Είναι εκπληκτικός ο όγκος των παραδεδεγμένων που ανατρέπονται όταν ξαναπιάσεις κάποια βιβλία. Το ένα, που το θεωρούσες θεμελιώδες, αποκαλύπτει την υφή του – που ήταν η πόζα ή η προσποίηση. Το άλλο μπορείς να το κρίνεις διά των επιπτώσεών του: ξέρεις πια πόσων αναμασημάτων υπήρξε η πηγή και το άλλοθι. Το τρίτο, που το ξεπέταξες, κρατούσε ζηλότυπα το μυστικό του – και τώρα το φανερώνει: είχες παρακάμψει μια σπουδαία δουλειά. Το τέταρτο ήταν όντως σπουδαίο – αλλά όχι για το λόγο που πίστευες κ.λπ…. Και υπάρχουν, εννοείται, βιβλία ακλόνητα…
Προφανώς, το ότι τείνω να ξαναδιαβάζω μάλλον παρά να αναζητώ κάτι καινούριο οφείλεται στον εσωτερικευμένο ζόφο. Ίσως είναι αλήθεια (έτσι κατέληξα να σκέφτομαι πάντως εγώ) ότι, καθώς καινούρια βιβλία στοιβάζονται με επιτάχυνση, ολοένα λιγότερα έχουν ουσία. Στο κάτω-κάτω, μια και παράγεται κατά κύριο λόγο σκουριά, έπρεπε να το περιμένουμε πως θα διαβρώνει το μέταλλο. Και σ’ έναν αντεστραμμένο κόσμο, τα βιβλία που έχουν ουσία διεκδικούν, ως μέρος της ουσίας τους, το να παραμένουν αθέατα. Πού να τα βρω; Αληθεύει εξίσου, βεβαίως, το ότι μια πρακτική που υιοθετείται εναντιωματικά και προϋποθέτει την κατάθλιψη παραείναι ολισθηρή και ενδέχεται να προάγει όλη κι όλη μιαν απατηλή αυταρέσκεια. Ακόμη κι έτσι, όμως, αυτονομείται σιγά-σιγά κι έχει δικά της πλούτη να δείξει. Κι άλλωστε, το καταθλιπτικό αυτό σχήμα πρέπει εν μέρει να αυτοδιαψεύδεται. Θέλω να πω: ακόμη κι ο ζόφος δεν είναι αδιάσπαστος, αλλιώς ούτε να ξαναδιαβάσω θα μπορούσα. Πρέπει κάτι, έστω κι ελάχιστο, να συμβαίνει στο παρόν μου, μια και είναι αδύνατον κάποιος να κρατήσει την ανάσα του για πολύ.
Τον Όργουελ, για παράδειγμα, τον ξαναδιάβασα υπό το πρίσμα δυο συγγραμμάτων του που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Συνέβη, μάλιστα, ο καινούριος (για μένα) Όργουελ να είναι, έτσι όπως τώρα βλέπω τα πράγματα, καλύτερος από τον επινοητή του Μεγάλου Αδερφού, που έχοντας παραγάγει ένα στερεότυπο για γενική έκτοτε χρήση απώλεσε ως συγγραφέας κάθε ισχύ. Ίσως ισχύει και για τα κείμενα αυτό που παρατήρησε για τις αναμνήσεις ο Προυστ: «Αυτό που μας θυμίζει καλύτερα μιαν ύπαρξη είναι ό,τι ακριβώς είχαμε ξεχάσει (γιατί ήταν ασήμαντο, κι έτσι του αφήσαμε όλη του τη δύναμη)», δεν το έφθειρε η διαρκής ανάκληση και συνεπώς η συνήθειά της. Όμως η ακεραιότητα του Όργουελ και η άρνησή του να υποκαταστήσει στο σύστημα αρχών κι αξιών την ξεροκεφαλιά και την προκατάληψη με δυο λόγια: η ακραία εντιμότητά του, που του υπαγορεύει να μην αποστρέφει το βλέμμα του από την πραγματικότητα και να μην παρακάμπτει αλλά να αποδομεί κριτικά το προφανές βρίσκεται στον πυρήνα της υπόστασής του ως συγγραφέα κι επομένως του ύφους του. Εδώ, λοιπόν, στον Όργουελ, ξαναβρίσκουμε