του Γιάννη Πανούση

 1 Από τη μία η δημιουργική βία κι από την άλλη η δύσκολη απεξάρτηση από τα βιντεογκέιμ, από τη μία η αρπαγή της ψυχής κι από την άλλη η ενηλικίωση, από τη μία η αυτενέργεια κι από την άλλη η μίμηση

Από τη μία τα videogames ως παιδαγωγική μέθοδος, ως ενίσχυση της φαντασίας, ως θεραπευτική παρέμβαση κι από την άλλη η σύνδεση με την εγκληματικότητα, τη συναισθηματική νοημοσύνη και την ψυχική υγεία

Από τη μία τα παιχνίδια – προσομοίωσης πολέμου αλλά και αντι-πολέμου κι από την άλλη ο εθισμός στη φρίκη, στη βία και στο έγκλημα μας θέτουν ενώπιον κρίσιμων ερωτημάτων.

Η ζωή είναι σαν videogame ή το videogame είναι σαν τη ζωή; Ποιος παράγοντας από τους δύο «ενεργοποιεί» τη βία;

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι καταναλώνουμε περισσότερη εικονική βία από αυτήν που μπορούμε ν’ αφομοιώσουμε, ακόμα κι αν η εγγύτητα των σκηνών με την πραγματικότητα και η ομοιότητα της κατάστασης του παιδιού-τηλεθεατή με τις παρουσιαζόμενες εικονικές καταστάσεις προκαλούν ανησυχία, ευθεία και γραμμική σχέση ανάμεσα στο videogame και το έγκλημα δεν αποδεικνύεται. Οι παραβάτες-ανήλικοι δεν διαχωρίζονται από τους μη-παραβάτες σύμφωνα με την υπερβολική χρήση των ΜΜΕ ή τα υιοθετημένα πρότυπα και μοντέλα αλλά σύμφωνα με μια «γενική κατεύθυνση ζωής» (εντός / εκτός οικογενείας).

2 Ανεξάρτητα του τελικού ηθικού διδάγματος, ότι δηλαδή το Καλό πάντα επικρατεί του Κακού, η απεικόνιση της βίας σε ένα αμφίδρομο παιχνίδι όπως αυτά των videogames, με ενεργητική συμμετοχή του νεαρού παίκτη δεν διεγείρει συναισθηματικά προς αντικοινωνική κατεύθυνση (με ανάλογη στρέβλωση των αξιών) αλλά σε μια λογική διαχείριση συγκεκριμένων καταστάσεων. Βέβαια λόγω προϋπάρχοντος ευάλωτου παίκτη (και όχι λόγω βιαιότητας των σκηνών), κοινωνικά πρότυπα και λανθάνοντα πρότυπα μπορεί να συγκρουστούν όχι όμως σε βαθμό που ο πραγματικός ψυχισμός ενός «κρυμμένου δολοφόνου» ν’ αναδυθεί μέσω του videogame.

Γιατί άλλωστε ο καθαρτήριος ρόλος της τηλεοπτικής βίας να μην ισχύει και για τα videogames; Γιατί πρέπει υποχρεωτικά να επικρατήσει η εκμάθηση/ μίμηση των επιθετικών τύπων αφού στα videogames ήρωας-πρότυπο είναι το ίδιο το παιδί-παίκτης;

Όσον αφορά τις λεγόμενες «ρεαλιστικές σκηνές βίας» ούτε τραυματικές βιωματικές εμπειρίες συνιστούν ούτε γνωστικές συμπεριφορικές αντιδράσεις ενεργοποιούν.

Τα μεσοποιημένα δράματα ή τα τραύματα με υποκατάσταση δεν έχουν επίδραση που να μπορεί να εξισωθεί με τα πραγματικά βιώματα.

Το όποιο πέρασμα των όποιων προτύπων από την οθόνη στην ψυχή κι από την ψυχή στο (εγκληματικό) χέρι για να πραγματωθεί χρειάζεται πολλά περισσότερα από ένα τραύμα κι ένα σενάριο.

Τα εικονικά πρότυπα (ακόμα και αυτά των ηρώων του υποκόσμου όπως το Grand Theft Auto) δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως «παγίδα». Οι ιστορίες (αστυνομικό μυθιστόρημα) και οι εικόνες (TV, κινηματογράφος, videogames) του εγκλήματος στοιχειοθετούν ένα πολιτισμικό και όχι ένα εγκληματικό περιβάλλον.

3 Από τη μία καταγγέλλουμε το φόβο (θυματοποίησης) που προκαλεί η TV κι από την άλλη καταγγέλλουμε τα videogames (όπου ο παίκτης ξεπερνάει τον όποιο εικονικό φόβο του σε μία σπαζοκεφαλιά–παιχνίδι–περιπέτεια–παραμύθι).

Αν η παθητική στάση του νέου στην «επιθετική συμπεριφορά» της TV καταλήγει σε αισθήματα αβοηθησίας, τότε η ενεργητική του δράση στο videogame αποδεικνύει θετική αντίδραση στη διαχείριση των (εικονικών) κινδύνων.

Η εισαγωγή/ εφόρμηση των Η/Υ και του Διαδικτύου στην καθημερινή ζωή ήταν τόσο αιφνίδια και ραγδαία ώστε δεν άφησε πολύ χρόνο στο Δίκαιο να διερευνήσει τις όποιες επιπτώσεις στις θεμελιώδεις αρχές του νομικού συστήματος και να τις διαχειρισθεί χωρίς αποκλίσεις.

Από τις διευκολύνσεις που παρέχει ο διάλογος του νομικού με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ως το πληροφορικό έγκλημα (και ιδιαίτερα σε διαδικτυακό έγκλημα) και από την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση ως το πεδίο εφαρμογής των τεθειμένων κανόνων δικαίου στον κυβερνοχώρο χρειάστηκε (και εξακολουθεί να χρειάζεται) να προβληματισθούν επιστήμονες πολλών κλάδων για να ρυθμισθεί αυτός ο νέος «δημόσιος χώρος».

Η ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να μένει τελείως ασύδοτη, ούτε όμως να υφίσταται έναν ασφυκτικό κρατικό ή νομοθετικό έλεγχο.

Η αυτορύθμιση θα ήταν η προτιμότερη λύση εάν υπήρχε αντίστοιχη κουλτούρα και εμπιστοσύνη των φορέων και πολιτών (και μεταξύ τους και με το κράτος).

Δυστυχώς η χώρα μας ζει και κινείται «εκτός ορίων» και κατά συνέπεια θεωρώ ιδιαίτερα δύσκολο τόσο το να εφαρμόζονται από όλους και απαρέγκλιτα οι νόμοι όσο το να συνυπογράψουν οι εμπλεκόμενοι μια συμφωνία κυρίως για ρύθμιση αυτών των θεμάτων.

Το μέλλον θα δείξει εάν οι ψηφιακές μηχανές θ’ αλλάξουν και την κρατούσα ηθική στάση και την κοινωνική διαχείριση των νέων αυτών φαινομένων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!