωνία μέσα στον Απρίλη, θα πρέπει να διαβαστεί μάλλον σαν διάθεση της κυβέρνησης να κάνει όλες τις δυνατές υποχωρήσεις. Προς ερμηνεία είναι η αναφορά του στην καγκελάριο Μέρκελ, την οποία βρήκε «εξαιρετικά αισιόδοξη, ανησυχητικά αισιόδοξη» σε σχέση με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ποια μπορεί να είναι πηγή «ανησυχίας», ανεξάρτητα από τις κυβερνητικές υποχωρήσεις που θα διευκολύνουν τη συμφωνία; Υποθέτουμε το ενδεχόμενο μιας υπόγειας συνεννόησης μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ που εξασφαλίζει ότι το Ταμείο θα μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα με τους όρους του για πρόσθετα μέτρα λιτότητας έναντι της κυβέρνησης, αλλά χωρίς τους όρους του για πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους – τα περίφημα μεσοπρόθεσμα – έναντι των Ευρωπαίων δανειστών. Το «τακτ» με το οποίο ο πρωθυπουργός, στη συνέντευξή του μετά τη σύνοδο στις Βρυξέλλες, διατύπωσε την έκκλησή του προς το ΔΝΤ να μην πιέζει α λα καρτ προδίδει ότι δεν υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες στο μέτωπο αυτό. Άλλωστε, η Κριστίν Λαγκάρντ είναι απίθανο να παραβιάσει το deal με την καγκελάριο κατά την τελευταία συνάντησή τους στο Βερολίνο, που περιλαμβάνει πάγωμα της συζήτησης για το χρέος μέχρι το 2018.
Τελικά, αν πράγματι κλείσει η αξιολόγηση στους αισιόδοξους χρόνους που εκτιμά η κυβέρνηση, αυτό θα σημαίνει μια α λα καρτ σχέση της Ελλάδας όχι μόνο με το ΔΝΤ, αλλά και με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», που με τόση ζέση επικαλείται. Με την παράταση της μνημονιακής επιτροπείας τουλάχιστον μέχρι το 2021 η ελληνική οικονομία και κοινωνία παραμένουν de facto στη δεύτερη ταχύτητα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Με μόνη «παρηγοριά» ότι θα έχει κι άλλες χώρες παρέα, αφού οι 27 ομονοούν πλέον ότι η «Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων», ακόμη κι αν εξωραΐζεται ως επιλογή και όχι ως καταναγκασμός, θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Φωτογραφία : Η γενική κι αόριστη επίκληση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» που επικαλείται ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του, δεν ισχύει στο πλαίσιο της δανειακής σχέσης Ελλάδας – ESM, όπως πρόσφατα παραδέχθηκε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Οι χαριεντισμοί από παλαιότερη φάση… ηρωικής διαπραγμάτευσης