το ηθικό αίτημα του Τσέχοφ, που κάποια στιγμή εμφανίστηκε απογυμνωμένο, σαν γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο, και μετασχημάτισε τα διηγήματα σε αναφορά για τις συνθήκες ζωής των βαρυποινιτών στη Σαχαλίνη, ξαναβρίσκουμε το ηθικό αίτημα του Ένγκελς, το αποτυπωμένο στην αναφορά για την Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, το βρίσκουμε όμως επανεγγεγραμμένο στη λογοτεχνία. Να τι χαρακτηρίζει εν πολλοίς το Προσκύνημα στην Καταλονία, που ξαναδιάβασα, και εξ ολοκλήρου τα δυο βιβλία του που μεταφράστηκαν (το ένα για δεύτερη φορά, αλλά πολύ καλύτερα) πρόσφατα: Τους Αθλίους των Παρισίων και του Λονδίνου (εκδόσεις Ασβός, μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς) και το δοκίμιο για τον Κάρολο Ντίκενς (εκδόσεις Ύψιλον, μετάφραση Γ. Λυκιαρδόπουλος).
Τον Όργουελ, για παράδειγμα, τον ξαναδιάβασα υπό το πρίσμα δυο συγγραμμάτων του που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Συνέβη, μάλιστα, ο καινούριος (για μένα) Όργουελ να είναι, έτσι όπως τώρα βλέπω τα πράγματα, καλύτερος από τον επινοητή του Μεγάλου Αδερφού, που έχοντας παραγάγει ένα στερεότυπο για γενική έκτοτε χρήση απώλεσε ως συγγραφέας κάθε ισχύ. Ίσως ισχύει και για τα κείμενα αυτό που παρατήρησε για τις αναμνήσεις ο Προυστ: «Αυτό που μας θυμίζει καλύτερα μιαν ύπαρξη είναι ό,τι ακριβώς είχαμε ξεχάσει (γιατί ήταν ασήμαντο, κι έτσι του αφήσαμε όλη του τη δύναμη)», δεν το έφθειρε η διαρκής ανάκληση και συνεπώς η συνήθειά της. Όμως η ακεραιότητα του Όργουελ και η άρνησή του να υποκαταστήσει στο σύστημα αρχών κι αξιών την ξεροκεφαλιά και την προκατάληψη με δυο λόγια: η ακραία εντιμότητά του, που του υπαγορεύει να μην αποστρέφει το βλέμμα του από την πραγματικότητα και να μην παρακάμπτει αλλά να αποδομεί κριτικά το προφανές βρίσκεται στον πυρήνα της υπόστασής του ως συγγραφέα κι επομένως του ύφους του. Εδώ, λοιπόν, στον Όργουελ, ξαναβρίσκουμε το ηθικό αίτημα του Τσέχοφ, που κάποια στιγμή εμφανίστηκε απογυμνωμένο, σαν γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο, και μετασχημάτισε τα διηγήματα σε αναφορά για τις συνθήκες ζωής των βαρυποινιτών στη Σαχαλίνη, ξαναβρίσκουμε το ηθικό αίτημα του Ένγκελς, το αποτυπωμένο στην αναφορά για την Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, το βρίσκουμε όμως επανεγγεγραμμένο στη λογοτεχνία. Να τι χαρακτηρίζει εν πολλοίς το Προσκύνημα στην Καταλονία, που ξαναδιάβασα, και εξ ολοκλήρου τα δυο βιβλία του που μεταφράστηκαν (το ένα για δεύτερη φορά, αλλά πολύ καλύτερα) πρόσφατα: Τους Αθλίους των Παρισίων και του Λονδίνου (εκδόσεις Ασβός, μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς) και το δοκίμιο για τον Κάρολο Ντίκενς (εκδόσεις Ύψιλον, μετάφραση Γ. Λυκιαρδόπουλος).
Σχόλια