Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Κόντρα στις ανώδυνες ερωτικές φαρσοκωμωδίες των τελευταίων δεκαετιών της μετά-φρανκικής Ισπανίας, από ατάλαντους σκηνοθέτες που δεν κατάφεραν να φτάσουν την εμπνευσμένη ποπ αισθητική ενός Αλμοδόβαρ, η Ισπανίδα σκηνοθέτρια Ισιάρ Μπολέν επιμένει με εντιμότητα να αναδεικνύει λαϊκούς αγώνες και οικολογικά κινήματα διαμαρτυρίας, με έναν ανθρωποκεντρικό μυθοπλαστικό ρεαλισμό, στα χνάρια του μαρξιστή μέντορά της Κεν Λόουτς.
Μετά την ταινία της Ακόμα και η βροχή (2010), για τον πόλεμο του νερού, το 2000 στη Βολιβία, που επιλέγεται συχνά στις δωρεάν προβολές, στα πολιτικά στέκια της χώρας μας, η 48χρονη σκηνοθέτρια συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους ενός αγωνιστικού σινεμά.
Στη νέα της ταινία Η Ελιά, τονίζει την όσμωση ανθρώπου-φύσης, σε έναν σοφό κύκλο ζωής, κόντρα στην αλόγιστη ανάλωση φύσης και ανθρώπων, στον κυκεώνα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Το σενάριο της ταινίας ανήκει στον Πολ Λάβερτι, μόνιμο σεναριογράφο του Λόουτς και σύντροφο της σκηνοθέτριας από τα πλατό της θρυλικής ταινίας Γη και Ελευθερία (1995), όπου συμμετείχαν και οι δυο ως ηθοποιοί.
Η ατίθαση 20χρονη Άλμα, γόνος κτηνοτρόφων, μεγαλωμένη σε αγρόκτημα, κάπου στην ανατολική ακτή της Ισπανίας, κινεί γη και ουρανό προκειμένου να δει ένα τελευταίο χαμόγελο στο ροζιασμένο πρόσωπο του παππού της, που έχει βυθιστεί στη σιωπή εδώ και δώδεκα χρόνια, μετά την εκρίζωση και πώληση της αγαπημένης του υπερχιλιόχρονης ελιάς, από τους γιους του. Καταστρώνοντας σχέδιο ανάκτησης της «ιερής» ελιάς, που έχει καταλήξει από τα χώματα της ισπανικής γης στην είσοδο ενός φαραωνικού τεχνοκρατικού κτιρίου στη Γερμανία, ως γλυπτό-σύμβολο υπεροχής μιας πολυεθνικής εταιρίας ενέργειας, η Άλμα πείθει τον θείο της να ταξιδέψουν με φορτηγό, ώς το Ντίσελντορφ.
Σκηνές αναδρομής στο παρελθόν αποκαλύπτουν την τρυφερή σχέση της εγγονής με τον παππού που φρόντιζε την ελιά και εναντιώθηκε στον ξεριζωμό της, τονίζοντας ότι δεν ανήκει σε κανέναν (!), έτρεφε τους προηγούμενους και θα πρέπει να συνεχίσει να τρέφει και τους επόμενους… Κοντινά πλάνα συνδέουν το χαραγμένο από το χρόνο πρόσωπο του παππού, με τον ανάγλυφο κορμό της τεράστιας ελιάς, με τις τερατόμορφες κουφάλες που θυμάται με δέος η Άλμα. Τα πλάνα κάτοψης αντιπαραβάλλουν τα ηλιόλουστα χωράφια της εύφορης ισπανικής γης με τον συννεφιασμένο ουρανό της γερμανικής μεγαλούπολης, ενώ συγκλονιστική είναι και η εικόνα της εκχερσωμένης ελιάς που κρέμεται ως κουφάρι από τη δαγκάνα του εκσκαφέα.
