Τα μυστήρια της πρώτης αξιολόγησης και η λογιστική της απομάκρυνσης του ΔΝΤ – Ιδιωτικοποιήσεις και κόκκινα δάνεια σαρώνουν την παραγωγική βάση της χώρας
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τελικώς, επικράτησε το πνεύμα των Χριστουγέννων. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης αποδέσμευσε τη δανειακή δόση του 1 δισ., χωρίς αστερίσκους αυτή τη φορά. Ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλιγκ, φρόντισε να υπενθυμίσει ότι τα δύσκολα είναι μπροστά και αφορούν πρωτίστως την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, από την οποία εξαρτάται απολύτως και οποιαδήποτε συζήτηση περί ελάφρυνσης του χρέους.
Καθίσταται, λοιπόν, και πάλι αμφίβολο αν το Παράλληλο Πρόγραμμα θα βγει, όπως έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση, από την κατάψυξη στις αρχές Ιανουαρίου, παραμονές της έναρξης της αξιολόγησης και της τελικής συζήτησης του σχεδίου για το Ασφαλιστικό. Στις 11 νομοθετικές δράσεις που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός για τις αρχές του 2016 στη τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για το 2015 απουσίασε χαρακτηριστικά ευθεία αναφορά στο περίφημο Παράλληλο Πρόγραμμα. Αντ’ αυτού, υπήρξε η θορυβώδης αναφορά στα νέα στοιχεία χιλιάδων ύποπτων συναλλαγών της λίστας Λαγκάρντ που διαβιβάστηκαν στις εισαγγελικές Αρχές.
Εξομάλυνση;
Η εντύπωση που δημιουργεί η συμπεριφορά του κουαρτέτου είναι ότι η σχέση με την κυβέρνηση έχει εξομαλυνθεί. Η συμπεριφορά αυτή υπονοεί ότι η πρώτη αξιολόγηση μπορεί και να εξελιχθεί σε υγιεινό περίπατο. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Πρώτον, διότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι δανειστές θα αποδεχθούν τις απελπιστικά αποχρωματισμένες «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης στο Ασφαλιστικό, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εμπλοκής, μια και είναι αδύνατο και να υπηρετηθεί ο στόχος περικοπής της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,8 δισ. ευρώ και να μείνουν ανέπαφες οι συντάξεις. Δεύτερον, διότι παρά τις κυβερνητικές διαψεύσεις, οι δανειστές είναι βέβαιο ότι θα επαναφέρουν, κυρίως μέσω του Μεσοπρόθεσμου 2016-2018, τις πιέσεις για πρόσθετα μέτρα και δημοσιονομικές προβλέψεις ύψους από μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια μέχρι μερικά δισ. Οι δανειστές έχουν εγγράψει τη δυσπιστία τους για τον νέο Προϋπολογισμό και για τη δημοσιονομική απόδοση πολλών από τα μέτρα που έχουν «εγκρίνει». Ως εκ τούτου, τίποτα δεν αποκλείει αντί υγιεινού περιπάτου να έχουμε μια μακρόσυρτη και αδιέξοδη πρώτη αξιολόγηση. Οι δανειστές το έχουν ξανακάνει με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, τίποτα δεν τους εμποδίζει να το επαναλάβουν.
Ο λογαριασμός του δανείου
Στο μεταξύ, ο λογαριασμός του κόστους του 3ου Μνημονίου πέφτει. Μαζί με την υποδόση του 1 δισ., οι εκταμιεύσεις από το ταμείο του ESM από την έναρξη του νέου δανεισμού φτάνουν τα 21,5 δισ., μαζί με τα 5,5 δισ. της ανακεφαλαιοποίησης. Θα έλεγε κανείς ότι τα 65 δισ. που απομένουν από το συνολικό δάνειο των 86 δισ. αποτελούν γερή ένεση για μια δραματικά συρρικνωμένη οικονομία για τα επόμενα 2,5-3 χρόνια. Ωστόσο, η παράλληλη συζήτηση για το μέλλον του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, που έχει ανοίξει περίπου ταυτόχρονα (συμπτωματικά;) σε Βερολίνο και Αθήνα, προεξοφλεί ότι το μέγεθος του τρίτου δανείου θα περιοριστεί θεαματικά. Όχι μόνο γιατί το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης βγήκε χαμηλό, αλλά και γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ φαίνεται να διεκπεραιώνει, αδιαμαρτύρητα, τις υποχρεώσεις προς το ΔΝΤ (όπως αθορύβως έκανε με τα 1,2 δισ., του Δεκεμβρίου). Και μπορεί να συνεχίσει να εξοφλεί το ΔΝΤ χωρίς οι Ευρωπαίοι δανειστές να χρειαστεί να επωμιστούν το κόστος προεξόφλησής του, που ανέρχεται περίπου σε 16 δισ. ευρώ μέχρι το 2024, με το μεγαλύτερο ποσό εντός του 2016 (3,3 δισ.). Έτσι, το τελικό ύψος του τρίτου δανείου ενδέχεται να περιοριστεί στα 50 δισ. μόλις που «αντέχει» ο ESM, καθιστώντας περιττή τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Αυτό ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ πιο καθοριστικό από την καθυστερημένη βούληση της κυβέρνησης να απαλλαγεί από το ΔΝΤ, τον μέχρι πρότινος «σύμμαχο» στη ελάφρυνση του χρέους.
Όλα για πούλημα
Στο μεταξύ, η οικονομία οδηγείται από τον αυτόματο πιλότο των ιδιωτικοποιήσεων, πριν καν συγκροτηθεί το νέο ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο εισφέρεται το σύνολο της δημόσιας περιουσίας (μαζί και οι συμμετοχές στις τράπεζες), με σχεδόν αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους. Η Εθνική πούλησε στην Εθνική του Κατάρ έναντι 2,7 δισ. τη Finansbank, ίσως το πιο κερδοφόρο κομμάτι της, κλείνοντας συμβολικά το κεφάλαιο του «μικρο-ιμπεριαλισμού» του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι τραπεζίτες δρομολογούν τον «αφελληνισμό» των ιδρυμάτων που ξεζούμισαν. Η σκανδαλωδώς ιδιωτικοποιημένη Eurobank πούλησε στη Fairfax και την ασφαλιστική της Eurolife, με δίκτυο σε Ελλάδα και Ρουμανία. Ο ΟΛΠ περνάει στην κινεζική Cosco, τη μόνη που κατέθεσε προσφορά για το 51-67% του στρατηγικού λιμένα της χώρας. Σειρά έχουν ήδη πάρει η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η ROSCO (ΕΕΣΤΥ), με τις προθεσμίες πώλησης μέχρι τις 15/1, αλλά και η ΔΕΗ, με την ιδιότυπη, υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση περίπου του μισού πελατολογίου της.
Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και η τελική ρύθμιση για την τύχη των περίπου 40 δισ. κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, μέσω της οποίας θα δρομολογηθεί η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, με την εκχώρησή τους σε ξένα funds. Η μορφή εκχώρησης ποικίλει, μια και κάθε τράπεζα θα μπορεί να επιλέξει είτε απευθείας πώληση προβληματικών δανείων, είτε αποκλειστική συνεργασία με ένα fund, είτε τη δημιουργία κοινοπραξίας με το ενδιαφερόμενο fund, είτε και διατραπεζικά σχήματα των κοινοπρακτικών δανείων που αντιστοιχούν στο 50% των «κόκκινων». Σε κάθε περίπτωση, προμηνύεται πλιάτσικο, με ριζική αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος πολλών επιχειρηματικών ομίλων.