Μακριά από τον αιχμηρό σαρκασμό του σουρεαλιστή Μπονιουέλ και κάθε πρωτοποριακή μορφολογία, η Ισιάρ Μπολέν επιμένει στο συμβατικό, ιδεαλιστικό ρεαλισμό, όπου μοντάζ και μουσική υπόκρουση συναισθηματικής φόρτισης υποτάσσονται σε μια «αόρατη» σκηνοθεσία, καθιστώντας ευθέως εμφανές το πολιτικό σημαινόμενο. Στην ταινία υπογραμμίζεται η ιδεαλιστική έννοια μιας εναρμονισμένης με τη φύση ζωής, ανάγοντας σε ανεκτίμητη αξία τη μνήμη και τη σοφία που περνάει από γενιά σε γενιά, όπως ένα παραδοσιακό τραγούδι ή η τέχνη του μπολιάσματος της ελιάς, απ’ τον παππού στην εγγονή. Η Μπολέν «μπολιάζει» έτσι τη νέα γενιά με αγωνιστική διάθεση, σχολιάζοντας θετικά και τα νέα τεχνολογικά εργαλεία του διαδικτύου, που συνέβαλαν στα κινήματα των πλατειών και στην οργάνωση κινηματικών δράσεων αλληλεγγύης.
Η πρωταγωνίστρια, απαξιώνοντας τις γενιές των γονιών της, στις οποίες ανήκουν και οι σημερινοί αλλοτριωμένοι πολιτικοί, γεννημένοι κατά τη φρανκική περίοδο, μοιάζει να συνεχίζει το όραμα για «Γη και ελευθερία» της παλιότερης γενιάς αγωνιστών των παππούδων της, που καταποντίστηκε στην πίκρα μιας εκκωφαντικής σιωπής, με την ήττα του ισπανικού εμφυλίου, που στην ταινία υποδηλώνει η βουβαμάρα του παππού. Το φύτεμα ενός κλώνου ελιάς, στο τέλος, αποτελεί σπόρο ελπίδας για αγώνες, για τη γενιά της πρωταγωνίστριας.
Σε αλληγορική ανάγνωση, η ταινία αποκτά πολιτικό νόημα, ανεξάρτητα από την αρχική νοσταλγία. Στο πρόσωπο του παππού, όπως και στην ταπεινή ελιά, ιερό σύμβολο από την αρχαιότητα, συμπυκνώνεται η σε βάθος χρόνου ιστορία του τόπου και η αναζήτηση της συνέχειας του παλιότερου χίπικου οράματος «επιστροφής στις ρίζες». Ακόμα κι αν οι Ευρωπαίοι αριστεριστές, με πανό και βραζιλιάνικες μουσικές, εμφανίζονται στην ταινία ως πολύχρωμο-πολύβουο κίνημα οικολογικής διαμαρτυρίας, σχεδόν «διακοσμητικό», σε αντίθεση με τη συγκρουσιακή διάσταση του βολιβιανού λαού στην προηγούμενη ταινία της Μπολέν, εκτός από ένα σεναριακό διέξοδο, αποτελεί και μια κινηματική ανάταση αντίστασης, στο σημερινό πολιτικό αδιέξοδο των ευρωπαϊκών λαών.
Με το κέντρο βάρους στο σενάριο του Λάβερτι, χαρακτήρες και ερμηνείες αναδεικνύουν μέσα από επεξεργασμένους διαλόγους μια κοινωνική διάσταση λαϊκού διδακτισμού των σοσιαλιστικών αξιών, αντίστοιχα με τις ταινίες του Λόουτς, που χειρίζεται το σινεμά ως μέσο παραγωγής πολιτικής σκέψης. Παρά τις καλές προθέσεις, όμως, στη συχνά «απολίτικη» και συντηρητική σκέψη κάποιων θεατών μπορεί αυτή η ταινία να φανεί ακόμα και αφελής.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου